Νίκος Καρούζος
Συναντήθηκα με το θαύμα σαν φίλος
Κλεοπάτρα Λυμπέρη
εκδόσεις
Ίκαρος
Μέσα από τέσσερα κείμενα
δοκιμιακού λόγου, χρονολογημένα το 2001, το 2005, το 2015 και το 2019, η
Κλεοπάτρα Λυμπέρη προσεγγίζει το έργο του Νίκου Καρούζου με τον φιλοσοφικό
στοχασμό που χαρακτηρίζει τη γραφή της, ποιητική και δοκιμιακή, αποδεικνύοντας
τη μακρά μέσα στον χρόνο επαφή με τον «μυστικό» όσο και αποκαλυπτικό ποιητή·
σκόπιμη εδώ η φαινομενική αντίφαση των δύο χαρακτηρισμών του ποιητή, καθόσον αυτός
αγαπά να κρύπτεται πίσω από τις λέξεις του, ενώ ταυτόχρονα παρέχει τα «κλειδιά»
της αποκωδικοποίησης στον προσεκτικό όσο και έμπειρο περί τα ποιητικά πράγματα
αναγνώστη του. Εν προκειμένω, η Λυμπέρη προσφέρει μια βοηθητική οδό πρόσβασης
στο έργο του Καρούζου επικεντρώνοντας σε δύο συνιστώσες, από τις οποίες
συγκροτείται το σύμπαν (ποιητικό αλλά και φιλοσοφικό) του ποιητή.
Αρχικά, κατευθύνει την
ανάγνωση της ποίησής του στην κυρίαρχη θεματική των ποιημάτων του –με εμφανή
σημάδια όσο και αφανή– η οποία αφορά τη σύλληψη της ύπαρξης με όλες τις
εκφάνσεις της ως ένα Όλον, το οποίο όχι μόνον εμπεριέχει και ενσωματώνει όλες
τις επιμέρους εκδοχές της ζωής ως υπαρκτής και κατανοητής οντότητας, αλλά
κυρίως απορροφά τα διαφορετικά επίπεδα συνιστώντας την απόλυτη Ολότητα. Θα
μπορούσαμε να δούμε αυτή τη νοητική σύλληψη (του όντος ως ολότητας) να απαντά
αντιθετικά στην καρτεσιανή λογική του καταμερισμού, που καθόρισε εν πολλοίς τον
τρόπο που η δυτική φιλοσοφική σκέψη προσδιόρισε την ουσία της ύπαρξης. Το
εμβληματικό απόλυτο στη διατύπωσή του cogito ergo sum του Descartes μπορεί
να καταξίωσε τη σκέψη ως γενεσιουργό της ανθρώπινης διαφορετικότητας, ωστόσο
καταδίκασε αυτήν ακριβώς τη σκέψη στη λογική της διαφοροποίησης: ο άνθρωπος ως
σκέψη/νους, ως πνεύμα, ως ψυχή, υπακούει σε έναν επίσης απόλυτο, στεγανό διαχωρισμό και αποκλείει τη συνολική θεώρησή
του ως ενιαίας ύπαρξης. Γράφει η Λυμπέρη σχετικά:
Ο Ν.Κ. είναι ένας δημιουργός που αντιλαμβάνεται την
ύπαρξή του ως μέρος της καθολικής ύπαρξης, δηλαδή, ως ον καθοδηγούμενο από την
εσωτερική του ζωή στην αναζήτηση του αληθινού εαυτού, μακριά από τη φτώχεια της
μερικότητας. (σ.10)
Ερευνώντας τα Πεζά Κείμενα του Καρούζου ανοίγει, έτσι, το τοπίο προκειμένου να κατανοηθεί αφενός η σύλληψη της ανθρώπινης ύπαρξης ως ενιαίας, αλλά αφετέρου και ως λογικό επακόλουθο, η ενσωμάτωσή της στον ενιαίο συμπαντικό κόσμο – απαραίτητη προϋπόθεση για την ένωση της οντότητας άνθρωπος με όλη την ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος, οδηγώντας έτσι στην έννοια του Καθολικού Ανθρώπου. Ήδη είναι εμφανής η υπερβατικότητα που χαρακτηρίζει τη σκέψη του Καρούζου – υπέρβαση της μηδαμινότητας, του ευτελούς επιμερισμού, της αδιέξοδης σκέψης που ομφαλοσκοπεί αγνοώντας την ουσία της ολότητας. Για τον Καρούζο απαιτείται η συνειδητοποίηση και βίωση αυτής της ολότητας, μέσα στην οποία εγκταταβιοί η θνητότητα καταξιώνοντας την ύπαρξή της και ελπίζοντας στη μόνη εκδοχή αθανασίας· ο δρόμος για να εξέλθουμε από τη στενή ατομική συνείδηση είναι να συναντηθούμε με την «πληρότητα του Όλου, εκεί όπου ο Λόγος κατοικεί», όπως θα μας θυμίσει η δοκιμιογράφος τα λόγια του Καρούζου.
Η δεύτερη συνιστώσα
της σκέψης του ποιητή αφορά μια βασική αντιστροφή. Αν η παραπάνω διαπίστωση
οδηγεί στην πορεία του ανθρώπου (απέλπιδα ή όχι δεν αφορά την παρούσα
συλλογιστική) να προσεγγίσει την ανώτερη δύναμη, με όποια μορφή και αν τη
θεωρήσουμε, ο Καρούζος επιλέγει να μας
μυήσει σε μια ανεστραμμένη εικόνα: αυτό που θα γίνει είναι η γείωση της
ανώτερης ουσίας, ώστε αυτή να έρθει στα μέτρα του ανθρώπου, και όχι η ανοδική
πορεία προς τη θέωση. Έτσι, κατά τη Λυμπέρη:
Η ανθρωπολογία του Καρούζου αποτελεί μια αντεστραμμένη
θεολογία (στον απόηχο της Ορθοδοξίας): η έννοια της Υιότητας (του Χριστού,
μεταφέρεται στον πάσχοντα άνθρωπο (ο οποίος ε ί ν α ι το σώμα του Χριστού), για
να περιγραφεί στην πλήρη δόξα της φθοράς του αλλά και της αναστάσιμης
πραγματικότητάς του. (σ.23)
Μέσω αυτής της
διαπίστωσης η συλλογιστική της Λυμπέρη κατευθύνει προς την ιδιαίτερη θέση που
καταλαμβάνει στο έργο του Καρούζου η έννοια του θανάτου, όπως αυτός νοείται όχι
ως τέλος της ζωής αλλά ως μια άλλη μορφή της, εμπεριέχοντας ταυτόχρονα τη ματαιότητα της θνητότητας
και την άνοιξη, τη δημιουργία:
Είναι, λοιπόν, δύο οι κύριοι εννοιολογικοί κορμοί στο
καρουζικό έργο. Η κατάσταση του θανάτου: ο ζόφος, η μελαγχολία, η ματαιότητα, η
αποτυχία της ύπαρξης – ένα κλίμα μπεκετικό, συντονισμένο με το φιλοσοφικό ρεύμα
του υπαρξισμού. Και η κατάσταση της άνοιξης: η εξακολουθητική εμφάνιση της
ομορφιάς, η επαναγέννηση με τη μορφή του κάλλους, του ανθίσματος, της ζωής, της
δημιουργικής πνοής των κόσμων. Αν απομονώσουμε αυτές τις δύο καταστάσεις από τη
συγκεκριμένη ποίηση, μοιάζουν συγκρουόμενες. (Αλλά μήπως «η αρμονία δεν υπάρχει
στη σύγκρουση»;) (σ.34)
Ενδιαφέρουσα, σ’ αυτή
την οπτική ανάγνωσης του έργου του Καρούζου, η συγκριτική θεώρηση με τον τρόπο
που ο Ελύτης συλλαμβάνει την ανθρώπινη οντότητα σε σχέση με ό,τι την
υπερβαίνει. Έτσι, στον αντίποδα του Ελύτη που αναβλέπει λυτρωτικά στον Ουρανό, για
τον Καρούζο ζητούμενο είναι ο Ουρανός να κατέβει στη γη (σ.48).
Η Κλεοπάτρα Λυμπέρη με
τα τέσσερα δοκιμιακά κείμενά της επιχειρεί,
εν κατακλείδι, μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσέγγιση του έργου του Νίκου
Καρούζου εντοπίζοντας τις εσωτερικές, φιλοσοφικές παραμέτρους που καθοδήγησαν
τον ποιητή να συλλάβει το ενιαίο του κόσμου τοποθετώντας, φυσικώ τω λόγω, τον
άνθρωπο μέσα στην ολότητα και προσφέροντας ταυτόχρονα τη θέα σε μια συμπαντική
εικόνα που δεν καταργεί την ελευθερία του αλλά ίσα ίσα την καταξιώνει.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου