Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2021

Η μυρωδιά του αίματος Μαρία Βέρρου μαζί με μία φωτογραφία του Flavio Sturda

 

Η μυρωδιά του αίματος

Μαρία Βέρρου

μαζί με μία φωτογραφία του Flavio Sturda




Το ξημέρωμα βρήκε την Αναστασία ξύπνια. Το βλέμμα της έπεσε πάνω στο θολωμένο από τη σκόνη τζάμι. Για την ακρίβεια όχι τελείως ξύπνια· τα μάτια της ήταν μισάνοιχτα, μία ελάχιστη σχισμή όσο αυτή του στρειδιού πριν η λεπτή λάμα χωθεί μαλακά και παραβιάσει τον πολύτιμο θησαυρό του. Το φέγγος του ήλιου που σιγά σιγά χτυπούσε τα παραθυρόφυλλα, έσπαγε διακριτικά τα απομεινάρια του μισοσκόταδου που κυριαρχούσε στο δωμάτιο και τα κατακάθια της μοναξιάς που βασίλευε εκείνη την ώρα. Μιας μοναξιάς χωμένης σε αφράτες ζεστές κουβέρτες, απαλές, που κρατούσαν προσεκτικά τη θαλπωρή του κορμιού από την ησυχία του ύπνου, πριν η κίνησή του αναδέψει τον φυλακισμένο μέσα τους αέρα. Τράβηξε τα σκεπάσματα μέχρι την κορυφή του κεφαλιού της, πήρε στάση εμβρύου παρατηρώντας τα ζουλιγμένα από τον ύπνο μέλη της, έπιασε τις πατούσες της, ξερές και αφυδατωμένες από την ακινησία των υγρών που περίμεναν νωχελικά και αδιάφορα τον επαναπροσδιορισμό της κίνησής τους. Προβληματισμένη έντονα, άρχισε να ξεδιπλώνεται σαν ελατήριο, ενώ τα ρινίσματα της σκουριάς από το ξεκλείδωμα των κλειδώσεων χρωμάτιζαν έντονα τα λευκά τρυφερά σεντόνια, καθώς η δύναμη βιαιοπραγίας πάνω τους καταλάμβανε τον περισσευούμενο χώρο στο κρεβάτι.  Όλο της το κορμί βρισκόταν σε μια μάχη που το σάλπιγμα της τελικής επίθεσης αποτυπωνόταν σ’ ένα μακρόσυρτο χασμουρητό· σα να έφτυνε από μέσα της κάθε αχώνευτο απομεινάρι συσσωρευμένης πλήξης και αδιαφορίας για τη συνέχεια· ποιας συνέχειας; Της μέρας ή της νύχτας;

Στο δωμάτιο επικρατούσε ησυχία. Μια πρωινή ησυχία που μόλις έσπαγε από το τιτίβισμα ενός σπουργιτιού. Οι μέρες είχαν αλλάξει, είχαν γίνει πιο φωτεινές, είχαν μακρύνει λες και κάποιος τις είχε τεντώσει· είχαν μια υγρασία ποτισμένη στο ξημέρωμα και μετά, το θάμπος τους γινόταν τόσο έντονο που σε ακινητοποιούσε. Ο ήλιος είχε κατέβει πιο χαμηλά· έπρεπε να κατεβάσει κι άλλο την τέντα. Ο καιρός είχε ζεστάνει· γέμιζε την ατμόσφαιρα με μια θαλπωρή όπως τα βότσαλα που ποτισμένα από τον πρωινό ήλιο μεταφέρουν αυτή τη γλύκα μέχρι τη ψυχή.  Ο αέρας μύριζε κάτι παράξενα ερεθιστικό· τον διέκοπτε ένας περίεργος ερεθισμός, κάτι σαν τσούξιμο στη μύτη και στα μάτια που δάκρυζαν ξαφνικά σα να τα είχε χτυπήσει ένα ζωηρό συναίσθημα. Είχε μπει η Άνοιξη. Μια Άνοιξη όμως διαφορετική, μία Άνοιξη της φύσης, όχι των ανθρώπων. Εκείνοι παρέμεναν καθηλωμένοι, ακινητοποιημένοι λες από κάποια μαγική μπαγκέτα σ’ ένα ευχάριστο ενσταντανέ, ακολουθώντας τις μέρες που επαναλαμβάνονταν πανομοιότυπες, στεγνές και αδιαπέραστες. Έμπαινε και το Πάσχα, η κινητή γιορτή· κι αυτή ακινητοποιημένη υπακούοντας στην απομόνωση και τον εγκλεισμό. Γιατί το σύνθημα «μένουμε σπίτι» είχε κολλήσει όπως η τσίχλα στα μαλλιά. Ήξερε κάποιος με ποιον τρόπο ξεκολλάει από τη σκέψη αυτή την τσίχλα;

Τον πρώτο καιρό το σύνθημα τη γέμισε με μια κρυφή χαρά, έναν κρυφό ενθουσιασμό· και καθώς οι παραινέσεις έπεφταν βροχή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποφάσισε υπακούοντας, να καταπιαστεί με τη διεξοδική διευθέτηση όλων εκείνων των άχαρων εργασιών του σπιτιού, χωρίς πασαλείμματα: σωστό σφουγγάρισμα και στις γωνίες, ξεσκόνισμα με σχολαστικότητα, φρεσκάρισμα στα πατώματα με κερί, πλύσιμο στα παντζούρια που μέχρι χτες αδιαφορούσε για τη σκόνη που έπεφτε σε στρώσεις πάνω από τη γύρη, στα τζάμια, και φυσικά να διαβάσει, αυτό το έκανε χωρίς πασαλείμματα, και να τελειώσει εκείνο το διήγημα που παίδευε μέρες γράφοντας, σβήνοντας… Όσο για βοήθεια τρίτου, ούτε συζήτηση· οι συνθήκες το απαγόρευαν! Μόνο ο γιος της μπορούσε να τη συντρέξει. Έτσι τον αγγάρεψε και στρώθηκαν στις δουλειές, μέρα τη μέρα με σχολαστικότητα και υπομονή. Όσο όμως ο καιρός περνούσε και οι δουλειές τέλειωναν και ξανάρχιζαν, όλη αυτή η βουβαμάρα και η ησυχία και η μονοτονία της επανάληψης άρχισαν να κατακάθονταν σαν σκόνη από την Αφρική, μαζί με τον ενθουσιασμό των πρώτων ημερών,  πάνω στα παντζούρια, τα τζάμια, τα έπιπλα, τα σεντόνια που άρχισαν να μυρίζουν, και στις τρίχες που μαζεύονταν στο πάτωμα· κι η Άνοιξη, βουβή κι αδιάφορη, πιστή μόνο στο φούντωμα του οίστρου της, σκόρπαγε κίτρινη σκόνη, άφθονη, σ’ απανωτούς οργασμούς. Έλεγες πότε θα τελειώσουν, έτσι που συσσωρεύονταν παντού, μακρόσυρτοι και αποπνικτικοί σαν ηπειρώτικο μοιρολόι.

Βουβό όμως ήταν και το Πάσχα. Περνούσαν οι μέρες σιωπηλές, φυλακισμένες πίσω από το γυαλί της τηλεόρασης. Πρωτόγνωρο κι αυτό· να ακούς τη λειτουργία ξαπλωμένη στο κρεβάτι πίνοντας κόκα κόλα ή τρώγοντας κουλούρι με σουσάμι και μετά να πρέπει να βάλεις και σκούπα γιατί πώς αλλιώς να μαζέψεις το σουσάμι;

Απαξιωμένοι και όλοι οι παραδοσιακοί κανόνες· ανάμεσά τους και η καθιερωμένη επίσκεψη στο νεκροταφείο. Τούτο  όμως το τελευταίο παραήταν βαρύ· δεν το άντεχε, όπως και τους νεκρούς που πετάγονταν από τον κόσμο τους στα κλεφτά και φώλιαζαν τελευταία όλο και πιο συχνά στον ύπνο της, θυμίζοντάς της το αυτονόητο· και πώς να γλυτώσει από τη μάνα της που την έβλεπε θυμωμένη με εκείνο το σμίξιμο στο μεσόφρυδο· και το χειρότερο πώς να την πείσει ότι δεν ήταν θέμα επιλογής, ότι υπήρχε μια θανατηφόρα απειλή πάνω από τα κεφάλια τους, ο κορονοϊός, ότι δεν έπρεπε να κυκλοφορούν, να συγχρωτίζονται με άλλους ανθρώπους· «δικαιολογίες» θα έλεγε και θα σήκωνε απαξιωτικά το χέρι της. Ούτε βέβαια και από τον πατέρα της που τάχα της κράταγε το χέρι και δεν έλεγε να το αφήσει και τον παππού και τη γιαγιά και τον άντρα της. Αυτόν όλο ξαπλωμένο τον έβλεπε να της χαμογελάει… Καταλαβαίνουν οι ψυχές από εγκλεισμούς, κι αποκλεισμούς; «Δεν υπάρχει περίπτωση! Πρέπει οπωσδήποτε να πάω στο νεκροταφείο» έλεγε και ξανάλεγε μέσα της.

Μη τολμήσεις να ξεχάσεις τους νεκρούς! Γίνονται ο χειρότερός εφιάλτης σου. 

Έτσι εκείνο το πρωί αποφάσισε ότι έπρεπε να ενεργήσει χωρίς κανένα δισταγμό. Σηκώθηκε από το κρεβάτι της, πλύθηκε όπως όπως, πήγε στην κουζίνα, έκοψε από το σημειωματάριο για τα ψώνια ένα κομμάτι φύλλο χαρτιού κι άρχισε να γράφει τα ονόματα. Ε, δεν θα τα έλεγε κι όλα ο παπάς, το ήξερε· συνήθως συντομεύουν λόγω και του όγκου δουλειάς, καταλήγοντας με την πρόταση «…τέκνων και αδελφών αυτών». Πήρε την τσάντα της και ετοιμάστηκε να βγει όταν ο γιος της τη σταμάτησε. «Πού πας ρε μάνα; Τρελάθηκες; Υπάρχει απαγορευτικό!»

«Δεν ’πα να υπάρχει ό,τι θέλει. Εγώ θα πάω στο νεκροταφείο».

«Καλά είσαι με τα καλά σου; Αφού όλα είναι κλειστά! Και τα ταξί δεν πολυκυκλοφορούν. Θα βρεις κανένα ξέμπαρκο;»

«Κοίτα, μη με εμποδίζεις γιατί θα τσακωθούμε».

Μπήκε μπροστά της, ήταν και ψηλός και γεροδεμένος όμως εκείνη, πού τη βρήκε τέτοια δύναμη, τού έδωσε μια σπρωξιά, παραπάτησε στο χαλάκι της εισόδου, μπουρδουκλώθηκε κι σωριάστηκε στο πάτωμα. Είδε το κεφάλι του να σκάει χάμω σαν καρπούζι. Έτρεξε λίγο αίμα; Μπορεί να ήταν και ιδέα της. Τέτοια φούρια που την είχε…

Με την τσάντα στο χέρι ν’ ανεμίζει, άνοιξε την πόρτα, κατέβηκε στο δρόμο από τα σκαλιά, κι έφτασε τρέχοντας και λαχανιασμένη μέχρι τη λεωφόρο όπου εναγωνίως αναζήτησε ένα ταξί. Είδε από μακριά ένα αυτοκίνητο μαύρο που όμως στην οροφή του γυάλιζε η γνώριμη φωτεινή επιγραφή. Του έκανε σήμα και το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά της. Άνοιξε την πίσω πόρτα, μπήκε μέσα και κάθισε στο κάθισμα. Ο ταξιτζής ήταν πολύ σοβαρός, ντυμένος στα μαύρα, με επίσημο ύφος, φορούσε παπιγιόν και στα μαλλιά του είχε μπριγιαντίνη. Ίδιος ο πατέρας της.

«Άλλαξαν το χρώμα στα ταξί;» τον ρώτησε.

«Τι λέτε κυρία μου, πάντα έτσι ήσαν!» της απάντησε. Όπα βρίσκομαι σε παράκρουση. Τα ταξί κίτρινα δεν είναι, σαν τη γύρη;

«Δεν μου είπατε πού πάμε» διέκοψε τις σκέψεις της ο ταξιτζής.

«Στο τρίτο Νεκροταφείο παρακαλώ» του αντιγύρισε και ξαναβυθίστηκε.

Οι δρόμοι ήσαν άδειοι, σαν ξερά ποτάμια, λες κι είχε στερέψει η ζωή, η ανάσα της πόλης. Το αυτοκίνητο κυλούσε ήσυχα κι αθόρυβα στο δρόμο, έλεγες ότι πετούσε. Θυμήθηκε εκείνα τα αιωρούμενα τρένα που κινούνται πάνω από την ειδική γραμμή χωρίς ν’ ακουμπούν πάνω της. Αυτά συμβαίνουν μόνο στην Ιαπωνία. Συμβαίνουν κι εδώ; Κι άλλο ερωτηματικό. Ντράπηκε όμως να ρωτήσει τον οδηγό που υπηρετούσε το επάγγελμά του με μεγάλη προσοχή και σοβαρότητα· ήταν σκοτεινός, απόμακρος και σιωπηλός. Σύντομα έφτασαν στον προορισμό τους. Ήταν μια συνέχεια της πόλης. Μια σιωπηλή συνέχεια.

Όταν έφτασαν έξω από τη σιδερένια καγκελόπορτα, τη βρήκαν κλειστή. Αντιλαμβανόμενος την ανησυχία στο βλέμμα της ο οδηγός έσπευσε να την καθησυχάσει . «Ηρεμήστε! Υπάρχει κι άλλη είσοδος. Δεν την ξέρουν όλοι, είναι για ώρα ανάγκης και τη βρίσκεις πάντα ανοιχτή.»

Το ταξί έκανε έναν κύκλο σταμάτησε μπροστά σ’ ένα άνοιγμα του τοίχου, ένα τεράστιο στόμα, σαν μια μεγάλη Κραυγή της Φύσης· πρώτη φορά αντίκριζε κάτι τόσο ζωντανό που την τραβούσε σ’ έναν άγνωστο λαβύρινθο. Εγκατέλειψε το όχημα, χώθηκε στο σκοτεινό άνοιγμα μαγνητισμένη και αφέθηκε να περιπλανηθεί ανάμεσα σε τεράστια περάσματα, πυκνά φυλλώματα, κι από πάνω της να κρέμεται ένας ουρανός γεμάτος μαύρα στίγματα, σαν παπαρουνόσπορος πάνω σε λευκό ζυμάρι. Η μέρα έλεγες ότι είχε αλλάξει· έμοιαζε γκρίζα και υγρή. Τόπους τόπους η υγρασία είχε δημιουργήσει λασπουδερές λίμνες που η μυρωδιά της νοτισμένης γης, τής φορτωμένης αποσύνθεση, διασταυρωνόταν με τα αρώματα των ξεραμένων λουλουδιών και τα τιτιβίσματα των πουλιών. Καθώς περπατούσε στους διαδρόμους ανάμεσα από ψηλά δέντρα με σκούρα κλαριά που έπεφταν χαμηλά, συναντούσε σκυφτούς και σιωπηλούς ανθρώπους που περνούσαν δίπλα της ανενόχλητα, αδιάφορα σαν να μην ένοιωθαν ούτε την παρουσία της ούτε τα κλαδιά και τις ξεφλουδισμένες επιφάνειες των δέντρων όπου φώλιαζαν πασχαλίτσες και μικρά άγνωστα ζωύφια. Κινούνταν ανάλαφρα, αθόρυβα, ίδιες χιονονιφάδες, με απλότητα και χάρη· τα χαλίκια, τα σπαρμένα ολούθε τριγύρω, έτριζαν κάτω από έναν άτακτο βηματισμό· ίσως βίωναν μία στιγμή ανακούφισης ή κάθονταν στα παγκάκια παραδομένοι στον εαυτό τους χωρίς επιφυλάξεις, ριζωμένοι βαθειά στο νοτισμένο χώμα, σε μια μυστική συνομιλία με τα σκουλήκια και τις κάμπιες  που έσκαβαν υπόγεια. 

Καθώς προχωρούσε προς το οστεοφυλάκιο διέκρινε από μακριά έναν μικρό συνωστισμό. Διάφορες μορφές έμπαιναν, έβγαιναν, χειρονομούσαν ψιθύριζαν ακατάληπτές λέξεις, επικρατούσε μια αναταραχή ενώ ένας παπάς, στητός σα στειλιάρι, μέσα στο μαύρο ράσο του, προσπαθούσε να βάλει μία τάξη κουνώντας άτακτα τα χέρια του. Τάχυνε το βήμα της με περιέργεια και όταν πλησίασε αρκετά κοντά, είδε τη μάνα της να ωρύεται ενώ δίπλα της, η μία σχεδόν πάνω στη άλλη, χειρονομούσαν οι μορφές του πατέρα της, του άντρα της και διάφορες άλλες άγνωστες.

«Σκύλα, τι έκανες; Τι έκανες;» είδε τη μάνα της να τρέχει καταπάνω της σαν άλλη μαινάδα.

«Τι έκαν, ρε μάνα;» εμβρόντητη έμεινε να την κοιτάει ενώ εκείνη σκληρίζοντας συνέχισε να φωνάζει·

«Το σκότωσες, το σκότωσες το παιδί!»

«Ποιο παιδί, ρε μάνα;»

«Το παιδί σου, βρωμερή, ανάξια μάνα!»

«Ποιο παιδί μου; Το παιδί μου είναι στο σπίτι. Τσακωθήκαμε είναι αλήθεια, γιατί δεν με άφηνε να έρθω. Ήθελα βλέπεις να αποφύγω τη γκρίνια σου!»

«Ποιο σπίτι ηλίθια! Νάτο το παιδί σου!» και μου έδειξε ένα ρυάκι αίμα που έτρεχε από το εσωτερικό του οστεοφυλακίου λεκιάζοντας τις πλάκες.

 *

Άνοιξε τα μάτια της. Πάνω από το κεφάλι της αντίκρισε το πρόσωπο του γιου της, με μάτια γουρλωμένα, να της φωνάζει: «τι έκανες, ρε μάνα; Άφησες το συκώτι να ξεπαγώσει πάνω στον πάγκο της κουζίνας και γέμισε ο τόπος όλος αίματα!»

Με ποιον τρόπο εξαλείφεται η μυρωδιά του αίματος; Βρέθηκε την άλλη στιγμή να χτυπά με βιάση την εντολή στα πλήκτρα του υπολογιστή της.

Μαρία Βέρρου

Η Μαρία Βέρρου γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε Γαλλική γλώσσα και φιλολογία στο ΑΠΘ, ιταλική γλώσσα στο Πανεπιστήμιο της Perugia, έχει παρακολουθήσει μαθήματα δημιουργικής γραφής με τους συγγραφείς Τ. Αβέρωφ, Ε. Μαρούτσου και Μ. Φάις, επιμέλεια κειμένου με τον Χ. Κυθρεώτη, και έχει συμμετάσχει στις μεταφράσεις των βιβλίων: α. Bernard Common: «Φευγαλέα και εφήμερα» εκδόσεις ΑΠΟΠΕΙΡΑ (2013), β. M. Proust : “Όνειρα, μια ανθολογία από το έργο του» εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ (2013) και γ. Κρίση εποχής ή εποχή της κρίσης – τρία κείμενα των Alain Badiou, J.Generaux et Amin Maalouf εκδόσεις Αλεξάνδρεια (2016). Κείμενά της έχουν φιλοξενήσει τα ηλεκτρονικά περιοδικά ΦΡΕΑΡ, FRACTAL και ΔΙΑΣΤΙΧΟ. Από τις εκδόσεις Θράκα κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο, ένα αφήγημα με τίτλο «Σκάμματα του χρόνου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου