Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

Κωνσταντίνος Μ. Σκηνιώτης ΜΠΡΑΛΟΣ – ΓΛΟΥΝΙΣΤΑ Το τρένο της Ζωής


Κωνσταντίνος Μ. Σκηνιώτης


ΜΠΡΑΛΟΣ – ΓΛΟΥΝΙΣΤΑ


Το τρένο της Ζωής







[Το διήγηµα αυτό είναι βασισµένο σε µια αληθινή ιστορία που µας διηγήθηκε πολλές φορές ο πατέρας µας Μάνθος Σκηνιώτης, σε µένα και τον αδελφό µου Γιώργο, και κάθε φορά που µας έλεγε αυτό το αληθινό περιστατικό είχε την ίδια συγκίνηση.

Το διήγηµα λοιπόν αυτό είναι ένας µικρός φόρος τιµής προς τον πατέρα µας.] 






Tο ηµερολόγιο έγραφε 1 Ιουλίου 2019 και δεν χρειάστηκε ρολόι για να ξυπνήσω. Πριν καν χτυπήσει ήµουν όρθιος στην κουζίνα, στην οποία πέρναγα τις περισσότερες ώρες µε τη γυναίκα µου όσο εκείνη ζούσε. Έφτιαξα έναν µέτριο ελληνικό καφέ. Τον ήπια, έπλυνα προσεκτικά το φλιτζάνι, το τακτοποίησα, έβαλα το σακάκι µου και ήµουν έτοιµος. Στη ζωή πρέπει να είσαι πάντα έτοιµος για τις µεγάλες στιγµές και τις µεγάλες συναντήσεις.

Το ταξίδι αυτό στη Γλούνιστα το σκεπτόµουν χρόνια. Έριξα µια γρήγορη µατιά για να βεβαιωθώ ότι τα είχα αφήσει όλα σε τάξη, έκλεισα πίσω µου την πόρτα, κλείδωσα και κατέβηκα. Η ώρα ήταν ακριβώς 2 µετά τα µεσάνυχτα. Σε λίγα λεπτά ήµουν µέσα σε ένα ταξί και κατευθυνόµουν στο Ρουφ, στην οδό Κωνσταντινουπόλεως, για να πάρω το τρένο για τον Μπράλο.

Έβγαλα το εισιτήριο και κάθισα στην αποβάθρα. Περίµενα υποµονετικά το τρένο 1202 για το ταξίδι µου που θα ξεκίναγε ώρα 04.56 το πρωί. Παρατηρούσα τους ανθρώπους που έφθαναν σιγά σιγά. Άνδρες, γυναίκες κάθε ηλικίας. Άνθρωποι της δουλειάς από διαφορετικές εθνικότητες και πατρίδες. Το τρένο έχει αυτή τη δύναµη, σκέφτηκα. Ταξιδεύει ανθρώπους, διαφορετικού φύλου, θρησκείας, εθνότητας και χρώµατος. Χωρίς διακρίσεις, ειρηνικά τους µεταφέρει από τόπο σε τόπο.

Η ώρα έφτασε, ανέβηκα, πήρα τη θέση µου και σε δέκα λεπτά το τρένο ξεκίνησε την πορεία του. Είχε αρχίσει να ξηµερώνει παρότι ακόµη υπήρχαν αναµµένα φώτα στις γειτονιές. Ο κόσµος έχει αλλάξει από τότε, σκέφτηκα, αλλά πώς να ήταν αλλιώς, άλλωστε έχουν περάσει εβδοµήντα δύο χρόνια από τότε.

«Το εισιτήριό σας», διέκοψε τις σκέψεις µου ένας ευγενικός υπάλληλος της ΤΡΑΙΝΟΣΕ που έκανε τον έλεγχο.

«Ορίστε, παιδί µου» του είπα και έτεινα το χέρι µου.

«Πού πηγαίνετε;» µε ρώτησε ευγενικά, καθώς περνούσε το εισιτήριο από µια ηλεκτρονική συσκευή.




«Πηγαίνω σχεδόν στο τέλος της διαδροµής» του είπα. «Θα κατέβω στον Μπράλο και από εκεί θα πάω στη Γλούνιστα, για να εκπληρώσω µια παλιά επιθυµία, ένα αναγκαίο τάµα». 


Βυθίστηκα ξανά στις σκέψεις µου. Τα παιδιά µου, σκέφθηκα, θα ανησυχήσουν για µένα, αλλά είµαι βέβαιος ότι θα καταλάβουν πολύ καλά την ανάγκη µου.

Το τρένο περνούσε µπροστά από το περίφηµο «Οκτώ», στην Κωνσταντινουπόλεως και Δυρραχίου. Κοίταξα αριστερά στο βάθος· ο λόφος του Σκουζέ που παίζαµε παιδιά, καθώς η εφιαλτική Κατοχή και ο πόλεµος είχαν εισβάλει ήδη στα σπίτια όλων. Λίγο πιο κάτω αριστερά, ο Κολωνός, εκεί που µεγαλώσαµε µαζί µε τη χήρα µάνα µου, τη Θοδώρα. Η µάνα µου, η µανούλα µου! Πόσες φορές  τη σκέφθηκα αυτά τα χρόνια,  πόσες φορές ένιωσα την απουσία της… Η αδελφή µου, κι η άλλη, η µικρή µου αδελφή, που χάθηκε από φυµατίωση στην Κατοχή… Καταραµένος πόλεµος.

Το τρένο πήγαινε γοργά στην ευθεία του, κάνοντας στάση στους Αγίους Αναργύρους. Πόσες φορές παίξαµε εδώ, πόσες διαδηλώσεις είδα να ξεκινάνε από εδώ! Στα Δεκεµβριανά, µετά στον εµφύλιο, στα Ιουλιανά… Σαν να βλέπω µπροστά µου το πλήθος του κόσµου να µαζεύεται και να κατεβαίνει προς το κέντρο της Αθήνας.

Έκλεισα τα µάτια µου και προσπάθησα να θυµηθώ κάτι καλό. Σαν αστραπή πέρασαν από µπροστά µου η γυναίκα µου, η µέρα που παντρευτήκαµε, η γέννηση των παιδιών µου.  Ενενήντα χρόνια, µεγάλη διαδροµή γεµάτη µάχες, µικρές νίκες, ήττες, δάκρυα αλλά και χαρές. Ο χρόνος κυλάει γοργά. Το τρένο έφθασε κιόλας στη Θήβα.

Έριξα µια µατιά έξω. Πόσο έχει αλλάξει ο σταθµός! Καµία σχέση µε εκείνον τον σταθµό που έβλεπα όταν κατέβαινα µε τα παιδιά µου, κάπου στο 1990, όπου σε ολόκληρο το νοµό οι εργαζόµενοι έδιναν µεγάλες µάχες για να κρατήσουν τα εργοστάσιά τους και τις δουλειές τους. Λίγο πιο πάνω ο Συνοικισµός, εκεί που βρήκαν καταφύγιο χιλιάδες άνθρωποι που το 1922 ξεριζώθηκαν και υποχρεώθηκαν στην αναζήτηση µιας νέας πατρίδας.

Ταχύτητα, αυτό είναι το εύρηµα της εποχής. Ταχύτητα για το τρένο, που καταπίνει τα χιλιόµετρα. Ταχύτητα για την επικοινωνία, που καταπίνει το συναίσθηµα. Ταχύτητα για να φθάσουµε στο τέλος κάθε διαδροµής. 




Πριν καν το καταλάβω, έχουµε φθάσει στην Αµφίκλεια, το πρώην Δαδί, εδώ όπου αδελφός σκότωσε τον αδελφό, εδώ όπου έγινε η περίφηµη όπως την ονοµάζουν µάχη στον εµφύλιο σπαραγµό. Τι κρίµα… Γιατί φθάσαµε, τότε, ως εκεί; Τι κρίµα… Γιατί αυτή η περήφανη και όµορφη πατρίδα τυλίχθηκε τότε στο αίµα και στο µαύρο;

Ξεκινάµε, περνάµε τη Λιλαία και σε λίγο στάση στον Μπράλο. Κατεβαίνω, έχω φθάσει πολύ κοντά στο τέρµα της διαδροµής µου.

Θυµάµαι τα ατέλειωτα ταξίδια µε τη γυναίκα µου, την εποχή που πασχίζαµε να µεγαλώσουµε τα παιδιά µας. Πόσες φορές περάσαµε από το χιονισµένο Μπράλο, πόσες φορές σταµατήσαµε στα πανδοχεία και τα χάνια του για να πιούµε έναν καφέ ή να φάµε λίγο φαγητό…

Σταµατώ µια νεαρή για τα δικά µου χρόνια κυρία.

«Με συγχωρείτε, γνωρίζετε πώς µπορώ να φθάσω στη Γλούνιστα»;

«Τη Γλούνιστα;» µε ρωτάει µε απορηµένο ύφος.

«Μάλιστα, σήµερα νοµίζω τη λένε Δρυµαία» της λέω.

«Α! ναι, κατάλαβα. Αν θέλετε να πάτε γρήγορα, µπορείτε να πάρετε τον κύριο που είναι σταµατηµένος εκεί. Είναι κάτι σαν το ταξί µας» µου είπε γελώντας και έδειξε απέναντι.

«Ευχαριστώ, παιδί µου» της είπα και προχώρησα.

Μπήκα στο αυτοκίνητο.

«Μπορείτε να µε πάτε στη Γλούνιστα; Συγγνώµη, στη Δρυµαία ήθελα να πω» ρώτησα τον άνθρωπο που καθόταν δίπλα µου.

«Φύγαµε κύριε, δεν θα αργήσουµε να φτάσουµε» µου είπε.

Έκλεισα τα µάτια µου και µια οµίχλη σαν να κατέκλυσε το µυαλό µου και στα αυτιά µου αντήχησε η βροντερή φωνή του. 

«Εσείς οι δυο, εσύ, Μάνθο και ο φίλος σου ο Νίκος, θα πάτε εµπροσθοφυλακή στο χωριό που βλέπετε µπροστά. Είναι η Γλούνιστα και ακούσαµε ότι το βράδυ ήταν εδώ αντάρτες» είπε ο λοχαγός.

Δεν υπήρχε κανένα περιθώριο άρνησης. Άλλωστε, µας είχαν επιτάξει µε τη βία, αµούστακα παιδιά, για να υπηρετήσουµε σε έναν πόλεµο που η ιστορία τον κατέγραφε πάντα και θα συνεχίσει να τον καταγράφει ως τον χειρότερο πόλεµο: Τον εµφύλιο. Ήταν το 1947 όταν βρέθηκα στο Καλλίδροµο, να πρέπει να πολεµήσω για τη ζωή µου, χωρίς στ’ αλήθεια να γνωρίζω γιατί.

Κατεβαίνουµε την πλαγιά και µπαίνουµε στην είσοδο του χωριού. Στο πρώτο σπίτι αριστερά, κτυπάω την πόρτα και ανοίγει ένας γέροντας. Έχουµε βγάλει τα καπέλα µας.

«Καληµέρα» του λέµε.

Μεριάζει και µπαίνουµε στο σπίτι· απέναντι κάθεται η γερόντισσά του. Πριν καν προλάβουµε να του µιλήσουµε, ο γέροντας µας λέει:

«Παιδιά µου, πώς µείνατε πίσω; Οι άλλοι έφυγαν ξηµερώµατα γιατί µάθαµε ότι φθάνει ο στρατός. Πώς µείνατε πίσω;»

«Παππού», του απευθύνοµαι εγώ κοιτώντας στα µάτια το φίλο µου το Νίκο για να µην µιλήσει. «Μην ανησυχείς, θα τα βολέψουµε. Έχεις κανένα αυγουλάκι και λίγο τυρί για να φάµε;»

Η γερόντισσα σηκώνεται αµέσως, παίρνει από το τραπέζι της αυγά που είχε βρασµένα, βάζει πάνω στο τραπέζι τυρί και ψωµί.

«Φάτε, παιδιά µου, να στυλωθείτε» µας λέει.

«Πώς µείνατε πίσω;» ρωτάει ο γέροντας.

«Τι να κάνουµε παππού µου, µείναµε» του λέω ξανά.

«Ο γιος µου ήταν εδώ, αλλά όλοι µαζί έφυγαν το πρωί για την άλλη πλευρά του βουνού».

Ανάµεσα σε σιωπές και µατιές, η ώρα έχει περάσει. Ξάφνου, από το παράθυρο φαίνεται η διµοιρία να κατεβαίνει. Ο γέρος πετάγεται σαν να τον κτύπησε ηλεκτρικό ρεύµα.

«Πω πω, τι θα κάνω  τώρα; Έρχονται!» µας λέει και τρέχει έντροµος να ανοίξει µια καταπακτή.

Τον κοιτάω στα µάτια. Βγάζω το καπέλο και το φορώ. Το ίδιο και ο φίλος µου.

«Παππού, µη φοβάσαι, είµαστε στρατιώτες, αλλά µη φοβάσαι, δεν πρόκειται να σε πειράξει κανείς».

Το πρόσωπο του γέροντα και της γερόντισσας ασπρίζει, κάνουν και οι δυο ένα βήµα πίσω, λες και είναι έτοιµοι να σωριαστούν.

Οι άλλοι έχουν σχεδόν φθάσει.

«Νίκο, εσύ προχώρα στο επόµενο σπίτι και εγώ µένω στην πόρτα» του λέω.

Γυρίζω, κοιτάζω τον γέροντα και τη γερόντισσα.

«Καθίστε ήρεµοι και µη φοβάστε».

Ο λοχαγός έχει φθάσει ήδη λίγα µέτρα µπροστά µου.

«Τι έγινε; Όλα καλά;» µε ρωτάει.

«Όλα καλά και καθαρά» του λέω, «µπορείτε να προχωρήσετε».

Περνάνε από µπροστά µου, κατεβαίνω και πηγαίνω προς το µέρος τους. Γυρίζω και κοιτάω τον γέροντα που είναι στο παράθυρο. Του κλείνω το µάτι και εκείνος βάζει το δεξί του χέρι στην καρδιά και µου δίνει ένα σήµα ευχαριστίας.

«Κύριε, φθάσαµε» ακούω ξαφνικά µια φωνή που µε βγάζει από τη σκέψη ή ίσως το όνειρο στο οποίο είχα βυθιστεί.




Πληρώνω και κατεβαίνω.

«Να σας περιµένω;» µε ρωτάει ο άνθρωπος από το αυτοκίνητο.

«Δεν νοµίζω» του απαντάω. «Δεν νοµίζω ότι έχω χρόνο επιστροφής».

Ρίχνω µια µατιά µπροστά µου: η είσοδος του χωριού. Μου φαίνεται σαν να µην έχει περάσει ούτε µια µέρα. Κάνω µερικά βήµατα. Μπροστά µου εκείνο το σπίτι. Ξεπροβάλλει ένας άνδρας. Πρέπει να είναι στην ηλικία µου. Με πλησιάζει, στέκεται και µε κοιτάει.

«Ήρθες, λοιπόν» µου λέει, «εσύ είσαι».


«Εσύ, ποιος είσαι;» τον ρωτάω. «Μη µου πεις ότι είσαι ο γιος τους;»

«Ναι, εγώ είµαι. Μου είχαν πει. Μου είχαν διηγηθεί. Σε γνώρισα αµέσως από τα µάτια. Περίµενα ότι κάποια στιγµή θα έρθεις».

«Περίµενα κι εγώ να έρθω» του λέω.

Πέφτουµε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και κλαίµε.

«Δεν υπήρχε λόγος για όλα αυτά που έγιναν τότε» ψιθυρίζω.

«Δεν υπήρχε λόγος» απαντάει, «αλλά τι να πούµε τώρα; Μέσα σε όλον αυτόν τον ορυµαγδό όµως, καταφέραµε να µείνουµε άνθρωποι».

Μένουµε αµίλητοι, αγκαλιαζόµαστε ώµο µε ώµο και ανηφορίζουµε προς τη νότια πλευρά του Καλλίδροµου.

Το τάµα εκπληρώθηκε. Η µεγάλη συνάντηση έγινε. Το τρένο µας έφθασε στο τέλος της διαδροµής του…  


Σεπτέµβριος 2019


Το διήγηµα αυτό διακρίθηκε στο Διαγωνισµό του Συλλόγου Καστελιωτών µε θέµα, Το τρένο, του οποίου τα αποτελέσµατα ανακοινώθηκαν την 20 Μαρτίου 2020.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου