Η επιδρομή
διήγημα
Θεοχάρης
Παπαδόπουλος
Ήταν ότι είχε μπει ο Απρίλης. Τα
λουλούδια στα παρτέρια είχαν ανθίσει. Τα πάρκα στην φτωχή πλην τίμια πόλη μας
είχαν αποκτήσει το πιο όμορφο χρώμα τους. Το δροσερό αεράκι ερχόταν ευχάριστο
σε μια εποχή, που η ζέστη και το κρύο ήταν ίσα μοιρασμένα.
Η πόλη μας ήταν βρώμικη, όπως οι
περισσότερες πόλεις. Τα σπίτια ήταν, όπως πάντα, γεμάτα σκόνη και ψίχουλα. Οι
περισσότεροι κάτοικοι δεν καθάριζαν οι ίδιοι τα σπίτια τους, αλλά αναθέτανε τον
καθαρισμό μια φορά το μήνα σε γυναίκες, που είχαν μεταναστεύσει από διάφορες
εξωτικές χώρες. Κι αφού ο καθαρισμός γινόταν μια φορά, όλο τον άλλο μήνα, τα
σπίτια βρώμιζαν. Σε τούτη τη βρωμιά ζούσαν οι κάτοικοι της πόλης μας, μέχρι που
έγινε η επιδρομή.
Ο πρώτος που το κατάλαβε ήταν ο Μπάμπης,
που έμενε σ’ ένα υπόγειο με δυο μικρά δωματιάκια. Το ένα ήταν το υπνοδωμάτιο
και το άλλο το είχε κάνει γραφείο. Ο Μπάμπης συνήθιζε να τρώει στο γραφείο
μέχρι που ένα πρωί σηκώθηκε από το κρεβάτι, μπήκε στο γραφείο του και είδε δυο
ποντίκια να τρώνε το κολατσιό τους. Χωρίς να ανησυχήσει ιδιαίτερα ειδοποίησε
ένα συνεργείο, έγινε απολύμανση και ο Μπάμπης συνέχισε να τρώει στο γραφείο και
τις επόμενες μέρες. Όμως, αυτό που αντίκρισαν τα μάτια του μερικούς μήνες μετά
δεν το είχε ξαναδεί. Εκεί που καθόταν μπροστά στον υπολογιστή του, ένα τσούρμο
από κατσαριδάκια άρχισε να βγαίνει από το πληκτρολόγιο. Ήταν ολόκληρος στρατός.
Ο Μπάμπης έτρεξε πανικόβλητος στην κουζίνα, αλλά εκεί αλώνιζαν αρκετές μεγάλες
κατσαρίδες κουνώντας τις κεραίες τους.
Η επιδρομή των κατσαρίδων στην πόλη μας
ήταν τρομερή. Όλα τα σπίτια γέμισαν με κατσαρίδες. Λένε πως τα γαϊδούρια
ζευγαρώνουν τον Μάη και οι γάτες τον Γενάρη. Φαίνεται πως τον Απρίλη
ζευγαρώνουν οι κατσαρίδες γιατί μόνο έτσι εξηγείται το πόσο γρήγορα
πολλαπλασιάστηκαν.
Λίγες μέρες αργότερα, άρχισαν οι
καυγάδες στα σπίτια. Η Μαίρη και ο Ανδρέας, που ήταν το τέλειο ζευγάρι,
χωρίσανε. Ο Ανδρέας, που στα πρώτα χρόνια αποκαλούσε τη γυναίκα του σελήνη και
αστέρι του και αργότερα την προσγείωσε και την έλεγε γατούλα του και ψιψίνα,
όταν εκείνη του είπε ότι έφερε τις κατσαρίδες στο σπίτι, την είπε σκύλα. Εκείνη
τον είπε βόδι και έγινε χαμός.
Οι κάτοικοι της πόλης μας άρχισαν να
αντιδρούν. Οι άντρες πάταγαν σαδιστικά τις κατσαρίδες, ενώ οι γυναίκες τους
πετούσανε παντόφλες. Όμως, τίποτα από
αυτά δεν έπιασε. Η Χαρά πέταξε την παντόφλα της και, αντί να πετύχει την
κατσαρίδα, πέτυχε το κεφάλι του συζύγου της. Η Νατάσα στην προσπάθειά της να
πατήσει μια κατσαρίδα πάτησε τον κάλο του άντρα της, που ούτε στο γάμο τους δεν
είχε τολμήσει να τον πατήσει. Ο Χρήστος, που ήταν άνθρωπος λεπτός και είχε
εκλεπτυσμένους τρόπους, προσπαθώντας να χτυπήσει μια κατσαρίδα, που έκοβε
βόλτες στον ώμο της γυναίκας του, χτύπησε τη σύζυγό του και της προκάλεσε
εξάρθρωση. Η κατσαρίδα του ξέφυγε.
Μια δεύτερη προσπάθεια εξόντωσης των
κατσαρίδων έγινε με απορρυπαντικά και χλωρίνες. Διάφορα υγρά πιάτων
εκτοξεύθηκαν στις κατσαρίδες, που σουλατσάριζαν στους νεροχύτες. Οι κατσαρίδες
έτρεχαν για λίγο να γλιτώσουν από το παχύρευστο υγρό και πέθαιναν δοξασμένα
αφροστεφανωμένες. Αλλά εκεί που πέθαινε μία, έβγαιναν άλλες δέκα.
Τότε ανέλαβαν δράση τα κατσαριδοκτόνα,
αλλά και αυτά απέτυχαν. Για λίγο η ορμή των κατσαρίδων αναχαιτίστηκε, αλλά μετά
συνήθισαν. Η δράση των κατσαριδοκτόνων είχε ως τελικό αποτέλεσμα να γίνονται οι
κατσαρίδες μεγαλύτερες και πιο γρήγορες. Οι κάτοικοι της πόλη μας που
χρησιμοποιούσαν κατσαριδοκτόνα άρχισαν να έχουν αναπνευστικά προβλήματα.
Το τελευταίο μέσο, που χρησιμοποιήθηκε
για την καταπολέμηση της μάστιγας των κατσαρίδων ήταν οι απολυμάνσεις. Σε κάθε
νοικοκυριό φώναζαν έναν τύπο με προστατευτική στολή, ο οποίος αναλάμβανε την
απολύμανση. Οι κάτοικοι του νοικοκυριού έμεναν για ένα 24ωρο έξω από το σπίτι
τους. Όμως και αυτό απέτυχε. Δυο-τρεις μέρες μετά την απολύμανση οι κατσαρίδες
έκαναν και πάλι την εμφάνισή τους.
Πέρασαν μερικοί μήνες και ξαφνικά οι
κατσαρίδες άρχισαν να μειώνονται μέχρι που εξαφανίστηκαν εντελώς. Κανείς δεν
ήξερε πώς έγινε αυτό. Οι κάτοικοι της πόλης μας πανηγύρισαν και ξαναγύρισαν
στις παλιές τους βρώμικες συνήθειες. Μέχρι την επόμενη μάστιγα.
Θεοχάρης Παπαδόπουλος
Ο
Θεοχάρης Παπαδόπουλος γεννήθηκε στον Πειραιά το 1978. Γιος του ποιητή Αντώνη Θ.
Παπαδόπουλου. Σπούδασε στη σχολή Οικονομίας και Διοίκησης του τμήματος
Λογιστικής στο ΤΕΙ Χαλκίδας, και ζει στην Αθήνα. Ασχολείται με την ποίηση από
τα παιδικά του χρόνια. Έχει πληθώρα δημοσιευμάτων σε λογοτεχνικά περιοδικά.
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα βουλγαρικά και τα πακιστανικά
(ουρντού). Έχει λάβει μέρος σε διεθνή λογοτεχνικά συνέδρια. Έκανε την πρώτη του
δημοσίευση το 1993, ενώ κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Τα
παράταιρα το 1997. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της
Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών. Είναι μέλος του Ομίλου για την Unesco Τεχνών
Λόγου και Επιστημών Ελλάδας. Είναι μέλος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς. Είναι
ιδρυτικό μέλος του Νέου Πνευματικού Κύκλου Καλλιθέας. Γράφει κριτικές βιβλίων
στο περιοδικό Vakxikon.gr, και παρουσιάζει βαλκανική ποίηση στο περιοδικό
Αιολικά Γράμματα. Η τελευταία του ποιητική δουλειά εκδόθηκε από τον Μανδραγόρα
(Ζηλεύω τα βράχια, 2018). Από τον Κέδρο εκδόθηκε η συλλογή διηγημάτων του
«Είπαμε ψέματα πολλά», 2019.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου