Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

Το «μαύρο» στον φωταγωγό του Κώστα Μοναστήρα (μαζί με μια φωτογραφία του Bruce Davidson)


                               Το «μαύρο» στον φωταγωγό



του Κώστα Μοναστήρα

(μαζί με μια φωτογραφία του Bruce Davidson)


  



Το παράθυρο της νοικιασμένης του κουζίνας  έβλεπε στον φωταγωγό. Στο ημιυπόγειο αυτός· ακόμα και τις μέρες του καλοκαιριού το φως ήταν λίγο “μαύρο”, “αδύνατο”, αφού το πιότερο το έκλεβαν οι οχτώ παραπάνω όροφοι, σε αυτόν έφταναν κάτι ελάχιστα (ποσ)οστά φωτός. Μα δεν τον ένοιαζε, η πόρτα του τον ανέβαζε στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας, εκεί που όλο και κάποιο σεντόνι κατέβαινε από τα ψηλά, εκεί που όλο και κάποια “αεροπλανεμένη” μπλούζα, διωγμένη από τα σκοινιά του μπαλκονιού της, προσγειωνόταν στον ακάλυπτό του. Αυτός πάταγε τα κουδούνια και έψαχνε τον ιδιοκτήτη του σεντονιού, τον ιδιοκτήτη της μπλούζας˙ δεν τα άφηνε στην είσοδο.  

   Τον χειμώνα το φως ήταν ακόμα πιο αδύναμο, σα σήμερα που τηγάνιζε το κρέας, και έμπαινε η μυρωδιά σε όλο το σπίτι, και έβγαινε η μυρωδιά στα ουράνια. Ο απέναντι τοίχος του φωταγωγού είχε γίνει μαύρος με τα χρόνια . Τον παρατηρούσε που μαύριζε. Αράχνες είχανε στήσει τους ιστούς τους, σκότωνε ό,τι πέταγε και τους το έδινε. Αυτά τα αθόρυβα τα καταβρόχθιζαν τα σκοτωμένα πετούμενα σε πλήρη ησυχία. Δεν τον ενοχλούσαν, τα ετάιζε, δεν μπαίνανε στο ημιυπόγειο, γιατί άλλωστε; Η θροφή ερχότανε πολύ τακτικά από το δικό του χέρι, το σέβονταν.

   Τετάρτη μεσημέρι σήμερα, έξω το κρύο πολύ, από το πρωί νιφάδες στρώνανε τη γη, καλύπτανε τη μυρωδιά της. Η τσίκνα ταξίδευε από τον φωταγωγό, είχε ανοίξει την πόρτα του και γινόταν ρεύμα˙ τσικνοαγωγός, σκέφτηκε αυτός και γέλασε. Είχε βρει τη δικιά του λέξη. Φλαπ, φλαπ, φλαπ, δυνατό… κι ένα φως μαύρο που πέφτει (κοπήκανε οι ιστοί, τρέχανε οι αράχνες, κάτι βαρύ πετούμενο είχε συρθεί κοντά τους).

   Φτερά να χτυπάνε δεξιά κι αριστερά, ένα κοράκι (ας μην ήταν του Έντγκαρ…) ξεγελασμένο από την πείνα του, είχε ορμήξει στο σκότος και στον κλειστό χώρο.

   Πήρε το μπουρνούζι του και το τύλιξε, ένα τρελαμένο κοράκι είχε εισβάλει στον φωταγωγό…Τι χαζά που είναι! Τα οδηγεί μόνο η μυρωδιά…Ευτυχώς δεν είχε χτυπηθεί αρκετά. Το έβγαλε στον ακάλυπτο, χαμένο για λίγο ήταν, πανικόβλητο. Μετά πέταξε, η ιστορία λέγει πως ήταν τόσο δυνατό το πέταγμά του που στέγνωσαν όλα τα απλωμένα ρούχα, κι ας είχε υγρασία, μονομιάς.

   Μετά αυτός έκλεισε το παράθυρο, κι έφαγε όλα του τηγανιού. Άλλος πετάει, άλλος χορταίνει…αλλά έτσι είναι η ιστορία. Οι αράχνες ξαναγύρισαν, το κοράκι ποτέ…, άλλωστε θα τους έπεσε βαρύ…



Κώστας Μοναστήρας

   

   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου