Ο γέρος που χόρευε
Διήγημα
Αρετή Πάνου
μαζί με τέσσερις
φωτογραφίες του Richard Koci Hernandez
Ένα φοβισμένο
χωριατόπαιδο ήμουνα όταν ήρθα στην Αθήνα για σπουδές. Παρόλο που πέρασα τις δύο
τελευταίες τάξεις του σχολείου στην πρωτεύουσα του νομού για να πηγαίνω
φροντιστήριο, η χωριατίλα δεν έλεγε να φύγει από πάνω μου. Με διαπότιζε σαν
στάμπα ανεξίτηλη. Όλα περίεργα μου φαίνονταν και κάπως απειλητικά. Τα
αυτοκίνητα ορμούσαν κατά πάνω μου. Οι περαστικοί με κοίταζαν καχύποπτα και με
έσπρωχναν άμα τους έκοβα το δρόμο αφηρημένος. Τα κτήρια έριχναν τη βαριά σκιά
τους στα πεζοδρόμια.
Με τους
συμφοιτητές μου αισθανόμουνα μια απόσταση και μια απομάκρυνση, παρόλο που στοιβαζόμασταν
ο ένας πάνω στον άλλο στα αμφιθέατρα του Χημείου στη Σόλωνος, σαν τις σαρδέλες.
Μιλούσα με πολλούς αλλά φίλο στενό δεν είχα κανένα. Συμπατριώτη μου στη σχολή
δεν είχα βρει. Δεν έκανα εύκολα φίλους, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ήταν και η
ατμόσφαιρα περίεργη, μύριζε φόβο και συνομωσία. Ένα μάγκωμα κι ένα μούδιασμα. Καθένας
που σε πλησίαζε σου έλεγε ποιον να
πιάσεις και ποιον ν’ αφήσεις, σαν να περίμενε από σένα κάτι που δεν ήταν ποτέ
ξεκάθαρο, πάντα με μισόλογα, σαν να σου μετέφερε ένα μήνυμα που ήθελε
αποκωδικοποίηση. Ένιωθα ότι οι λέξεις, οι χειρονομίες και οι παραμικρές αλλαγές
στην έκφραση των προσώπων είχαν τη σημασία τους. Δεν ήξερα αν την καταλάβαινα όμως
και η αγωνία μου μεγάλωνε. Και μια αίσθηση αποκλεισμού. Και το μάγκωμα μαζί.
Λες και δεν μου έφταναν οι χωριάτικες συμβουλές της μάνας μου. Στερεοφωνικές.
«Κοίτα τον εαυτό σου και το συφέρο σου. Πολλά πολλά μην πιάνεις με κανένα. Μην
εμπιστεύεσαι κανένα. Φτάνει ο φάκελος του πατέρα σου. Μη μας βρει κι άλλη
συφορά. Κι έχουμε και τη μικρή που γυρεύει κι αυτή γράμματα και σπουδές». Όταν
έκλεινα το τηλέφωνο συνέχιζαν να βουίζουν στ’ αυτιά μου.
Οι Αθηναίοι
συμφοιτητές μου ήταν πιο άνετοι. Περπατούσαν διαφορετικά, ντύνονταν
διαφορετικά, μιλούσαν διαφορετικά. Έμοιαζαν να μην φοβούνται τις λέξεις και τις
σημασίες τους. Τα κορίτσια κρεμόντουσαν από το στόμα τους. Πάνω στην κουβέντα όλο
και πετούσαν κάτι μεγάλες άγνωστες λέξεις και κάτι μικρά ονόματα λες και ήταν παλιοί
τους γνώριμοι. Λένιν, Μάο και κείνος ο Τσε, άκου Τσε, στο χωριό μου έτσι
μιλούσαμε στα ζώα. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς άνθρωποι με τόσο μικρά ονόματα
κάνουν κουμάντο σε τόσο μεγάλες χώρες και τόσες πολλές ψυχές. Στο χωριό μου,
μια χεσά τόπο, οι κάτοικοι ήταν λίγοι, αλλά τα ονόματά τους σιδηρόδρομοι,
Περιβολαρόπουλος και Παπαπαναγιώτου και δεν συμμαζεύεται.
Τα κορίτσια τα
είχα πάρει από φόβο. Στο Χημείο ήταν ελάχιστα. Πέρασε πάνω από μήνας μέχρι να τύχει
να κάτσω δίπλα σε μια τους στο αμφιθέατρο. Προσπάθησα να πιάσω και να κρατήσω
μια κουβέντα γύρω από το μάθημα και τις δυσκολίες του, εκείνη όμως το γύρισε
στο ενδυματολογικό. «Τι παπούτσια χωροφυλακίστικα είναι αυτά που φοράς βρε
παιδί μου; Κι αυτό το πουλόβερ το χακί, λες και το ’πλεξαν στην κάλτσα του
φαντάρου». Ποτέ μου δεν κατάλαβα τι κακό έχουν τα χωροφυλακίστικα παπούτσια.
Και το πουλόβερ το είχε πλέξει η μάνα μου κι ήταν μια χαρά, εκτός που είχε πιει
στο πλύσιμο και με στένευε λίγο, αλλά με ζέσταινε κιόλας. Στο χωριό μου θα
ήμουν μες στη μόδα.
Το Χημείο όπως και
η Νομική ήταν ονόματα κτηρίων και τοπωνύμια και δεν είχαν να κάνουν με μία
συγκεκριμένη σχολή ή επιστήμη. Και τα δύο στέγαζαν φοιτητές πολλών διαφορετικών
τμημάτων. Και τα δύο δεν ήταν συμπαγή κτήρια με ενιαία αρχιτεκτονική και όψη,
αλλά απαρτίζονταν από πολλά διαφορετικά υποκτήρια, προσθήκες διαφορετικών
χρόνων, κομμάτια ετοιμόρροπα και κομμάτια καινούρια, αναπαλαιώσεις και τσόντες
πάνω στο αρχικό κτίσμα που επικοινωνούσαν μεταξύ τους με στενούς διαδρόμους και
σκοτεινές στοές. Σ’ αυτό μου θύμιζαν και τα δύο την αρχιτεκτονική παράδοση στο
χωριό μου, όπου ο καθένας μόλις έπιανε δυο δραχμές στα χέρια του έχτιζε μια
κάμαρα ακόμα, ένα κουζινάκι, μια αποθήκη, ένα στάβλο, και ο πατέρας μου δεν
αποτελούσε φυσικά εξαίρεση.
Είχαν όμως και
διαφορές μεταξύ τους. Το Χημείο ήταν το
κέντρο των θετικών επιστημών και ήταν γεμάτο αγόρια, η Νομική ήταν το κέντρο
των κλασικών σπουδών και ήταν γεμάτη κορίτσια. Ανάμεσά τους έτρεχε ασταμάτητα και
τα χώριζε το ποτάμι της Ιπποκράτους, μονής κατεύθυνσης, που χυνόταν στην
Ακαδημίας ακριβώς μπροστά στη φοιτητική λέσχη και στον κινηματογράφο Ίριδα. Οι
του Χημείου διέσχιζαν πολλές φορές κατά ομάδες το ποτάμι ανηφορίζοντας, για να παρακολουθήσουν μαθήματα στα
αμφιθέατρα της Νομικής ή να ανταμώσουν κορίτσια. Οι της Νομικής σπάνια διέσχιζαν το ποτάμι κατηφορίζοντας και μόνο
κατά μόνας. Και όταν μια ομάδα ξεκίνησε κάποτε από τη Νομική και πήρε τον
κατήφορο, προσπέρασε το Χημείο, σαν ποτάμι φούσκωσε και μάζεψε όλα τα ρυάκια
στο δρόμο του και έφτασε στο Πολυτεχνείο όπου έγινε ο χαμός.
Στο εστιατόριο
της λέσχης και στο σινεμά μαζεύονταν αγόρια και κορίτσια από όλες τις σχολές και
όλα τα τμήματα. Γινόταν πάντα μεγάλη φασαρία. Αντίθετα, στη βιβλιοθήκη της
λέσχης υπήρχε ησυχία απόλυτη. Πήγα μερικές φορές, στις κενές ώρες ανάμεσα στα
μαθήματα, για να διαβάσω μόνος μου και να τις γεμίσω να μην είναι κενές και
άχρηστες, αλλά μόλις καθόμουν στην καρέκλα, το κεφάλι μου βάραινε, τα μάτια μου
έκλειναν και ο ύπνος, λες και φώλιαζε
μέσα στα ράφια, πεταγόταν απ’ τις σελίδες σαν τις νυχτερίδες και με κυρίευε.
Στο δωμάτιό μου διάβαζα καλύτερα. Έτσι σταμάτησα να πηγαίνω στη βιβλιοθήκη.
Πήγαινα όμως στο εστιατόριο και στο σινεμά, ανελλιπώς.
Στη βιβλιοθήκη
δεν πήγαινα, αλλά μου άρεσε να χαζεύω στα βιβλιοπωλεία. Άλλα μαγαζιά δεν
κοιτούσα. Η πραμάτεια τους και οι τιμές τους ήταν απλησίαστες. Στα βιβλιοπωλεία
όμως μπορούσα να περνάω ώρες ξεφυλλίζοντας, χωρίς να με ενοχλεί κανείς. Και
αραιά και πού να αγοράζω και κάνα βιβλίο. Μου φαίνονταν σαν σπηλιές του Αλή
Μπαμπά γεμάτες θησαυρούς. Και σαν τους κλέφτες του, έπρεπε να ξέρεις κάποιο
μαγικό σύνθημα, κάποιο σουσάμι άνοιξε, για να μπεις και να γίνεις αποδεκτός από
το προσωπικό και το κοινό τους. «Αυτό το βιβλιοπωλείο είναι των τροτσκιστών,
εκείνο των μαοϊκών, το άλλο των κουκουέδων, το παράλλο των αναρχοαυτόνομων,
εκεί θα βρεις σπάνια βιβλία από δεύτερο χέρι», μου είπε ένας συμφοιτητής από
μεγαλύτερο έτος πολύ άνετος και
ενημερωμένος, «και αν κατηφορίσεις προς το πολυτεχνείο, σε μια τρύπα θα βρεις
όλη τη φυσική του Μπέρκλεϊ σε καλές τιμές». Υπήρχαν πολλές σπηλιές, κάθε μια με
το δικό της σουσάμι. Σιγά σιγά έμαθα να αναγνωρίζω το σουσάμι της κάθε μιας,
σαν άρωμα που έβγαινε από τα βιβλία στη βιτρίνα της.
Ο ίδιος ο
συμφοιτητής συνέχισε το μάθημα γεωγραφίας. Εκεί μαζεύονται οι Κρητικοί,
παρακάτω οι Ηπειρώτες, πιο πέρα οι Πελοποννήσιοι. Κι άλλες σπηλιές, παντού
σπηλιές. Έτσι κατάλαβα ότι οι συμπατριώτες μου είχαν φτιάξει φωλιά στην
πρωτεύουσα και πού να ψάξω να τους βρω. Μέχρι τότε πίστευα ότι ήμουν ο μόνος
από τα μέρη μας στο λαβύρινθο. Γιατί το κέντρο του κέντρου είχε το σχήμα του
λαβύρινθου. Δηλαδή λαβύρινθο δεν θα την έλεγες, μιλάμε για τρείς δρόμους
Σόλωνος, Ακαδημίας και Ιπποκράτους, μέχρι την Κάνιγγος και την Πατησίων και μια
στενή περιοχή γύρω τους, αλλά αν ήθελες να μπεις και να εξερευνήσεις τις
σπηλιές της με τις στοές και τις διακλαδώσεις τους, τα στέκια σπηλιές, τα
βιβλιοπωλεία σπηλιές, τα καφενεία σπηλιές, τους κινηματογράφους σπηλιές, τότε
ναι, ήσουν χαμένος στο λαβύρινθο.
Μου άρεσε ένα
ήσυχο βιβλιοπωλείο στην όχθη της Ιπποκράτους κοντά στις εκβολές της, στην
καρδιά του κέντρου. Πελάτη σπάνια έβλεπες μέσα. Τα βιβλία στη βιτρίνα του ήταν πολλών ειδών και θεμάτων, από
επιστημονικά μέχρι λογοτεχνικά κι από πολιτικά μέχρι φιλοσοφικά, με άρωμα διακριτικό
και χαμηλόφωνο. Διακριτικός κι ευγενικός ήταν κι ο ιδιοκτήτης του. Συνήθως
καθόταν πίσω από το γραφείο του στο βάθος της σπηλιάς και διάβαζε κάποιο από τα
βιβλία του. Σπάνια θα μου έλεγε λίγα λόγια για μια επιλογή μου. Πολύ
διακριτικά, μόνο για να την επαινέσει και μόνο αν είχε διαβάσει το βιβλίο κι ο
ίδιος.
Μια μέρα
βγαίνοντας έπεσα πάνω στον συμφοιτητή. «Καλά ρε, τι μπαίνεις εκεί μέσα, δεν
ξέρεις ότι το παρακολουθεί η ασφάλεια;» Δεν το ήξερα, γιατί να το παρακολουθεί
η ασφάλεια αυτό ειδικά, μέσα σε τόσες και τόσες σπηλιές. «Γιατί ο βιβλιοπώλης
έχει ένα φάκελο ναααα… και μια καρδιά ακόμα μεγαλύτερη», είπε ο συμφοιτητής
μου. Έτσι έμαθα για τον βιβλιοπώλη τη ζωή, τη δράση και την καρδιά του, τον
βιβλιοπώλη και την Πράξη του. Και συνέχισα να πηγαίνω πού και πού στο
βιβλιοπωλείο. Μόνο που τώρα τον κοίταζα με άλλο μάτι. Πιο διακριτικά και πιο
επίμονα ταυτόχρονα, σαν να έψαχνα να βρω κάποιες απαντήσεις στο πρόσωπό του.
Γιατί κι αυτός ένα χωριατόπαιδο ήταν, ένα χωριατόπαιδο που βρέθηκε στην
πρωτεύουσα για σπουδές σε μιαν άλλη κατοχή.
Έτσι κύλησε το
πρώτο έτος στο πανεπιστήμιο, λίγη φυσική, λίγα μαθηματικά, λίγο σινεμά και
πολλή γεωγραφία εξωσχολική. Τόσο που στις εξετάσεις του Ιουνίου δεν πέρασα ούτε
ένα μάθημα. Το καλοκαίρι κάθισα στην Αθήνα για να διαβάσω και να βγάλω τα
σπασμένα, στην εξεταστική περίοδο του Σεπτέμβρη. Έπιασα εποχική δουλειά σ’ ένα
πολυκατάστημα για να ξαλαφρύνω λίγο τους γονείς μου που όσο κι αν προσπαθούσαν
να το κρύψουν είχαν κουραστεί κι είχαν
αγανακτήσει. Πότε επιτέλους θα άρχιζα να τους δίνω αντί να τους ζητάω; Κι είχαν
και την αδελφή μου που περίμενε και ζητούσε κι αυτή τα δικά της, και με το
δίκιο της. Ούτε καν τους είπα τίποτα για το φιάσκο των εξετάσεων. Περίμενα να
το καλύψω το Σεπτέμβρη κι ούτε γάτος ούτε ζημιά.
Οι σχολές είχαν
κλείσει, οι φοιτητές είχαν σκορπίσει, οι χωριάτες στα χωριά τους και οι
Αθηναίοι σε διακοπές, μέχρι και στο εξωτερικό έφτασαν κάποιοι τυχεροί. Η Αθήνα
έκαιγε. Πιο πολύ κι απ’ τη ζέστη με τσουρούφλιζε η μοναξιά κι εκείνο το
μάγκωμα. Ευτυχώς που υπήρχαν και τα θερινά τα σινεμά, με τη δροσιά, τ’
αγιόκλημα και τα γιασεμιά τους.
Το φθινόπωρο
πέρασα κάποια μαθήματα. Όχι όλα. Ήμουν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Και απορώ
γιατί το λέω έτσι, αφού αυτό τουλάχιστον το είχα μάθει καλά από το πρώτο έτος
στο φυσικό, αφθαρσία δεν υπάρχει. Είναι που η γλώσσα σε παρασύρει όπου θέλει
εκείνη. Και σε προδίνει.
Τότε άρχισαν να
κυκλοφορούν φήμες για κατάργηση της τρίτης εξεταστικής περιόδου. Όποιος δεν
κατάφερνε να καθαρίσει όλα τα μαθήματα στις δύο εξεταστικές θα έχανε το έτος.
Πανικοβλήθηκα. Έβλεπα εφιάλτες. Βρικόλακες με τη μορφή της μάνας και του πατέρα
μου με κυνηγούσαν για να μου πιουν το αίμα.
Τότε άρχισαν και
πιο στενές επαφές ανάμεσα στους συμφοιτητές μου. Τα βλέμματα γίνονταν πιο
ζεστά, τα λόγια πιο συγκεκριμένα και οι χειρονομίες πιο έντονες. Χαρτιά
κυκλοφορούσαν που υπερασπίζονταν με πάθος το δικαίωμά μας στην τρίτη περίοδο, σε
μια ελεύθερη χώρα, σε έναν ηλιόλουστο πλανήτη. Δεν είχα παρά να συνυπογράψω.
Αλλά δίσταζα παρόλο που μ’ έκαιγε η τρίτη περίοδος. Δεν μ’ άφηνε το μάγκωμα.
Και τα χωριάτικα ρητά, την υπογραφή σου και το πουλί σου να προσέχεις πού τα
βάζεις και έξω απ’ το βρακί σου ας είναι κι αδελφή σου. Η ατμόσφαιρα εκτός από
μάγκωμα όμως, μύριζε πια και κάτι άλλο. Κάτι ζυμωνόταν, κάτι έβραζε, κάτι που
σε παράσερνε ήθελες δεν ήθελες, σαν τη γλώσσα.
Τότε ήταν που με
πήρε κι η μάνα μου τηλέφωνο να μου πει ότι μάζεψαν τις ελιές στο λιοΐρι και μου
στέλνει ένα κιούπι γεμάτο για να βγάλω το χειμώνα. Να πάω να το παραλάβω από το
πρακτορείο των λεωφορείων. Και συνέχισε, «είναι και η Δημητρούλα, η κορη του
παπά μας στην Αθήνα. Πέρασε στη φιλολογία. Κοίτα να το βρεις. Και να το
βοηθήσεις, κορίτσι μόνο του, άμα θέλει
κάτι. Είναι σεμνό κορίτσι, σοβαρό και καλόκαρδο. Όχι σαν κάτι άλλες…» και τη
φαντάστηκα να φτύνει στον κόρφο της.
Ζήτημα να την
είχα δει τρεις φορές τη Δημητρούλα. Δεν
είχα καμία όρεξη να κάνω τη νταντά και τον ξεναγό σ’ άλλο ένα βλαχαδερό, μου
έφτανε ο εαυτός μου. Αλλά όταν μιλούσε η μάνα μου, δεν σήκωνε αντιρρήσεις.
Έτσι ανηφόρισα
για άλλη μια φορά στη Νομική και τη συνάντησα. Κι άρχισα τώρα εγώ τα μαθήματα
γεωγραφίας. Την πήγα στο στέκι των συμπατριωτών μας. Και στον κινηματογράφο.
Πήγαμε πολλές φορές στον κινηματογράφο. Μέσα στο σκοτάδι, δίπλα δίπλα, με τους
ηθοποιούς να λένε και να κάνουν αυτά που θέλαμε να πούμε και να κάνουμε εμείς
αλλά δεν βρίσκαμε τις λέξεις και τις κινήσεις, με τα χέρια δεμένα σαν πεινασμένα ζώα έτοιμα να ορμήσουν,
αλλά να μην μπορούν. Κι ήταν και κόρη παπά.
Πήγαμε βόλτες
στα βιβλιοπωλεία, χαζεύοντας τις βιτρίνες, μπουρδελότσαρκες θα τις έλεγαν
κάποιοι συμφοιτητές μου, μιλώντας με άλλες λέξεις στο στόμα, άλλες στο μυαλό, άλλες
στην καρδιά, άλλες στα χέρια. Την πήγα και στο βιβλιοπωλείο της όχθης. Ήθελα να
μου μεταφράσει το λατινικό ρητό που έβλεπα εκεί φαρδύ πλατύ όποτε πήγαινα, αλλά
δεν είχα τολμήσει να ρωτήσω τι σημαίνει. Για να περάσει στη φιλολογία η
Δημητρούλα, κάτι λίγα λατινικούλια έπρεπε να τα ξέρει.
«Φοβού τον
άνθρωπο του ενός βιβλίου», μου έκανε τη μετάφραση, όταν βγήκαμε έξω. Τι σήμαινε
αυτό; Δεν έμοιαζε με σύνθημα, με τα συνθήματα που ήξερα, που όλα συμφωνούσαν
μεταξύ τους, ένας είναι ο εχθρός, άλλο αν διαφωνούσαν στο ποιος ακριβώς, ο
φασισμός, ο ιμπεριαλισμός, ο καπιταλισμός ή ο αναθεωρητισμός. Το συζητούσαμε με
τη Δημητρούλα και προβληματιζόμασταν. Και είχαμε πολλές απορίες. Κι εγώ
σκέφτηκα ότι ήταν μια καλή ταμπέλα για βιβλιοπωλείο, σαν αυτές που είχαν τα
μπακάλικα, «ο πωλών τοις μετρητοίς και ο πωλών επί πιστώσει», γιατί αν όλοι δεν αγοράζουν παρά μόνον ένα
βιβλίο τι θα γίνονταν οι βιβλιοπώλες, κλέφτες; Αλλά δεν το είπα, γιατί μου
φάνηκε πολύ χωριάτικο.
Ξαναπήγαμε στο
βιβλιοπωλείο αναζητώντας ένα βιβλίο για το οποίο γινόταν πολύ κουβέντα, ότι
ήταν πνευματώδες και μοντέρνο και απελευθερωμένο, ότι πιο αντίθετο από
χωριάτικο δηλαδή. Όλα όσα θέλετε να μάθετε γύρω από το σεξ και φοβάστε να
ρωτήσετε, το έλεγαν. Είχαμε δει και μια ταινία στο σινεμά, του Γούντι Άλεν, με
τον ίδιο τίτλο περίπου, και ο Γούντι Άλεν ένα χωριατόπαιδο μας είχε φανεί, ένα
αστείο κομπλεξικό χωριατόπαιδο και πολύ γελάσαμε μαζί του και μαζί μας, αλλά
δεν μάθαμε τίποτα σχετικό με τον τίτλο.
Όταν πήγα στο
γραφειάκι του να πληρώσω, ο βιβλιοπώλης σήκωσε το κεφάλι του από αυτό που
διάβαζε και με κοίταξε από την κορφή ως τα νύχια. Κοίταξε και τη Δημητρούλα που έκανε ότι
κοίταζε τα βιβλία στο ράφι λίγο παραδίπλα. Ποτέ δεν την είχα ξαναδεί τόσο
κόκκινη. «Τι το θέλετε αυτό το βιβλίο;» είπε. Σκέφτηκα ότι διαφωνεί με την
επιλογή μου για κάποιους αόριστους ιδεολογικούς ή ηθικούς λόγους και ταυτόχρονα
πάει κόντρα στο «συφέρο» του και με ένα νεύμα του κεφαλιού και μια δειλή χειρονομία του έδειξα την
ταμπέλα του, τη δική του την ταμπέλα που διαφήμιζε τα πολλά βιβλία, όσο
περισσότερα τόσο το καλύτερο. Εκείνος χαμογέλασε με τα μάτια, στρογγυλεύοντάς
τα και με το στόμα επιμηκύνοντάς το. «Για κάποια πράγματα δεν χρειάζεται κανένα
βιβλίο» είπε, «για τα πράγματα της ζωής. Ξέρουν τα κορμιά από μόνα τους. Είναι
ένα δασάκι στην Καισαριανή, ό,τι πρέπει».
Είχα μείνει
αποσβολωμένος και δεν τολμούσα να κοιτάξω την κόρη του παπά μας. Δεν ακούσαμε
τις συμβουλές του. Πήραμε το βιβλίο, είχαμε εκτεθεί πολύ για να κάνουμε πίσω.
Και δεν πήγαμε στο δασάκι της Καισαριανής. Το ίδιο βράδυ όμως δώσαμε ραντεβού
στο άλσος του Πεδίου του Άρεως, σ’ ένα ερημικό παγκάκι. Μας έπεφτε πιο κοντά
από την Καισαριανή. Και συνεχίσαμε τα μαθήματα γεωγραφίας, αλλά αυτή τη φορά με
ιδιαίτερη έμφαση στα πράσινα σημεία, δασάκια πάρκα και αλσύλλια, που επειδή στο
κέντρο του κέντρου ήταν ελάχιστα έως ανύπαρκτα, αρχίσαμε όλο και να
ξεμακραίνουμε στα περίχωρα, μέχρι τη θάλασσα φτάσαμε. Όσο για εκείνο το βιβλίο
δεν το ξεφύλλισα ποτέ και έτσι δεν μπορώ να πω τη γνώμη μου. Και όσο κι αν
στύβω το κεφάλι μου δεν μπορώ να θυμηθώ τι απέγινε.
Μετά από χρόνια,
Ιούλιο μήνα κάναμε διακοπές σ’ ένα Κυκλαδονήσι. Σε μια έρημη παραλία απ’ αυτές που λες, αν ο
Παράδεισος υπάρχει και είναι νησί, έτσι πρέπει να είναι οι ακτές του. Μόνο άλλο
ένα ζευγάρι ήταν εκεί. Μια νέα κοπέλα κι ένας ηλικιωμένος άντρας. Ο άντρας
έκανε γυμναστική. Μια περίεργη γυμναστική, κινέζικη, γιαπωνέζικη, δεν ξέρω τι,
που έμοιαζε με προθέρμανση για μπαλέτο. Πότε σήκωνε το πόδι ψηλά πάνω από το
κεφάλι κι έμενε εκεί, πότε λύγιζε το κορμί του και έσκυβε και το περνούσε κάτω από τα πόδια του.
Έπαιρνε στάσεις που θύμιζαν πότε πουλί,
πότε άγριο ζώο, πότε δέντρο. Είχα χαζέψει.
Η Δήμητρα με
σκούντησε, «φιγούρες», είπε, «κάνει τη φιγούρα του στη νεαρή. Έτσι είναι, άμα
θες φρέσκο κρέας ενώ εσύ παλιώνεις, πρέπει
να αποδεικνύεις ότι έχεις δόντια να το μασήσεις» και στα λόγια της
υπήρχε κάτι σαν απειλή, και κάτι… χωριάτικο. Κοίταξα καλύτερα προς τα κει και
αναγνώρισα τον βιβλιοπώλη, λουσμένο στο φως. Την ίδια στιγμή τον αναγνώρισε και η Δήμητρα.
«Για δες εκεί, ο βιβλιοπώλης μας», είπε. «Τι ωραίος άντρας! Και κρατιέται πολύ
καλά για την ηλικία του. Φοβερή φόρμα. Δεν σου φαίνεται έτοιμος για την επόμενη
Πράξη; Σαν έτοιμος από καιρό…» Η φωνή της είχε αλλάξει. Στα λόγια της τώρα
ακουγόταν μια νοσταλγία σχεδόν οδυνηρή.
Ομολογώ ότι
ζήλεψα πολύ. Πήρα μια βαθιά ανάσα κι άφησα τη θαλασσινή αύρα να καθαρίσει τα
πνευμόνια μου, από κάθε τι χωριάτικο. Σκέφτηκα να πάω να τον χαιρετίσω, να
υποβάλω τα σέβη μου, αλλά δεν το έκανα, το θεώρησα ιεροσυλία Εξάλλου πάει
καιρός που ξέρω καλά ότι δεν υπάρχουν αισθήματα και ιδέες και χαρακτήρες
αποκλειστικότητες του χωριού ή της πόλης. Όλοι για έναν και ένας για όλους που
έλεγαν και οι τρεις σωματοφύλακες. Έμεινα στη θέση μου να κοιτάω και να
απολαμβάνω. Έμεινε μόνο ο σεβασμός και… η αγάπη.
Ήρθε κι ο
μεγάλος κι έπεσε στην αγκαλιά μου κι
άρπαξε με τα χέρια του τα μάγουλά μου κι έστρεψε το κεφάλι μου κατά κει, όπως
κάνει συνήθως όταν θέλει να προσέξω κάτι που του έκανε αυτού εντύπωση. «Κοίτα»,
είπε, «αυτός ο γέρος χορεύει». Τον έσφιξα στην αγκαλιά μου. «Πάντα χόρευε. Και
δεν είναι γέρος, είναι ο… εαυτός του».
Ήθελα να του πω
κι άλλα, μια ιστορία για μια σημαία και μια άλλη σημαία, τι σήμαινε η μια και
τι σήμαινε η άλλη, αλλά αυτός είχε φύγει κιόλας από την αγκαλιά μου και έτρεχε
στον αδελφό του. Έπαιζαν βαρελάκια στην άμμο. Κυλιόντουσαν στην άμμο μέχρι που οι κόκκοι της, σαν το σουσάμι,
κάλυπταν κάθε πόρο στα κορμιά τους και τα έκαναν να μοιάζουν με πήλινα και
κουτρουβαλώντας έπεφταν στη θάλασσα όπου ξεπλένονταν και τίναζαν από πάνω τους
το σουσάμι, βγάζοντας κραυγές θριάμβου.
Η μάνα τους τούς φώναζε «βάλτε τα καπέλα σας, θα σας κάψει ο ήλιος».
Χώμα, νερό και
φωτιά. Και φως, πολύ φως. Τα υλικά της δημιουργίας ήταν εκεί μπροστά μας. Οι
Ίωνες, οι πρώτοι φυσικοί φιλόσοφοι δεν χρειάστηκαν τίποτα άλλο για να
δημιουργήσουν τον κόσμο. Γιατί οι δικές τους σκέψεις ήταν πράξεις δημιουργίας.
Χώμα νερό και φωτιά και δίπλα ο άνθρωπος των πολλών βιβλίων, ή του κανενός
βιβλίου, όταν πρόκειται για τα ζητήματα της
ζωής. Μ’ αυτά και μόνο φτιάχνεται ο κόσμος κι ο άνθρωπος.
Είπα να τους
φωνάξω και να τους μιλήσω για τους Ίωνες. Να τους μιλήσω και για τον βιβλιοπώλη
των πολλών βιβλίων και της Πράξης και για το πώς σχετίζεται κατά κάποιον τρόπο με
την ύπαρξή τους, δεν το έκανα όμως. Το θεώρησα ιεροσυλία να τους διακόψω την
ώρα που πιάναν τη ζωή με τα χέρια τους και με όλους τους πόρους του κορμιού
τους.
Αντί γι αυτό
γύρισα στη Δήμητρα. «Αλήθεια, εκείνο το βιβλίο υπάρχει ακόμα; Ξέρεις πού
βρίσκεται; Εσύ τουλάχιστον το διάβασες; Έμαθες τίποτα;». Η Δήμητρα έβαλε τα
γέλια. Άρχισε να γελάει με κείνο το γέλιο της, το τόσο… Που έδιωχνε το μάγκωμα.
Μ’ εκείνο το γέλιο της που με έκανε να την αγαπήσω.
ΥΓ1. Τον καιρό
της δικτατορίας ο Μανόλης Γλέζος είχε ένα βιβλιοπωλείο επί της Ιπποκράτους,
κοντά στην Ακαδημίας.
ΥΓ2. Το διήγημα
αυτό είναι μέρος μιας ανέκδοτης συλλογής διηγημάτων με τίτλο «Βιβλιοθήκες».
Η
Αρετή Πάνου γεννήθηκε στην Αθήνα και ζει στο Γραμματικό. Σπούδασε Φυσική στο
Πανεπιστήμιο της Αθήνας και εργάστηκε πολλά χρόνια στη Διεύθυνση Πληροφορικής
της Αγροτικής Τράπεζας, που δεν υπάρχει πια.
Από τη φύση της αναγνώστης, πέρασε στο γράψιμο από αγάπη. Έχει εκδώσει
δύο συλλογές διηγημάτων: «Μήτρα με αγκάθια» (εκδόσεις Λαγουδέρα, 2010) και
«Κωμικοτραγική» (εκδόσεις Carpe Librum).
Υποβάλλω τα σέβη μου. Μου άρεσε πολύ το διήγημα Αρετή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑρετή, απλά υπέροχο. Συγχαρητήρια, το κείμενο ρέει, οι εικόνες έντονες, τα νοήματα πίσω απ᾽αυτές, οι αναμνήσεις που ξαναγεννιούνται. Ανυπομονώ να διαβάσω όλη τη συλλογή. Καλή συνέχεια.
ΑπάντησηΔιαγραφή