Τα σπλάχνα
Νίκος Ξένιος
εκδόσεις Κριτική
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/13354-ta-splahna
https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/13354-ta-splahna
Οι στίχοι
του Μπωντλαίρ προλογίζουν τη νέα ιστορία του Νίκου Ξένιου εστιάζοντας στη λέξη
του τίτλου:
Α, εσύ γενιά που βαστάς από τον Κάιν!
Ουρλιάζουν τα σπλάχνα σου την πείνα, όπως το γέρικο σκυλί! (Σαρλ Μπωντλαίρ, απόδοση: Νίκος
Ξένιος).
Πρόκειται
για μια ιστορία που τα χρονικά της πλαίσια εκτείνονται από τον μεσοπόλεμο (με
αφετηρία την πυρκαγιά που ξέσπασε στην εβραϊκή συνοικία Κάμπελ, στη Θεσσαλονίκη
του 1931) ως τις αρχές του 21ου αιώνα. Ως κεντρικό της πρόσωπο έχει
τον καθηγητή Άλκη Δομέστικο, μια μυθιστορηματική φιγούρα κατασκευασμένη
αριστοτεχνικά από τον συγγραφέα στην πάντοτε ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα βάση του
αρνητικού ήρωα, που κατορθώνει όμως να συγκινήσει τον αναγνώστη και να τον
οδηγήσει σε ακόμη πιο ενδιαφέρουσες σκέψεις.
Ο ήρωας του
Ξένιου αποκτά σταδιακά μια προσωπικότητα που πασχίζει να βρει την καταξίωσή της
μέσα σ’ έναν κόσμο έντονων μεταβολών. Ενώ διαθέτει τα προσόντα να εξελιχθεί σε
μια θετική περσόνα, τον βλέπουμε διαρκώς να επιθυμεί τη μεταμόρφωσή του σε κάτι
που είτε δεν του ταιριάζει είτε δεν του χαρίζεται. Πώς θα μπορούσε, για
παράδειγμα, ένας μικροαστός να
μεταπηδήσει –μόνο και μόνο επειδή το επιθυμεί, χωρίς να έχει τις προδιαγραφές– σε
ένα ανώτερο ταξικό επίπεδο; Ή πώς να πείσει τους ανθρώπους που συναναστρέφεται
πως είναι διαφορετικός από αυτό που δείχνει; Το αίσθημα του ανικανοποίητου τον
διαπερνά. Τον ιδιόμορφο ψυχισμό του συμπληρώνουν τα τραύματα που φέρει μέσα του
από την παιδική του ηλικία, έτσι όπως
διηθημένα ως πάθος και πένθος στο παρόν του είναι ικανά να του δώσουν
στρεβλωτικές εικόνες της πραγματικότητας. Πιστεύω πως εδώ εστιάζεται και ο
κύριος προβληματισμός του
μυθιστορήματος. Πώς διαμορφώνεται βήμα βήμα (το βιβλίο κατηγοριοποιείται ως Bildungsroman, μυθιστόρημα διάπλασης) μια προσωπικότητα που τη διακρίνει η
ολοκληρωτική ιδεολογία, ο ρατσισμός, η έντονη αντιπάθεια απέναντι σε όποιον
διαχωρίζεται από την πειθαρχημένη μάζα και διεκδικεί τη διαφορετικότητά του;
Υπάρχει κάποιο στοιχείο εγγενές στη φύση του ανθρώπου που τον κατευθύνει κάτω
από ικανές συνθήκες προς την οικειοποίηση του Κακού ή και στη διάπραξη απεχθών
πράξεων; Ή είναι η ιστορία που με τις δικές της επιλογές τον τροφοδοτεί με
γεγονότα καθοριστικά για τη ζωή του εντάσσοντάς τον μέσα σε ήδη διαμορφωμένες ομάδες;
Πόσο δυνατός είναι αυτός, ως μονάδα, να υπερκεράσει την ομαδοποίηση, να
αντισταθεί στον καταπιεστικό έλεγχο πάνω στη ζωή του; Το ερώτημα θα μπορούσε να
είναι και καφκικό, στον βαθμό που είναι αυτός σε θέση να κατανοήσει τη δύναμη
του χώρου που τον περιβάλλει και κατόπιν να εκτιμήσει την προσωπική του
δυνατότητα να αντιπαρατεθεί μαζί του. Εν προκειμένω δημιουργείται ο συνειρμός
με την άποψη της Hannah Arendt για την «κοινοτοπία
του Κακού». Αν τρομακτική φαντάζει η σκέψη ένας τύπος, όπως ο ήρωας του βιβλίου,
να είναι απλώς ένας «φυσιολογικός» άνθρωπος, όπως πιστεύουμε ότι είμαστε όλοι
εμείς, ας συνυπολογίσουμε ως αντίστιξη τον τρόπο που ο καθένας ερμηνεύει την
πραγματικότητα – τον τρόπο που παρεμβαίνουμε εμείς στην ιστορία, τη δική μας προβολή πάνω στα
γεγονότα, που πηγάζει από την ικανότητα μιας ερμηνείας χωρίς παραμορφωτικούς
καθρέφτες.
Πόσο
φυσιολογικός, όμως, αισθάνεται ο Άλκης Δομέστικος; Πώς διαμορφώνει στη σκέψη
του την έννοια του «κανονικού»;
Ο μικρόκοσμός μου –ένα συγκεχυμένο
σύμπαν από επιθυμίες, εικόνες αποσπασματικές του παρελθόντος και εκλάμψεις
προφητικές του μέλλοντος– απέβαλλε σαν ξένα στοιχεία τις παραστάσεις ενός
κόσμου που πίστευε σε διαφορετικά πράγματα, που είχε διαφορετικές συνήθειες και
που υπέσκαπτε, τρόπον τινά, το οικοδόμημα «κανονικής ζωής» που είχα στον νου
μου.
Πόσο ικανός
είναι να διακρίνει τη διαφορά ανάμεσα στο κακό και στο καλό, να νιώσει πως αργά
και σταθερά μετατρέπεται σε οπαδό ενός φασιστικού καθεστώτος μέσα από τα
προπαγανδιστικά έντυπα (Νεολαία, Ιματιοθήκη του Μαθητού), την ένταξή του
στην Ε.Ο.Ν., την κρυφή χαρά του μπροστά στην καταστροφή των Εβραίων
συμπατριωτών του στη Θεσσαλονίκη; Η
διάθεσή του να οικειοποιηθεί μια ακραία συμπεριφορά, να ενταχθεί
αυθαίρετα σε σκοτεινό χώρο, μπορεί να
συνιστά τον «κοινό τόπο»;
Στο μισοσκόταδο αυτού του άδειου
σπιτιού δοκίμασα τη γεύση μιας περίεργης κατάκτησης, σαν να βρισκόμουν σε μια
χώρα όπου ο κατακτητής ήμουν εγώ.
Στη θέα της γερμανικής στρατιωτικής μηχανής,
θαμπωμένος από το μέγεθος σκέφτεται πως αυτού του είδους η δύναμη είναι η μόνη
που του αρμόζει – τόσο ταιριαστή με τις αρχές της μεταξικής προπαγάνδας: «πειθαρχία,
υγεία, ανδρισμός, βιαιότητα, υποταγή». Ιδεολογία ικανή να τον θρέψει, να τον
στηρίξει απέναντι σε όλους τους άλλους καθιστώντας τον αυτάρκη, στεγνό όμως από
αισθήματα και ηθικές αναστολές, και
αναπόφευκτα μόνο. Ο κόσμος γίνεται γι’
αυτόν αντικείμενο παρατήρησης, στην ουσία ένα άβατον, στο οποίο δεν μπορεί να
μετέχει παρά μόνον ως ακραία συμπεριφορά. Ζει αλλά ταυτόχρονα δεν βιώνει όσα σημαντικά
συντελούνται γύρω του – παράδειγμα τον Μάη του ’68 στο Παρίσι ή τη δικτατορία του ’67 στην Ελλάδα. Δεν είναι
αδιάφορος, είναι συνειδητά ταγμένος στην άλλη όχθη. Κατανοεί τη μοναχική
προσωπική δράση ως μοχλό αλλαγής μιας πραγματικότητας, που πάλι εμπεριέχει τον
ίδιο ως μόνη παρουσία, χωρίς ως επακόλουθο να
μπορεί να δώσει στον εαυτό του τη γαλήνη και την ισορροπία μιας
οικογενειακής ζωής· προβληματική θα αποβεί έτσι η σχέση του με τη Χρύσα, τη
γυναίκα του, και τον γιο του. Η πραγματικότητα περνάει μέσα από τη στρεβλή
οπτική του κι έτσι η δική του κανονικότητα από τη μια αρνείται όσα τον ενώνουν
με τους άλλους αλλά είναι και απορριπτική για ό,τι διαφορετικό· αναπόφευκτα τα
γεγονότα μεταλλάσσονται στα αντίθετά τους.
Ήταν ένα παιχνίδι της φαντασίας του
αυτό, να περιγελά ως εξωφρενικό αυτό με το οποίο φυσικά και αβίαστα είχαν
μεγαλώσει όλοι της γενιάς του, μορφωμένοι και αμόρφωτοι, διαβασμένοι και
αδιάβαστοι.
Ο Νίκος
Ξένιος χρησιμοποιεί με άνεση τις αφηγηματικές τεχνικές, κυρίως την εναλλαγή των
προσώπων που αφηγούνται (πρωτοπρόσωπη αφήγηση μέσα από τις ημερολογιακές
καταγραφές του ήρωα και την αφήγηση της
Ευθαλίας –μιας ιδιαίτερα ενδιαφέρουσας
λογοτεχνικής φιγούρας– αλλά και τριτοπρόσωπη του παντογνώστη αφηγητή), για να αποδώσει την εικόνα του ήρωά του
πληρέστερη. Παράλληλα άψογα λειτουργεί η χρήση των χρονικών επιπέδων, όπως το
παρελθόν διεισδύει στο παρόν για να θυμίσει, να ερμηνεύσει και τελικά
ευρηματικά στο τέλος να δώσει τη λύση του δράματος. Με τη στάση που κρατά
απέναντι στον ήρωα που επινόησε δημιουργεί κατά τόπους ένα ευφυές τέχνασμα
γραφής, που καταργεί το λογοτεχνικό σκηνικό και αποκαλύπτει τον συγγραφέα και
τον ρόλο του πίσω από την ιστορία: εύστοχες παρεμβάσεις του και αυτοσχόλια ή
σχόλια που απευθύνονται τον αναγνώστη και τοποθετούν τον δημιουργό της ιστορίας
ανάμεσα στον λογοτεχνικό ήρωα και στον αποδέκτη του. Έτσι, διατυπώνει καθαρά τη
στάση του απέναντι στον αμφιλεγόμενο (και δύσκολο στη λογοτεχνική του
κατασκευή) ήρωα:
Θα πρέπει να δεις τα πράγματα από
απόσταση. Να αφουγκραστείς την οπτική των ανθρώπων που τον περιβάλλουν, των
ανθρώπων που τον αγαπούν και αυτών που τον μισούν, ώστε να έχεις σφαιρική
αντίληψη. Όποιος το αμφισβητεί αυτό, μεροληπτεί υπέρ του λογοτεχνικού ήρωα, σαν
συγγραφέας που έχει προσωπική σχέση με τον επινοημένο ήρωά του και έχει
συμφέρον να τον κολακεύει και να τον εξιδανικεύει, σαν να ήταν αληθινός. Όπως
αντιλαμβάνεστε, όμως, δεν συμβαίνει στην περίπτωσή μας.
Ποιο θα
μπορούσε να είναι το τέλος ενός τέτοιου ανθρώπου; Ο Ξένιος επέλεξε για τον Άλκη
Δομέστικο την ακραία, όπως ήταν αναμενόμενο, έξοδο, προετοιμασμένη δραματουργικά από τη αρχή του βιβλίου με τον
μικρό παλιάτσο που από μικρό παιδί τον στοίχειωνε, καθώς ισορροπούσε σε τεντωμένο σχοινί, μόνιμα
ταλαντευόταν ίδιο βουβό ανδρείκελο, και χοροπηδούσε σαν τρελός πάνω από το χάος που έχασκε να τον
καταπιεί.
Τα Σπλάχνα
είναι ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα που ανατέμνει τη διαδικασία μέσα από την
οποία κάποιος ασπάζεται την ακραία ολοκληρωτική ιδεολογία, διαμορφώνει τη ζωή
του σύμφωνα με τις επιταγές της, αδυνατώντας στην ουσία να προσφέρει την
ελάχιστη έστω χαρά στον εαυτό του – ο ήρωας είναι ένας άνθρωπος που δεν γελά.
Για να το κάνει αυτό φτάνει βαθιά μέσα στα «σπλάχνα» της προσωπικότητας του
ήρωα και παράλληλα διαλεκτικά στα «σπλάχνα» της πιο σκοτεινής, ζοφερής
ιδεολογικής κατασκευής. Στο τέλος της ιστορίας και λίγο πριν από το
αποκαλυπτικό τέλος, τα Σπλάχνα παίρνουν τη μορφή της θεματικής ενότητας μιας
έκθεσης ζωγραφικής στο Βερολίνο – έτσι ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει σε
διάφορα επίπεδα της πλοκής, που συνδέονται μέσω της πολύ προσεκτικής γραφής σε
ένα ενιαίο σύνολο συνιστώντας μια πολύ ενδιαφέρουσα εκδοχή γραφής
μυθιστορήματος.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου