Ο Φταίχτης
μυθιστόρημα
Εύα Μ. Μαθιουδάκη –
Κωστής Σχιζάκης
εκδόσεις Καστανιώτη
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
https://www.fractalart.gr/o-ftaichtis/
μια τραγική βεβιασμένη κανονικότητα
Δεν
συναντάμε συχνά την από κοινού συγγραφή, την απομάκρυνση ενδεχομένως από μια
διακριτή (και αναπόφευκτα αλαζονική) μοναδική παρουσία και προσωπική προβολή,
προκειμένου να επιτευχθεί η διττή οπτική πάνω στο θέμα ενός βιβλίου. Ενδιαφέρουσα επομένως η σύμπραξη των δύο,
προκειμένου να προκύψει η από κοινού γραφή του μυθιστορήματος. Και εύστοχο
εγχείρημα, όταν δεν μπορείς να διακρίνεις τις διαφορές στο ύφος του ενός και
του άλλου αλλά διαβάζεις το ενιαίο αποτέλεσμα, χωρίς «ραφές», χωρίς χάσματα. Μία
πιο λυρική εκδοχή της γραφής σε μερικά σημεία ή μια πιο στιβαρή γλώσσα σε άλλα,
μπορεί να προδίδει τη διπλή επεξεργασία του κειμένου, ωστόσο δεν συνιστά από
μόνο του στοιχείο διάκρισης. Η Εύα Μαθιουδάκη και ο Κωστής Σχιζάκης, ξεκινώντας
από άλλη αφετηρία ο καθένας και έχοντας ως τώρα δώσει διαφορετικά δείγματα
γραφής, κατόρθωσαν να συγκλίνουν θεματικά, εκφραστικά αλλά και ως προς το
ιδεολογικό υπόβαθρο που υποστηρίζει την πλοκή της ιστορίας τους. Και αυτό δεν είναι μικρό πράγμα.
Ο
Παναγιώτης, ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, αρνείται με κάθε τρόπο να
ενταχθεί στο σκηνικό που έχουν δρομολογήσει γι’ αυτόν οι οικογενειακές αλλά και
οι κοινωνικές συνθήκες. Τον παρακολουθούμε από το 1969, που η οικογένειά του (η
μητέρα με τα τέσσερα παιδιά χωρίς την πατρική κεφαλή) θα κατηφορίσουν από την
Ευρυτανία στο άστυ, στη μικροαστική
Αθήνα, που όλα μοιάζει να τα επιτρέπει (αλλά όχι για όλους), φαίνεται ωστόσο
ικανή να δημιουργήσει το απαραίτητο όνειρο ζωής στα στερημένα από ελπίδα άτομα.
Θα τον δούμε σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 ως την καθοριστική, γι’
αυτόν και τα υπόλοιπα πρόσωπα της ιστορίας, αυγή του 1982. Ένα χρονικό πλαίσιο
ικανό για να ξετυλιχθεί το νήμα της ιστορίας, να διαγραφούν οι χαρακτήρες των
κύριων και των δευτερευόντων προσώπων – ομόκεντροι κύκλοι όλοι γύρω από τον
Παναγιώτη, που εξελίσσεται σταδιακά σε τραγική φιγούρα. Η «ωραία Ελένη», η μητέρα,
μια γυναικεία φιγούρα πολυσήμαντη, η μικρή κόρη, η Μαρία, ανίδεη για την
πραγματική της καταγωγή, ο Σωτήρης, ο αδελφός που από μόνος του θα συνιστούσε
κεντρικό ήρωα μιας άλλης ιστορίας, ο μικρός Κωστής, πολύ μικρός για να
αντιλαμβάνεται τη δική του μοναξιά που απειλητικά έρχεται με τη δράση του
Παναγιώτη. Τα υπόλοιπα πρόσωπα, το καθένα με το βάρος που του αναλογεί,
καθοριστικά για τα μέλη της οικογένειας – κυρίως για τον Παναγιώτη που θα
αναλάβει να αποκωδικοποιήσει συμπεριφορές, να ανακαλύψει κρυμμένα μυστικά και
τελικά να ξεκαθαρίσει σύμφωνα με τη δική του αντιληπτική ικανότητα το τοπίο.
Και αν οι
υπόλοιποι ήρωες επηρεάζονται από αυτόν (ως παρουσία αλλά και ως απουσία), το
ενδιαφέρον της ιστορίας (υπογραμμισμένο εύστοχα από τον λιτό τίτλο) εστιάζεται
στους παράγοντες που επιδρούν πάνω σ’ αυτόν και καθορίζουν τη δράση του – στο
επίκεντρο της πλοκής και στο μέσο των δραματικών εξελίξεων. Κάτω από αυτή τη
λογική, ο Παναγιώτης μοιάζει να χρεώνεται τα λάθη όλων, να ξεχωρίζει για τη
συχνά ανθρωποδιωκτική του στάση, να είναι τελικά ο μοναδικός φταίχτης για όσα θα
συμβούν στην οικογένεια.
Το μίσος
προς τη μητέρα (σοφά ως προϊδεασμός από την αρχή της ιστορίας που σταδιακά
προοικονομεί το τέλος) δεν είναι αρκετό για να θεωρηθεί το μόνο αίτιο της
συμπεριφοράς του Παναγιώτη.
«Θα σας γαμήσω, παλιόσκυλα, θα μάθετε
ποιος είναι ο Παναγιώτης του Σπανού!»
Εκεί που δεν κρατιότανε πια να τους
βλέπει ως άλλη Αγία Οικογένεια σε μια βεβιασμένη κανονικότητα, ακούστηκε στο
βάθος της ταβέρνας μια μουσική από μακριά, καραβάνι με καμήλες. Ταράχτηκε, για
πρώτη φορά άκουσε τραγούδια που λες και τα ’χαν γράψει για εκείνον, τραγούδια
πονεμένα, και έμεινε εκεί, μακριά από τους δικούς του, να τ’ ακούει
αποσβολωμένος. Γιατρικό που πήγαινε πιο βαθιά από το τσιγάρο, που σε ταξίδευε
πιο πολύ από τη γυναίκα. Μουσική και τραγούδι. «Όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να
καίνε…» (σελ.20)
Η πρόκληση, ωστόσο, της επιλογής του τίτλου
καθιστά τον αναγνώστη ιδιότυπο ερευνητή του κρυφού σκηνικού, που πίσω από το
θεατό πλαίσιο της ιστορίας υπάρχει και δουλεύει αδιάκοπα για τη δημιουργία του
αποσυνάγωγου και εκδικητικού ήρωα. Αρωγός στην αναγνωστική αυτή εισχώρηση
έρχεται η αφηγηματική τεχνική των δύο συγγραφέων ως προς τη διαχείριση του
χρόνου. Το πρωθύστερο σχήμα, η καταστρατήγηση της ευθείας, γραμμικής χρονικής
πορείας, καθιστούν πιο εύκολα διακριτές τις αιτίες – γιατί εδώ ψάχνουμε το πώς
και το γιατί μιας συμπεριφοράς, μιας έκκεντρης παρουσίας, συχνά αποσυνάγωγης,
και ο φταίχτης δεν θα μπορούσε να εντοπιστεί
μονοσήμαντα, σε μία μόνο δεδομένη χρονική στιγμή. Απαιτείται η αναζήτηση
σε παλαιότερα γεγονότα, η διήθηση του παρελθόντος στο παρόν, η εκ νέου
μετάλλαξή του μέσα από νέες συνθήκες και νέες οπτικές. Μια ανατομία της
δεκαετίας του ’70, ένα ψυχοδιάγραμμα ταυτόχρονα των ατόμων με τον ιδιαίτερο,
πολύπλοκο ψυχισμό. Στην ουσία πρόκειται
για μια πολυπρισματική αφήγηση, που εστιάζει διαδοχικά σε όλα τα πρόσωπα, μια
ταλαντούχα γραφή, που επιτρέπει να
συλλάβουμε τη συνολική εικόνα των κοινωνικών δεδομένων, των πολιτικών
προεκτάσεων, και κυρίως να διεισδύσουμε στο δράμα των εγκλωβισμένων ατόμων στα
γρανάζια ενός παιχνιδιού που δεν το ορίζουν. Νομίζω, επομένως, πως
δικαιολογημένα μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την ιστορία τραγική με την
αρχαιοτυπική έννοια του όρου, καθώς μοιάζει τα πρόσωπα να είναι προκαθορισμένα
και ετεροκατευθυνόμενα όχι κατ’ ανάγκη από μια θεϊκή παρέμβαση που καταργεί την
ελεύθερη βούλησή τους, αλλά από τη «μοίρα» που με τη μορφή των κοινωνικών
δεσμεύσεων και των πολιτικών επιλογών θέτει τα πλαίσια των κινήσεών τους και
καθορίζει το απώτατο σημείο στο οποίο μπορούν να εκτείνουν τη δράση τους.
Οριακή η δεκαετία του ’70; Δύσκολη στη μικροπρέπειά της η ελληνική επαρχία;
Σκληρή η ζωή στη μικροαστική Αθήνα;
Ο μικρός Ρεμί, ο Ρεμί με το μπογαλάκι
του στο δρόμο… Μα κάπως έτσι δεν είχαν έρθει κι αυτά από το Μεγάλο Χωριό στο
μεγαλύτερο, στην Αθήνα; Για δες ομοιότητες! (σελ. 112)
Ποια η
δυνατότητα των ατόμων να υπερκεράσουν τα εμπόδια; Πολύ περισσότερο, όταν τα
ίδια φέρουν το άχθος μιας βασανισμένης ζωής ή μιας πολύπλοκης ψυχοπαθολογικής
ιδιοσυγκρασίας. Εκτός αν (εδώ η συγγραφική επινόηση το επιτρέπει) κάποια στιγμή αποφασίσουν να
πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους, με όποιο κόστος για τη ζωή τους, ωστόσο με
την αίσθηση πως απέδωσαν τη δική τους δικαιοσύνη. Ποιος όμως να τους κρίνει;
Ποιος να κρίνει την πράξη του ήρωα στο τελευταίο κεφάλαιο; Ο Παναγιώτης με τη
«ρομφαία» της δικαιοσύνης θα οδηγήσει τους «υβριστές» στο ενδεδειγμένο κατ’
αυτόν τέλος, όταν βρει το δικό του απώτατο όριο να συναντά αντιμετρικά την
ειρωνεία της πολύχρωμης ευχής στη βιτρίνα του πολυκαταστήματος: ΑΙΣΙΟ ΚΑΙ
ΕΥΤΥΧΕΣ ΤΟ ΝΕΟ ΕΤΟΣ 1982. Είναι η στιγμή που η κατασκευασμένη κανονικότητα του
γύρω χώρου συγκρούεται με την εσωτερική του αταξία· το τραγικό είναι πως η
αταξία αυτή είναι απολύτως αληθινή. Οδεύει έτσι προς τη δική του Έξοδο
συμπαρασύροντας μαζί όσους αυτός θεωρεί φταίχτες. Συνιστά, όμως, αυτό το τέλος
και την αναμενόμενη «κάθαρση» του αναγνώστη από τα δεινά, δηλαδή τον «έλεον»
και τον «φόβον» (κατά το αρχαιοτυπικό της αριστοτέλειας ανάλυσης του τραγικού
«δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν»);
Η ιστορία
του Φταίχτη στην ουσία δεν έχει τέλος. Ο αναγνώστης συνεκτιμώντας όλα τα
στοιχεία, όπως του δόθηκαν στη διάρκεια της πλοκής, θα αποφασίσει για τον
φταίχτη ή τους φταίχτες, για πρόσωπα και καταστάσεις. Στην ιστορία αυτή, που
αποδεικνύεται απολύτως πιστή στην αρχή της διαλεκτικής, τίποτα δεν μπορεί να
θεωρηθεί από μόνο του ικανό να οδηγήσει σε καθοριστικές εξελίξεις και να
διαμορφώσει μια στεγανή από επιδράσεις πορεία. Όλα είναι συνδεδεμένα σε άρρηκτη
σχέση αλληλεπίδρασης. Έτσι, αναλόγως της οπτικής του κάθε αναγνώστη, δίνεται
και μια διαφορετική εκτίμηση του τέλους. Αποτελεί μια μορφή απόδοσης
δικαιοσύνης; Συνιστά μια προσωπική μόνο
δικαίωση του βασανισμένου Παναγιώτη που μεταλλάσσεται από θύμα σε θύτη; Ίσως συμβολικά
χαρακτηρίζεται αδιέξοδη και προβληματική η κατασκευασμένη ονειρική μεγαλούπολη
που όλα τα καταπίνει και όλα τα ισοπεδώνει – ο ιδεολογικός αντίποδας της
ερημωμένης επαρχίας; Οι πιθανές ερμηνείες της ιστορίας του βιβλίου είναι
πολλές, συνιστώντας κατά τη γνώμη μου τη μέγιστη αρετή του. Εύστοχος εδώ ο
μαιτρ της γραφής που επισημαίνει το αυτονόητο: «Η καλή λογοτεχνία θέτει τα
ερωτήματα. Η κακή λογοτεχνία τα απαντά» (Αχιλλέας Κυριακίδης, Σημειώσεις για μια ιδιωτική θεωρία της
λογοτεχνίας, εκδόσεις Κίχλη, σελ. 13). Ευτυχώς εδώ, στον Φταίχτη, όλα τα
ερωτήματα είναι ανοικτά.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου