Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2019

Πορτατίφ ποιήματα Νιόβη Ιωάννου εκδόσεις Μανδραγόρας η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr


Πορτατίφ

ποιήματα

Νιόβη Ιωάννου

εκδόσεις Μανδραγόρας


η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
https://diastixo.gr/kritikes/poihsh/12832-niovh-iwannoy






κάποτε οι άνθρωποι

θα μιλούν ψιθυριστά

σα να επέστρεψαν από μέσα τους

έξω θα κάνει παγωνιά

σα να ’ναι ο κόσμος αλήθεια

κι η ζητιάνα στη γωνία

θα φοράει το παλιό μου παλτό

για να μου μοιάζει

κάθε που δίνει πίσω τα ρέστα





Η ποίηση της Νιόβης Ιωάννου είναι μοναχική και προσωπική. Στον αντίποδα ενός ποιητικού λόγου που αποκτά κοινωνικό προσωπείο πάνω από το έτσι κι αλλιώς αναπόφευκτα ιδιωτικό, η Ιωάννου μιλά χωρίς κανένα κοινωνικό άλλοθι, σε χαμηλούς τόνους καταθέτοντας προσωπικά βιώματα προς εαυτήν. Γι’ αυτό και οι κώδικες αποκρυπτογράφησης της ποίησής της είναι κι αυτοί ιδιαίτεροι: η Μαρία που εισχωρεί στο ποιητικό τοπίο ξανά και ξανά σαν μια επαναλαμβανόμενη περσόνα που άλλοτε οδηγεί στην ίδια την ποιήτρια και άλλοτε περικλείει μέσα της ακόμη περισσότερα σύμβολα, ο Οδυσσέας, ο Αλέξανδρος, τα χρώματα, κόκκινο και λευκό, πένθιμα και τα δύο. Πώς εισχωρείς, λοιπόν, σε ένα τόσο κρυπτικό τοπίο;
Θεωρώ πως τα 82 ποιήματα της συλλογής προσεγγίζονται με έναν μόνο τρόπο. Μέσω της αίσθησης του κοινού βιώματος – στο σημείο που η προσωπική οδυνηρή κατάθεση της ποιήτριας έρχεται να συναντήσει την προσωπική ανάγνωση σ’ έναν κοινό τόπο. Η απομόνωση, ένας πόνος εσωτερικός και βαθύς, η κραυγή που εκστομίζεται εν είδει ψιθύρου ηχηρού για να ακουστεί από όσους εννοούν την ποίηση σαν ένα χώρο όπου το λευκό του πένθους και το κόκκινο του πάθους συνταυτίζονται. Τότε γράφονται ξεχωριστά ποιήματα, τότε οι αναγνώσεις αποκτούν την ικανότητα διείσδυσης στον λόγο.
Τότε μόνον συντελείται εκ των πραγμάτων (και όχι εκ προθέσεως) η επικοινωνία ανάμεσα στον δημιουργό και τον αποδέκτη – ουσιαστική σύνδεση της ποίησης με την κοινωνία. Άλλωστε ο ποιητής για να ανοιχτεί στον έξω χώρο πρώτα πρέπει να βρει τον εαυτό του σε ενδελεχή ενδοσκόπηση. Να ανιχνεύσει τη βαθύτερη εικόνα μέσα του, ώστε να μπορεί να την ενσωματώσει στον ποιητικό του λόγο. Από το σημείο αυτό κι έπειτα όλα ανοιχτά για να ανιχνευθούν οι μυστικές δίοδοι, που οδηγούν κατευθείαν στην ψυχή του ποιητικού λόγου.

[…]
τ’ απογεύματα
ένα κορίτσι ξεχτένιστο
ερχόταν από μακριά
φορώντας την κόκκινη ζακέτα μου
γεμάτη αγκάθια
με λένε Μαρία ψιθύριζε
είναι δικό μου το καλοκαίρι
[…]
με τα χέρια της άνοιγε το φεγγάρι
μια ήρεμη γραμμή
αβοήθητη
μ’ ακολουθούσε
αύριο πάλι μου φώναζε
αύριο πάλι

Στα όρια μιας κραυγής που συγκρατείται οι στίχοι της Ιωάννου σ’ αυτή την τέταρτη ποιητική της συλλογή αρκούνται στον ψίθυρο, που αποβαίνει ωστόσο ικανός να συνταράξει. Όλη η εικονοπλασία της ποίησης εδώ έχει τη σφραγίδα της ποιήτριας, ένα «εγώ» που με την  ποιητική άδεια της πανταχού παρουσίας του παρατηρεί και καταγράφει, θυμάται και εγκιβωτίζει στο ποίημα τις εικόνες.

οι νεκροί φορούσαν τα καλά τους και μας επισκέπτονταν
έμπαιναν στο σπίτι από την πόρτα της κουζίνας
που έμενε πάντα ανοιχτή
δεν κάθονταν μαζί μας στο τραπέζι
τους τρόμαζε
το λευκό τραπεζομάντιλο
οι μεγάλες μπουκιές
στις επιστήθιες συζητήσεις των φίλων
το νερό στα ποτήρια που άδειαζε
όμως
μας κοίταζαν
μας κοίταζαν
με ολόκληρες τις τρύπες των ματιών τους
μετρώντας χιλιόμετρα ως τον σκύλο που γαύγιζε
έφευγαν απ’ την πόρτα της κουζίνας
που έμενε πάντα ανοιχτή

Στο παραπάνω ποίημα είναι πολλές οι παρουσίες γύρω από το «εγώ» που αποτυπώνει τη σκηνή· και δεν είναι μόνο τα πρόσωπα που καταγράφονται μέσα του αλλά και όποιος διαβάζοντας συγκατανεύει για την εύρεση του κοινού τόπου· είναι κι αυτός μέσα στο ποίημα με την άδεια που του δίνεται από την ποιητική μέθεξη.  Αυτή είναι η επικοινωνία του ποιητή με τον αναγνώστη του μέσω του προσωπικού βιώματος – ιδιωτικού αρχικά για τον ποιητή αλλά κοινού πλέον για όποιον εισέρχεται στο ποίημα σε αγαστή σύμπλευση για να συναντήσει τους δικούς του νεκρούς να επισκέπτονται το σπίτι στο κυριακάτικό τραπέζι.
Με παρόμοιο τρόπο λειτουργούν πολλά από τα ποιήματα της συλλογής μεταλλάσσοντας έτσι την προσωπική ποίηση της Νιόβης Ιωάννου σε μια δυνάμει «κοινωνική» ποίηση. Όχι γιατί καταπιάνεται με τρέχοντα κοινωνικά προβλήματα ούτε γιατί προτάσσει ένα «εμείς» μπροστά από το μοναχικό «εγώ» της ποιήτριας. Καταλήγει κοινωνική η ποίησή της, γιατί κατορθώνει να μεταποιήσει το προσωπικό βίωμα σε κοινό, ακόμα και με την ιδιωτική του ιδιοσυστασία. Δεν είναι λίγο αυτό, αν αναλογιστούμε την κενότητα που συχνά εγκαταβιοί στους στίχους που προβάλλουν ένα ανύπαρκτο κατ’ ουσίαν πολυπληθές ποιητικό υποκείμενο. Εδώ το «εγώ» στη μοναχικότητά του επικοινωνεί αποτελεσματικά με όποιον θα επιθυμούσε να το ακολουθήσει στις ποιητικές του διαδρομές.

υπάρχει μια ώρα που γίνεσαι ωραιότερος στενάζοντας βαθιά σου… κι
ίσως είναι τότε που γλιτώνεις στον γκρεμό των ανθρώπων, την πιο δική
σου επιθυμία…


Διώνη Δημητριάδου




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου