Η
γυναίκα του πρωινού τρένου
μυθιστόρημα
Δημήτρης
Γράψας
εκδόσεις Καστανιώτη
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/12697-gynaika-proinoy-trenoy
https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/12697-gynaika-proinoy-trenoy
Μνήμη άναρχη και καταλυτική
Μνήμη άναρχη
και καταλυτική. Προσφιλές θέμα στους πεζογράφους (πολύ περισσότερο σε όσους
καταγίνονται με τη μεγάλη αφήγηση, το μυθιστόρημα), καθόσον απαιτείται το εύρος
και η έκταση της αφηγημένης ιστορίας προκειμένου η ενασχόληση με τα παιχνίδια
της μνήμης –ηθελημένα ή όχι– να αντιμετωπίσει την ασύλληπτη έτσι κι αλλιώς
έννοια του χρόνου. Ο Δημήτρης Γράψας στο δεύτερο βιβλίο του (μετά τη «Λευκή κουρτίνα»
που ξεχώρισε) δείχνει ότι έχει την ικανότητα να διεισδύει στον σκοτεινό
λαβύρινθο του μυαλού και να χτίζει μια ιστορία προκλητική και ενδιαφέρουσα. Η
ιστορία του θα μπορούσε να είναι απλή: μια συνάντηση σε ένα πρωινό δρομολόγιο
του τρένου (το ίδιο κάθε μέρα), το ενδιαφέρον ενός επιβάτη (του Πέτρου) για μια
γυναίκα (την Αγνή) και η εξιστόρηση της προσπάθειάς του να την προσεγγίσει,
συχνά ατελέσφορη. Ωστόσο το ιδιαίτερο γνώρισμα αυτής της ιστορίας είναι ότι από
κάποια στιγμή και μετά γίνεται αντιληπτό πως ο συγγραφέας ανοίγει ένα παιχνίδι
με τον αναγνώστη. Αυτό θα μπορούσε να εντοπισθεί σχηματικά στα εξής ερωτήματα
που γεννώνται καθώς διαβάζουμε τη «Γυναίκα του πρωινού τρένου»:
1.
Πόσο
απέχει η έννοια του χρόνου από την αίσθηση που έχουμε γι’ αυτόν; Υπάρχει μια αντικειμενική συνθήκη την οποία μπορούμε
να εμπιστευθούμε ως απολύτως μετρήσιμη και ίσως ουδέτερη και αμέτοχη των δικών
μας νοητικών προσλήψεων;
2.
Η
πραγματικότητα, όπως τη συλλαμβάνουν οι αισθήσεις μας, είναι άραγε αξιόπιστη ή
μήπως πρόκειται για μια κατασκευή που πολύ μαστορικά δομείται μέσα στη
συνείδησή μας; Στην περίπτωση αυτή, υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα ή στη
θέση της αναπτύσσονται πολλαπλές εκδοχές της;
3.
Ανάμεσα
στο «είναι» και στο «φαίνεσθαι» παρεμβάλλεται μόνον η συνείδησή μας ή μήπως είναι
και το παντοδύναμο υποσυνείδητο, που εισχωρεί στα πλαίσια του συνειδητού διαμορφώνοντας
σκέψεις και προκαλώντας συμπεριφορές;
4.
Πόσο
πιθανό είναι ως παράπλευρη συνθήκη να επηρεάζει την αντίληψη που έχουμε για τον
κόσμο το επίσης πανίσχυρο αλλά και αυτεξούσιο ασυνείδητο;
5.
Αν
ισχύουν τα παραπάνω (ή κάποια από αυτά), τότε ποια τα όρια της μνήμης και
κυρίως ποια η αλήθεια των δεδομένων της; Μπορεί άραγε το «εγώ» να την
επηρεάζει, επηρεαζόμενο κι αυτό από τις έξωθεν και έσωθεν συνθήκες;
6.
Από
μια αντίστροφη, ωστόσο, οπτική (καθόσον για αναγνωστικές εικασίες πρόκειται που
γεννά η καλή λογοτεχνία) ίσως είναι η μνήμη που, καταργώντας την οποιαδήποτε
χρονική ακολουθία και αδιαφορώντας φυσικά για την πιστότητα των στοιχείων που
ανασύρει στην επιφάνεια της συνείδησης, διαμορφώνει αυτή την ίδια τη συνείδηση αλλά
και το «εγώ», που πλέον ανυπεράσπιστο άγεται και φέρεται δέσμιο των μνημονικών
του δεδομένων;
Στη βάση των
παραπάνω ερωτημάτων χτίζεται η πλοκή της ιστορίας του Γράψα. Ο ήρωάς του, ο
Πέτρος, αναζητά το πρόσωπο του πόθου του, την Αγνή. Όσο την προσεγγίζει, όμως,
τόσο απομακρύνεται από την πραγματικότητα, τόσο αποκόπτει τους δεσμούς του με
τον γύρω χώρο. Όσο νιώθει πως επιτέλους βρήκε τον μίτο που θα τον οδηγήσει προς
τον ποθητό στόχο του, τόσο ο ίδιος καταργεί τον εαυτό του εγκαταλείποντας κάθε
αναγνωριστικό σημάδι που θα τον συνέδεε με τον υπαρκτό κόσμο. Όσο η ακρίβεια
των χρονικών σημείων επιτυγχάνεται (για παράδειγμα η ακριβής ώρα του πρωινού
δρομολογίου των 07:37), τόσο εγκαθίσταται πλέον στη συνείδηση του αναγνώστη η
σχετικότητα αλλά και η αοριστία του χρόνου. Είναι τότε που (λίγο πριν την
εντυπωσιακή ανατροπή όλων των δεδομένων της ιστορίας) ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται
την ουσία της λογοτεχνίας. Το ισχυρό της όπλο είναι το ψεύδος, ο χειρισμός του
οποίου αναδεικνύει τη συγγραφική δεινότητα του γράφοντος. Όσο ο αναγνώστης
πείθεται από την αληθοφάνεια του λογοτεχνικού ψεύδους, τόσο όλα όσα πίστεψε για
δυνάμει αληθινά καταρρέουν θεαματικά προσφέροντας την αναγνωστική απόλαυση του
απρόσμενου. Η δε συμμετοχή του αναγνώστη απρόσκοπτα επιτυγχάνεται, καθώς
επανέρχεται στις προηγούμενες σελίδες για να δει πώς παραπλανήθηκε ευφυώς από
τον ταλαντούχο συγγραφέα. Ένα παιχνίδι, λοιπόν, ανάμεσα στον δημιουργό και τον
αποδέκτη, ανάμεσα στην αλήθεια και το ψεύδος, ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη
ζωή. Η γυναίκα του πρωινού τρένου επάξια ήταν υποψήφια (στη βραχεία λίστα) για
το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ιστορία αυτή μπορεί να
διαδραματίζεται στην Ελλάδα, με ήρωες οικείους και αντιπροσωπευτικούς της
σημερινής εποχής, όμως ο πυρήνας της είναι διαχρονικός ξεπερνώντας και τα όρια
του τοπικού αναγνωστικού ενδιαφέροντος.
[Απόσπασμα
από το βιβλίο:
Κάποιος πάτησε ένα κουμπί και όλα
γύρω γύρισαν σε κανονικές ταχύτητες. Το τρένο ξεκίνησε κι εγώ, αφού άφησα έναν
ξερόβηχα σαν να ’μουν έτοιμος να μιλήσω, άρχισα να περπατάω αποφασιστικά προς
τις τελευταίες θέσεις και στάθηκα απέναντι στην Αγνή. Εκείνη με αναγνώρισε,
φυσικά και θα με αναγνώριζε, ήμουν ο πιο πιστός συνεπιβάτης της για χρόνια. Άλλο
που μ’ είχε χάσει από καιρό. Κι όχι απλά με αναγνώρισε, αλλά μου χάρισε κι
εκείνο το μαγικό χαμόγελο, όπως έκανε κάθε μέρα τότε, πριν το Χειμώνα. (σ.255)]
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου