Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2019

ΑΥΤΟΣΧΟΛΙΟ Διώνη Δημητριάδου Η ΣΟΦΗ ΚΑΤΑΒΑΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ΣΙΣΥΦΟΣ: ΑΥΤΟΣΧΟΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΜΟΥ ΣΥΛΛΟΓΗ Ο ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ΣΙΣΥΦΟΣ


ΑΥΤΟΣΧΟΛΙΟ



Διώνη Δημητριάδου



Η ΣΟΦΗ ΚΑΤΑΒΑΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ΣΙΣΥΦΟΣ:

ΑΥΤΟΣΧΟΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΜΟΥ ΣΥΛΛΟΓΗ

Ο ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ΣΙΣΥΦΟΣ





Η συνάντησή μου με τον Σίσυφο έγινε πολύ νωρίς, κι ας μην ήξερα ακόμη αν θα ανέβαινα μαζί του την απότομη πλαγιά με το άχθος του φορτίου στον ώμο ή αν θα τον παρατηρούσα στη μοναχική  ανοδική του πορεία. Πόσα πια να ξέρει ένα παιδί δεκαέξι χρονών; Ήταν κι εκείνο το δοκίμιο του παραλόγου που από νωρίς κι αυτό (ή κυρίως αυτό) με πήρε μαζί του στο θεμελιακό του ερώτημα. Είναι άραγε παράλογος ο άνθρωπος στην αυτονόητη απορία του ή ίσως παράλογη είναι η σιωπή του κόσμου που τον αγνοεί; Θέλει πολλά χρόνια στην πλάτη σου για να δεχθείς το απλό μα και σκληρό της παράλογης συνύπαρξης των δύο. Κι εγώ τότε δεν είχα ακόμη ούτε τα χρόνια ούτε το άγγιγμα της ζωής να γράφουν πάνω μου.
Πώς γράφεται η ποίηση; Δεν θέλει συναισθηματισμούς – όχι αυτή η ανούσια (κι ανέξοδη) ρηχότητα των λέξεων για μένα. Ζητά την πείρα της ζωής· το κάθε τι που γράφεις να έχει πίσω του αίμα, να σου ζητά να δείξεις το πρόσωπό σου με τις χαραγματιές του άλγους, να λες θυμάμαι και να τρέχουν μέσα σου οι εικόνες αδυσώπητες, να μην μπορείς να τις σταματήσεις. Να πρέπει να επιλέξεις τις πιο σκληρές για να γραφτούν, να τις φροντίσεις έπειτα να μην τρομάξουν οι άλλοι, οι απ’ έξω, που διαβάζουν σαν να ξεφυλλίζουν περιοδικά, να μη σε σταυρώσουν και αυτοί καταδικάζοντας την ποίηση εν συνόλω να χαθεί στα δύστροπα κι αδιάβαστα.  Όσο κι αν το θες να είσαι μαζί μ’ εκείνους  που ξέρουν και κατανοούν, όσο κι αν βάζεις (γι’ αυτούς και μόνον) πίσω από τις λέξεις χνάρια μυστικά, κλειδιά και αντικλείδια για να ανοίξουν πόρτες και να βρουν τον εαυτό τους – όχι εσένα, φυσικά.
Ο Ευτυχισμένος Σίσυφος, ο προσωπικός μου Σίσυφος, ο δικός μου άνω θρώσκων, ήρθε όταν ήταν η ώρα του. Στην πολλοστή του κάθοδο, λιγάκι λοξοδρόμησε,  στάθηκε μπροστά μου, απίθωσε τον βράχο του και είπε: σειρά σου τώρα. Τον είδα που μου χαμογέλασε και τότε του είπα: δεν σε θέλω κατηφή, σε θέλω σοφό μέσα στην πείρα σου, να περιγελάς τους κανόνες που σε συνθλίβουν αιώνες τώρα, να πάρεις τη μοίρα στα χέρια σου και να ανέβεις πάλι και πάλι την πλαγιά σαν να είναι κατόρθωμά σου κι όχι βαριά τιμωρία των άδικων θεών του κόσμου, της ανελέητης Μοίρας τότε και τώρα και πάντοτε. Έτσι σε θέλω. Ευτυχή.
Ετούτα εδώ τα ποιήματα ένας διάλογος είναι με τον δικό  μου Σίσυφο. Κι αν κάποια τρέχουν σαν χείμαρρος χωρίς σταματημό για ανάσα, είναι γατί ο νόστος του μυαλού δεν επιτρέπει καμία στάση, μην και χαθεί ο ειρμός (το νήμα που με συγκρατεί σε ίσια πορεία) και κατακρημνισθώ μαζί με τις απόκρημνες τις λέξεις, γιατί δεν μου χαρίζονται ούτε αυτές. Κι αν κάποια άλλα είναι μια σταλιά, είναι γιατί φυλάνε μέσα τους αρχαίο μέτρημα των λέξεων, παλιό ρυθμό που δεν τα αφήνει σε πολυλογίες ανέξοδες αλλά κρατά μαστίγιο και τις φέρνει στα συγκαλά τους, μην και ξεφύγει από μέσα τους το περιττό και ανούσιο.
Είναι και το κορίτσι στο εξώφυλλο. Αυτό κανοναρχεί τις λέξεις με τον ρυθμό του οργάνου που κρατάει και γέρνει λίγο το κεφάλι συγκαταβατικά στις αρρυθμίες τους. Αφουγκράζεται την τέχνη της και δίνει τον σκοπό στην ανώφελη ανοδική πορεία. Περιμένετε την κάθοδο, λέει, που έχει μέσα της όλη τη σοφία του πηγαιμού και της επιστροφής, ξανά και ξανά. Απ’ το μηδέν στο άπειρο και πίσω πάλι. Και δίνει την αρχή του χορού για τις παιδικές τις μνήμες, για τους έρωτες τότε και τώρα, για τους κοινωνικούς και τους πολιτικούς (τους προδομένους) αγώνες, για την απουσία και την απώλεια που κουβαλάμε μέσα μας, οι αχθοφόροι της ζωής. Μα και για την ποίηση, που πάντα έρχεται αρωγός και πάλι μας λέει: για λίγο, κι εμείς αποδεχόμαστε ετούτο το καβαφικό του ιαματικού αντίδωρου. 
Μέσα στις λέξεις παραμονεύει ο δράκος του παραμυθιού, δρόμοι παλιοί με ξεφτισμένα πάθη, πρόσωπα που χαμογελούν ελπίζοντας, κι ύστερα ποτάμια που ξεχύνονται – ασθμαίνουσες οι μνήμες σε μια πορεία άφευκτη προς την κατάργησή τους. Τι να διασώσει από το σώμα των ερώτων το ελάχιστο μου ποίημα; Κι ας μην το θέλησα ποτέ να γράψω ερωτικά, πάντα υποδόρια ερχόταν κι έσκαβε το πάθος ξέχειλο, και τότε αύτανδρο βυθιζόταν το πλεούμενο. Έτσι, όσα στην επιφάνεια βγήκαν δεν είναι παρά επαναστατημένες λέξεις μέσα μου.
Και τι να είναι άραγε η γραφή, και η λογοτεχνία και επιτέλους η ποίηση, κυρίως αυτή, τι είναι; Λέξεις που ακροβατώντας ισορροπούν στο εδώ και στο πιο πέρα της συνείδησης, κρεμιούνται απ’ το ταβάνι, αιωρούνται πάνω απ’ το κεφάλι μου, κατακρημνίζονται έπειτα, αδύναμες να ισορροπήσουν στο κενό, περιγελούν την άγνοιά μου –δεν σας γνωρίζω, δεν ξέρω πού με πάτε– κρύβομαι να μη με δουν, μα αυτές με ξετρυπώνουν πάντα –δεν έχω βρει άλλη κρυψώνα απ’ τη ντουλάπα μου– πού να τις ξεγελάσω, πάντα θα με φέρνουν στη  επιφάνεια του εδώ και τώρα να μιλήσω, κι ας μην έχω πάντα κάτι περίτεχνο να πω. Μίλα απλά, προστάζουν κι εγώ διαλύομαι, δεν ξέρω να ισορροπώ ούτε ποτέ μου τα κατάφερα να μάθω το ποδήλατο, και η γραφή έχει απαιτήσεις, λεπτές ακροβασίες και ίλιγγο πολύ. Μάθε να πέφτεις, ψιθυρίζουν μέσα μου, φοβάσαι; Ο φόβος της γραφής, από τους πιο βαθιά κρυμμένους, με αντοχές πολλές, με επιχειρήματα κυρίως λογικά – αυτά ακόμα πιο πολύ σκοτώνουν την ψευδαίσθηση και ύστερα θρυμματίζουν τους καθρέφτες που επιμένουν να δείχνουν παραμορφωτικά τα  είδωλα. Και λες να αφήσεις λοιπόν παράθυρα ανοιχτά, οι λέξεις να αναπνεύσουν, να φύγουν να χαθούν, να μη σε βασανίζουν. Και τότε αντί να εξαφανιστούν, λες και αυτό περίμεναν, ορμάνε μόνες στο χαρτί, σε κάνουν πέρα και χωρίς ανάσα γράφουν και γράφουν ασυνάρτητα. Έτσι νομίζεις. Αλίμονο! Το πιο ανυπόφορο είναι που βλέπεις αποτυπωμένη τη ζωή σου, τη αγωνία σου, τους φόβους σου γραμμένους πια. Και τότε ησυχάζουν, ηρεμούν οι λέξεις μέσα σου, βυθίζονται σε κώμα άγρυπνο. Να λες πως πέθαναν κι αυτές να αναπνέουν. Ως να έρθει πάλι η ώρα του ξεσηκωμού, της ανταρσίας η ώρα, η δική τους. Ατέλειωτη σισύφεια πορεία σωστική για τούτες και για σένα. Κι αν σώζεται ο Σίσυφος, κι εγώ μαζί του σώζομαι· ευτυχείς και οι δύο καθώς κατηφορίζουμε.

Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικο Καρυοθραύστις, τεύχος 2, σ.σ.201-206)

1 σχόλιο: