Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2019

Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή Δήμητρα Χριστοδούλου εκδόσεις Μελάνι η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal


Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή

Δήμητρα Χριστοδούλου

εκδόσεις Μελάνι
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
https://www.fractalart.gr/eikosi-tesseris-xtypoi-kai-siwpi/






η πόλη-τα παιδιά-ο θάνατος



Ακριβώς είκοσι τέσσερις στίχους αριθμεί το κάθε ποίημα, όπως είκοσι τέσσερα είναι τα γράμματα της αλφαβήτου ή όπως είκοσι τέσσερα μόνον τα χτυπήματα της ώρας που ορίζουνε τον χρόνο μιας ημέρας. Και αρκούν, όταν η ποίηση θέλει να πει τα απαραίτητα, χωρίς τίποτε να περισσεύει από τα λόγια της, όταν μόνον έτσι φθάνουν στον αποδέκτη οι λέξεις της σαν χτυπήματα κοφτά και αγγίζουν τον μέσα κόσμο. Η Δήμητρα Χριστοδούλου επί μακρόν ποιούσα λόγο ποιητικό φθάνει τώρα στο πρόσφατο έργο της να πει το αυτονόητο: το λίγο είναι αρκετό.
Στο εισαγωγικό της μικρό σημείωμα διευκρινίζει πως τα νέα της ποιήματα μιλούν για την πόλη, τα παιδιά και τον θάνατο. Και σκέφτομαι πόσο σοφά δένουν μεταξύ τους τα τρία αυτά στοιχεία της θεματικής της.
Η πόλη είναι το πλαίσιο, ο χώρος που χρειάζονται για να σταθούν τα πρόσωπα των ποιημάτων της, ώστε να μην αιωρούνται χωρίς σώμα και ψυχή. Ταυτόχρονα είναι ο χώρος για να μπορέσει και η ίδια η ποιήτρια να οριοθετήσει τον δικό της λόγο – απολύτως προσωπικό και σκληρά απαιτητικό στην πολυσημία του. Μια πόλη που μέσα της θα βρεθεί:
 Μόνο η φωνή του εξόριστου αρχαγγέλου/Που βάλθηκε να συμμαζεύει τα φτερά του/Σε αντίσκηνα, σε τρώγλες του θανάτου/Ενώ τα όργανα της τάξης αναγγέλλουν/Πως πρέπει να παραδοθεί ο δαρμένος/Ο σκύλος, ο φονιάς κι ο ξένος.
Μέσα σ’ αυτή την πάσχουσα πόλη, που σαν σώμα ανθρώπινο με πνοή θνήσκουσα καρκινοβατεί και περιμένει από κάπου μια λύτρωση, έχουν τόπο να σταθούν τα παιδιά; Παιδιά που κάποτε παίζαν – τώρα όχι. Που άλλαξαν πια τον τόπο κατοικίας και σαν λύκοι-αγρίμια, που τους βρήκε απρόσμενα η θεία σφαίρα, κρατούνε τον θεό σε εγρήγορση, μην ξεχαστεί και δεν σημαδέψει τον επόμενο στόχο της κυρίαρχης βούλησης. Παιδιά σε μια έσχατη φωτογραφία να χαμογελούν χαμένα στον χρόνο. Αυτά μπορούν να χαμογελούν ή και να γελούν ακόμη. Τα άλλα τριγυρνούν μέσα στην πόλη με την αρχαία λάμψη  και ακουμπούν το ποδήλατό τους σε χαμηλό τοιχίο. Και τότε η πόλη ανταποκρίνεται, συμπάσχει:
Κατεβαίνοντας από ασήκωτη θλίψη/Ευθύς ο τοίχος ψήλωσε ως τα άστρα.
Και η γραφή; Σωπαίνει ή μιλά; Η ποιήτρια σε αυτοαναφορικές της εκδηλώσεις θα δώσει την τραγική προέκταση του ποιητικού της λόγου.
Κι ανηφορίζω σιγά σιγά προς το άστρο μου/Ψιθυρίζοντας αδέξιους στίχους/Σαν Κυριακή που σιγοψιχαλίζει./Σαν χειμωνιάτικη γιορτή.
Πώς να αποδώσει το σκηνικό της μέλλουσας ταφής σωμάτων και ψυχών;
Φτωχά παιδιά, σκυλιά κυνηγημένα./Πληγιασμένα σε κάθε πόντο του κορμιού./Έτοιμα να δαγκώσουν ως το κόκαλο/Χέρι που θα τους δώσει νερό./Κάθε που σκύβω πάνω στα χαρτιά μου/Ακούω το κλάμα τους προς τ’ άστρα.
Η συνειδητοποίηση του ποιητικού χρέους απέναντι στον πόνο των ανθρώπων – κι ας λέμε πως μας νοιάζει μόνο η αισθητική του λόγου (Τέχνη κι αυτή)· όταν ξεχειλίζει η θλίψη, το ποίημα ακολουθεί. Αδύναμο μπροστά στο σκηνικό του τρόμου, ωστόσο δυνατό μέσα από τις διττές του σημασίες, από το νόημα της κάθε λέξης που ξετυλίγεται σε παρηγορητικά λόγια, θαυμαστό ίαμα του πόνου.
Κι ο θάνατος; Αυτός παντού, κυρίαρχος, άρχοντας του τόπου και των ψυχών, να θυμίζει πως ό,τι νοείται για ζωή, ζωή δεν είναι παρά μια υπόσχεση του τέλους – μόνη βεβαιότητα. Μας δίνει η ποίηση βεβαιότητες; Ίσως όχι, αφού από τη φύση της είναι πάντα δεμένη με ένα ερωτηματικό. Ακολουθεί, όμως, ετούτο το θεατρικό σκηνικό με πιστότητα· η ποίηση της Χριστοδούλου αγαπά τη θεατρικότητα του λόγου σε τέτοιο βαθμό που να μπορείς να δεις περίοπτα τα πρόσωπα του εκλεκτού μα και τραγικού της θιάσου να περνούν από μπροστά σου – το καθένα κι ένας ρόλος σε σοφή διδασκαλία από την ποιήτρια. Ίσως γι’ αυτό η αίσθηση του θανάτου μέσα στα ποιήματά της (αν και τώρα πιο ξεκάθαρη από παλαιότερα ποιήματα) απηχεί την αμφιβολία  αν είναι όλο αυτό αληθινό ή ίσως μια ακόμη θεατρική εκδοχή ενός επινοημένου σκηνοθετικά τοπίου. Παρήγορη και ως προς αυτό η ποίηση.
Το μόνο ποίημα που ξεφεύγει από τον αυστηρό κανόνα των είκοσι τεσσάρων στίχων τιτλοφορείται Σχόλιο και όντως σχολιάζει όλα τα υπόλοιπα με τον τρόπο του.:


Καμπάνες από άκρου εις άκρον μες στη χώρα.
Ή πυρκαγιά ή εθνική γιορτή θα είναι.
Ή αφίχθηκε στο κεντρικό αεροδρόμιο
Το φέρετρο το σκεπασμένο με τη σημαία
Που μες στην ένταση της διεθνούς περιοδείας
Το λησμονήσαμε στην γκαρνταρόμπα.
Εκτός κι αν άλλαξε η γεωγραφική μας θέση.
Μπορεί. Τόσοι έχουν μεταμεληθεί, τόσοι δηλώνουν πλέον
Χορτοφάγοι.

Και είναι τότε που η ποίηση εν πλήρει συνειδήσει γίνεται ο σχολιαστής της ζωής (ή μάλλον της προσωπικής μα και εθνικής συμφοράς) και με τον λόγο να ακουμπά πάνω ακριβώς στην πληγή ομιλεί υπαινικτικά μα και προφητικά. Η απώλεια είναι μπροστά μας σε τοπίο ανελέητο μέσα στην πλήρη αδιαφορία ή την ανικανότητα να το κατανοήσουμε. Ακόμη και η ειρωνεία, σαρκαστικό συμπλήρωμα του λόγου, αποτυπώνει το κακό, τη συμφορά. Η ποιήτρια ολοκληρώνει τα είκοσι τέσσερα χτυπήματα των ποιημάτων της με την επίγνωση ενός ρόλου πολύτιμου μα συχνά υποτιμημένου από τους αδαείς:
 Κυρίες, κύριοι, θα σας κληροδοτήσω/Σιδερωμένα παλιοκούρελα./Γνωρίζω πως οι περισσότεροι/Θα προτιμήσετε τα δικά σας./Δυο τρεις θα δουν τη Διαφορά.
Μια ποίηση που, κατά την ομολογία της ίδιας της ποιήτριας, χρειάστηκε κι αυτή το αίμα της· Δάγκωσα χώμα στα κρυφά, θα πει.


Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου