Ο θρύλος του Ασλάν Καπλάν
μυθιστόρημα
του Θωμά Κοροβίνη
εκδόσεις Άγρα
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractalhttp://fractalart.gr/o-thrylos-tou-aslan-kaplan/
η άλλη Θεσσαλονίκη
Η πόλη αυτή είναι το κισμέτι μου δεν ριζώνω αλλού, μια μέρα να λείψω
από δω, θα μαραζώσω σαν δέντρο απότιστο, θα βγει η ψυχή μου σαν το ψάρι έξω απ’
το νερό. Ολμάζ, μανούλα μου, ολμάζ. Η Σαλονίκη είναι η μάνα μου […]
Έτσι μιλά για την αγαπημένη του
πόλη ο ήρωας της ιστορίας, ο Ασλάν Καπλάν, και μέσα από τα λόγια του δεν
ξεχειλίζει μοναχά ο έρωτάς του γι’ αυτήν (γιατί έρωτας και βαρύς σεβντάς είναι)
αλλά φαίνεται καθαρά πως αυτή η πόλη όταν ανοίγει την αγκαλιά της χωρούν μέσα
όλα της τα παιδιά. Τουρκαλβανός ο Ασλάν Καπλάν, και η γλώσσα του όμορφα
μπερδεμένη: με τα ελληνικά του γενέθλιου τόπου του, τα τούρκικα και τα αλβανικά των γονιών και προγόνων του, τα
εβραίικα σεφαραδίτικα που ακούει γύρω του· όλες οι λαλιές ανταμωμένες. Γιατί
και ο ίδιος νιώθει να έχει μέσα του κάτι από όλους τους ανθρώπους της, που
βρήκαν σ’ αυτή την πόλη μια πατρίδα. Ένας κοινός τόπος που έχουν γεννηθεί και
μεγαλώσει μέσα του γενιά τη γενιά αλλόθρησκοι και αλλόφυλοι, και όλοι τους
μιλούν σαν να τους ανήκει αυτός ο τόπος. Βαθιά μέσα τους το γνωρίζουν πως στην
πραγματικότητα αυτοί ανήκουν στην πόλη τους· δεν την κατέχουν, δεν την ορίζουν.
Αυτή τους διαφεντεύει. Την αγαπούν για όλα όσα κρυφά και φανερά διαμορφώνουν τον
ιδιαίτερο χαρακτήρα της, και αυτή τους το ανταποδίδει.
Το ξέρουμε πως η λογοτεχνία
μπορεί καμιά φορά να μιλήσει πιο καθαρά από την ιστορία, γιατί βγάζει την ψυχή
των ανθρώπων, βουτάει ο λόγος στη σκέψη τους, και ο καλός γραφιάς ξέρει να την
απλώσει όμορφα στο κείμενό του. Θα μπορούσε να είναι αυτή η επιθυμητή εικόνα
της Θεσσαλονίκης, της ευρύτερης Μακεδονίας. Έτσι, με όλους τους λαούς που
βρέθηκαν στα χώματά της και την είπανε πατρίδα. Με την αμοιβαία ανοχή του ενός
για τη γλώσσα ή τη θρησκεία του άλλου. Μακριά από επικίνδυνες θεωρίες απόλυτης
«ιδιοκτησίας» μιας γης που η ιστορία, η γεωγραφία και η πολιτική αλλιώς θέλησαν
να τη μοιράσουν. Ναι, η λογοτεχνία μπορεί να μιλήσει με τον τρόπο της και να
δείξει τη σοφία των παλαιών που ήξεραν τη δίκαιη μοιρασιά. Αυτή ήταν η διαπολιτισμική
και πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη, των Ελλήνων, των Εβραίων, των Μουσουλμάνων, μέχρι
ακόμη τις αρχές του προηγούμενου αιώνα.
- Οι Τούρκοι πεθαίνουν για τη Σελανίκ. Η μάνα μου που είναι Τουρκάλα
όλη μέρα κλαίει για τη φωτιά. Όχι για τον εαυτό της, για τη Σαλονίκη. […]
- Οι Σαλονικιοί Τούρκοι, ναι, την αγαπούν. Γι’ αυτούς η Σαλονίκη είναι
όπως έχουν οι Έλληνες την Πόλη και τη Σμύρνη, μητέρα-πατρίδα δηλαδή.
Ο Θωμάς Κοροβίνης τοποθετεί την
ιστορία του στα 1917 και ξετυλίγει τον αφηγηματικό του χρόνο ώστε να καλύψει
μόνο τριάντα δύο ώρες. Όσο κράτησε η πυρκαγιά που ξέσπασε αργά το μεσημέρι της
5ης (18 με το νέο ημερολόγιο) Αυγούστου 1917 στη βορειοδυτική άκρη των τειχών
της πόλης. Η φωτιά στην τουρκική συνοικία Μεβλανέ επεκτάθηκε σε ολόκληρη τη
Θεσσαλονίκη, φθάνοντας μέχρι την άκρη της παραλίας. Στο κέντρο της αφήγησης ο
έρωτας του Ασλάν Καπλάν για τη Σαλώμη. Αυτός, ένας μάγκας μερακλής. Ένας ασυναγώνιστος ερωτύλος. Όπου έριχνε τη ματιά του άναβε
φωτιές και το ’ξερε. Κι ήταν πάντοτε πρόθυμος να τις σβήσει. Είχε αξίες που τις
πίστευε βαθιά και δεν τις πρόδιδε ποτέ: μπέσα, τιμιότητα, φιλία, φιλοπατρία,
δικαιοσύνη. Κοντά σ' αυτά και βαθιά πίστη στα πάθη του. Ο έρωτας ήταν το
δυνατότερο, η ίδια η μοίρα του θαρρείς. Αυτή, μια ισπανοεβραία καλλονή, τραγουδίστρια στο καφέ – αμάν,
διωγμένη από τη σεφαραδίτικη κοινότητα της Θεσσαλονίκης. Οι δυο τους ένας
εκρηκτικός συνδυασμός ικανός να τους πυρπολήσει πιο πολύ από τη φωτιά που
κατακαίει και αφανίζει την πόλη. Γύρω τους τα υπόλοιπα πρόσωπα με τις δικές
τους ιστορίες να διεκδικούν το μερίδιο που τους αναλογεί. Αν το κεντρικό
πρόσωπο είναι η πέτρα που πέφτει στη λίμνη και ταράζει τα νερά της, τότε οι
ομόκεντροι κύκλοι που δημιουργεί στην επιφάνεια του νερού είναι οι υπόλοιποι
ήρωες – πιο έντονες αναταράξεις οι πιο κοντινοί και περισσότερο επιδραστικοί με
τη συμπεριφορά τους για τον ήρωα, λιγότερο με τη σειρά τους οι πιο μακρινοί. Ο Αβραμίκος
(μέγας σοκακτσής και αλανιάρης) το
δεκαοχτάχρονο Εβραιόπουλο που συντροφεύει τον Ασλάν Καπλάν, η Εβραία θεία
Εσθήρ, η μάντισσα γιαγιά Σελμά Χατούν που δεν θα αντέξει τη γνώση για τη μοίρα
του αγαπημένου της εγγονού, ο Σαμπρή μπέης με το καπηλειό του -πιο πολύ για
καφέ αμάν πρόκειται- όπου ανακατεύονται μνήμες, πάθη ανομολόγητα και μυστικά
καλά κρυμμένα· η γραφή εδώ θυμίζει παλιούς καλούς τεχνίτες (όπως ο Καραγάτσης) που
ήξεραν να παρατηρούν και να σχηματίζουν κατόπιν με τις λέξεις τις μορφές αλλά
και το κλίμα των εσωτερικών χώρων. Δίπλα σ’ αυτούς ο «Μαύρος», ο Αγιονορείτης πορνοκαλόγερος
(φιγούρα που «γράφει» λογοτεχνικά και μένει αξέχαστη), που σαν σκιά βαδίζει στους δρόμους, κάνει τις
απατεωνιές του, χορταίνει τις ορέξεις του κορμιού, και μπερδεύεται απροσδόκητα
με τους δύο ερωτευμένους.
Ανανίν αμί! Της μάνας σου το μουνί!, έριξε μια πρόστυχη βρισιά στα τούρκικα και στα ελληνικά μ’ όλη του την
ψυχή, φτύνοντας στον αέρα ο καλόγερος ο Μαύρος, ξέχασα τα κομποσκοίνια! Σιχτίρ!
Μεγάλη και πολύ κακιά ήταν η φήμη που είχε αποκτήσει ένας θεωρητικός μα
αψύς στο χαρακτήρα Αγιονορείτης μοναχός στις περισσότερες λαϊκές γειτονιές και
στις πιάτσες της πόλης. Ο αδελφός Πανάρετος, κατά κόσμον Θεόφραστος, που μέσα
κι έξω απ’ το Όρος τον προσφωνούσαν όλοι με το υποκοριστικό Μαύρος λόγω της
έντονης μελαχρινάδας του, όμως στο κόσμο, οι πολύ δικοί του, τον φώναζαν
χαϊδευτικά Τάκη […]
Η μοιραία γυναίκα, η Μπερνάρ, που
θα συναντηθεί με τον Ασλάν Καπλάν τη λάθος ώρα, για να σύρει στο πέρασμά της
την παρεξήγηση και το τέλος. Αλλά και οι ξένοι στρατιώτες, η πολυεθνική παρδαλή στρατιά, οι «πουρκουάδες», οι
«Τόμυδες» και τόσοι άλλοι· η «Στρατιά της Ανατολής».
Στο φόντο της ιστορίας η φωτιά,
το γιαγκίνι του ’17. Φαίνεται να το ξεχνάς, όπως διαβάζεις, ωστόσο αυτό είναι
εκεί. Μπορεί να μην αγγίζει τη ζωή των ηρώων, αυτοί όμως κινούνται διαρκώς στις
παρυφές του, πότε με μια ανησυχία και πότε με αδιαφορία, σαν να μην τους αφορά.
Οσμίζονται τον καπνό, βλέπουν την αναλαμπή, αλλά συνεχίζουν τη δική τους
πορεία. Όσο αυτοί μια το πλησιάζουν και μια απομακρύνονται απ’ αυτό, ο
Κοροβίνης, δεινός μαέστρος της πλοκής, εγκιβωτίζει ιστορίες στον βασικό κορμό
της αφήγησής του. Έτσι, πλέκεται σιγά σιγά η ευρύτερη ιστορία, το κοντινό ή
μακρινό παρελθόν των προσώπων και δικαιολογούνται οι συμπεριφορές τους. Κατανοείς
διαβάζοντας πόσο δένουν μεταξύ τους η ερωτική ιστορία και η φωτιά που καταστρέφει
την πόλη. Το πάθος, ζωογόνος δύναμη του βίου, φθάνει στην καταστροφή, ακριβώς
γιατί μπερδεύονται τα όρια ανάμεσα στον πόθο για εκπλήρωση της επιθυμίας και
στις αντοχές. Και όταν περπατάς στην άκρη του γκρεμού (έτσι βιώνεται το αληθινό
πάθος) ρισκάρεις την πτώση σου. Η φωτιά που κατέκαψε τη Θεσσαλονίκη μέσα σε
τριάντα δύο ώρες (μετά ήταν πια μια άλλη πόλη) ήταν το απαραίτητο φόντο της
ερωτικής ιστορίας που οδηγήθηκε στην καταστροφή· κάηκε ολοσχερώς.
Μέσα από τον κατασκευασμένο θρύλο
του Ασλάν Καπλάν, ο Κοροβίνης πετυχαίνει δύο στόχους συγγραφικούς: δίνει μια
ιστορία που προσιδιάζει στους πραγματικούς λαϊκούς μύθους (μας λείπουν τέτοιες
γλαφυρές αφηγήσεις που μεταφέρουν ατόφιο το κλίμα της εποχής αλλά και το ήθος
των απλών μα τόσο ξεχωριστών ηρώων), και ταυτόχρονα η ιστορία του αποτελεί έναν
έμμεσο σχολιασμό σε διαχρονικά προβλήματα, σε φλέγοντα ανοιχτά (ως πότε άραγε;)
θέματα γύρω από τον πολύπαθο όσο και ενδιαφέροντα χώρο της Μακεδονίας.
Σημαντικό, πιστεύω, αυτό το δεύτερο, καθόσον δεν συναντάμε συχνά σε
μυθιστορήματα την «τοποθέτηση» του συγγραφέα· οι περισσότεροι προτιμούν να
αποφεύγουν έτσι κι αλλιώς τα θέματα που καίνε. Η τέχνη του Κοροβίνη έδωσε εδώ
μια καθαρή άποψη με τον απαραίτητο μυθοπλαστικό μανδύα της.
Κράτησα για το τέλος ένα στοιχείο
της γραφής του που πάντοτε προσωπικά με συγκινεί πολύ σε όλα του τα γραφτά. Ο
Κοροβίνης μπορεί και δίνει κάποιες στιγμές της ζωής, απομονώνει κάποια
στιγμιότυπα, που ίσως θα πέρναγαν στη σκιά χαμένα μέσα στην πολύ πιο
εντυπωσιακή πλοκή. Εστιάζει σ’ αυτές τις βουβές και ασάλευτες εικόνες και μέσα
απ’ αυτές δίνει την ψυχή των προσώπων αλλά και των τόπων. Όπως αυτή εδώ που από
μόνη της εμπεριέχει τη στάση ζωής, τη φιλοσοφία του Ανατολίτη, που και αυτός
νιώθει κομμάτι αναπόσπαστο αυτής της πόλης:
Δίπλα στα κρασοβάρελα ήταν καθισμένη μια πονεμένη μορφή, βυθισμένη σε
ιδεώδη γαλήνη, που έφερνε κάπως και σε πατριαρχική φιγούρα της Βίβλου, σαν του
Αβραάμ ή του Ιώβ. Μοναχικός τύπος με μακρύ, μπαλωμένο, γκριζωπό καφτάνι, βαθυπράσινο
σαρίκι και παντόφλες καφετιές δερμάτινες, λιωμένες σχεδόν, κουτσοέπινε
τσιμπώντας κάπου κάπου καμιάν ελιά ή μασουλώντας μια μπουκιά μπομπότα. Έμοιαζε
σαν μουσουλμάνος δερβίσης, λησμονημένος εκεί μέσα απ’ τον παλιό καιρό των
Οθωμανών, σαν να ήταν ένα κομμάτι απ’ τον ασάλευτο διάκοσμο του καπηλειού απ’
τον 15ο αιώνα, θαρρείς, τότε που ’χε πάρει ο σουλτάνος Μουράτ την
πόλη. Κάπου κάπου καθόταν ακίνητη στο μέτωπο ή στην άκρη της μύτης του καμιά
παχιά μύγα, μα δεν την έδιωχνε, ούτε καν κουνούσε το κεφάλι του, νόμιζες μην
τυχόν και την ανησυχήσει!
Ναι, οι καλές γραφές μαγεύουν,
παρασύρουν τον αναγνώστη στον ρυθμό τους, έντονο της πλοκής και της δράσης ή
σιγανό και αργά λικνιστικό των πιο
ξεχωριστών εικόνων. Κι εδώ ετούτη η γραφή μιλά για την αγαπημένη πόλη, που όλα
τα έχει μέσα της και όλα τα στριφογυρίζει στη δίνη του χρόνου για να δέσουν
μεταξύ τους τα παράταιρα υλικά. Τουλάχιστον αυτή ήταν τότε η Σαλονίκη. Και
αξίζει να μιλάς γι’ αυτήν και να της πλάθεις ιστορίες για παθιασμένους έρωτες
μέσα σε πυρκαγιές, αφήνοντας να φανούν στο βάθος της σκηνής οι δρόμοι και τα
σοκάκια της, ο χώρος με τη γοητευτική πολυμορφία του, ο καμβάς για το πολύχρωμο
ανθρωπομάνι που καθόρισε τη φυσιογνωμία της.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου