Τυφλά ψάρια
του Δημήτρη Σίμου
εκδόσεις Bell
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/tyfla-psaria-dimitris-simos/
στα σκοτεινά νερά της αστυνομικής λογοτεχνίας
Η υπόθεση θύμιζε καμουφλάζ ψαριού. Ήξερα πως η λύση ήταν μπροστά μου
και δεν μπορούσα να τη διακρίνω. Ένα ψάρι που παίζει μαζί μου έξω από το θαλάμι
του χωρίς να μπορώ να το ξεχωρίσω. Δεν μπορούσα να το δω σε τέτοιο βάθος.
Έπρεπε να το οδηγήσω πιο κοντά στην επιφάνεια του νερού, εκεί όπου οι ακτίνες
του ήλιου διαπερνούν το νερό και το τυφλώνουν. Ένα τυφλό ψάρι δεν μπορεί να
αντιληφθεί το χρώμα του περιβάλλοντος και δεν αλλάζει χρώμα, παραμένει ακίνητο.
Χρειαζόμουν φως, τα στοιχεία που θα χάλαγαν το καμουφλάζ του. Τα στοιχεία που
θα τύφλωναν το ψάρι μου.
Τα «Τυφλά ψάρια» είναι η δεύτερη
ιστορία του αστυνόμου Καπετάνου, μετά τα «Βατράχια». Και οι δύο ιστορίες στη
σειρά Σκοτεινά νερά, τίτλος που παραπέμπει στο ύφος της Αστυνομικής λογοτεχνίας,
ελκυστικής για το μυστήριο που καλύπτει τις γραφές της και τη σταδιακή ανέλκυση
της αλήθειας των γεγονότων από τα βαθιά και αφώτιστα νερά στην επιφάνεια και
στο άπλετο φως. Ταυτόχρονα ο τίτλος θυμίζει το υγρό στοιχείο που χαρακτηρίζει τις
ιστορίες του Δημήτρη Σίμου: υγρασία στην ατμόσφαιρα, λάσπη που κρύβει μέσα της
μυστικά, ένας υδάτινος κόσμος που ενισχύει το μυστήριο της πλοκής. Γράφοντας
πριν καιρό ένα κριτικό κείμενο για την πρώτη ιστορία του Δημήτρη Σίμου και
σχολιάζοντας την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του αστυνόμου Καπετάνου είχα μια
επιφύλαξη ως προς τη συνέχεια (την οποία ωστόσο ευχόμουν):
[…] Η φυσιογνωμία του αστυνόμου Καπετάνου, ενδιαφέρουσα σ’
αυτή την πρώτη επαφή του με το αναγνωστικό κοινό. Πείθει με το προσωπικό του
δράμα να βγαίνει κάθε τόσο στην επιφάνεια και να καθορίζει τη στάση του
απέναντι στα πρόσωπα του στενού του περιβάλλοντος, αλλά και να κατευθύνει τη
δράση του, μια που αυτός ως οδηγός-καπετάνιος (ας μου επιτρέψει ο συγγραφέας το
λογοπαίγνιο με το όνομα του ήρωά του) καλείται να βρει την κατάλληλη πορεία
πλεύσης. Άλλωστε άλλα λάθη δεν του επιτρέπονται, δίπλα σ’ αυτά που του
στοίχισαν την προσωρινή απομάκρυνσή του από τη δράση. Σκέφτομαι ότι η επόμενη
παρουσία του αστυνόμου θα πρέπει να προβληματίσει τον συγγραφέα, καθόσον θα
έχουν εκλείψει πλέον αυτές οι προσωπικές πτυχές στο προφίλ του ήρωά του. Αυτές,
όμως, είναι που στο συγκεκριμένο βιβλίο κάνουν τον ήρωα οικείο και του
προσδίδουν τη μεσογειακή ιδιοσυγκρασία.
(απόσπασμα του άρθρου μου «Ο βάτραχος του παραμυθιού και η
λάσπη του τοπίου», δημοσιευμένο στο περιοδικό booktour για τα «Βατράχια»).
Διαβάζοντας τώρα τη δεύτερη
ιστορία βρίσκω πως ο Σίμος με άνεση επαναφέρει τον αστυνόμο του μέσα στη νέα
πλοκή διατηρώντας τα χαρακτηριστικά του (ενοχές και ανασφάλειες), προχωρώντας
την προσωπική του ιστορία ένα βήμα πιο πέρα χωρίς όμως να εξαλείφονται οι
βαθύτερες πτυχές των αδιεξόδων του, χτίζοντας έτσι το οικείο περιβάλλον που στο
εξής (και πάλι με την ευχή να συνεχίσει) θα αναζητούμε σε κάθε νέα ιστορία του.
Ταυτόχρονα διαμορφώνει ένα στυλ γραφής που γίνεται ήδη αναγνωρίσιμο. Διατηρεί
την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Καπετάνου και παράλληλα προσφέρει την τριτοπρόσωπη
παρέμβαση του αφηγητή, ώστε να δίνει από τη μια τη σκέψη του αστυνόμου με όλες
τις διακυμάνσεις της καθώς η πλοκή εξελίσσεται, και από την άλλη να καθιστά
εμάς συνοδοιπόρους στην παντογνωσία του παρατηρητή της ιστορίας που γνωρίζει
περισσότερα από τον ήρωα. Προσθέτει στις παραπάνω εκδοχές της αφήγησης και μια
τρίτη οπτική, μια τρίτη αλήθεια. Ένα από τα θύματα (αυτό που θα ξεκινήσει την
αλυσίδα των εγκλημάτων) κρατούσε ημερολόγιο.
Μια κόκκινη λίμνη. Κολυμπούσα σε κόκκινο καυτό νερό. Δεν ξεχώριζα την
ακτή από τους ατμούς. Εγώ μόνη μέσα σε σύννεφο. Το νερό κόχλαζε, αλλά δε
ζεσταινόμουν. Ήταν τέλεια. Πού και πού μικρά κυματάκια με έσπρωχναν,
στροβιλίζοντάς με μουδιασμένη. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Συγγνώμη, αγοράκι μου.
Ξέρω, μωρό μου, σου το είχα υποσχεθεί, αλλά δεν μπόρεσα. Είμαι φριχτή μάνα. Αποτυχημένη.
Το σκέφτομαι συνέχεια. Αυτό το Μέκκα. Αυτή η σκατοσκόνη με έχει φλιπάρει.
Πού θα συναντηθούν οι τρεις
εκδοχές; Πώς θα συμπληρώσει η μία την άλλη, προκειμένου να φτιαχτεί η πλήρης
εικόνα; Ο Σίμος φαίνεται να έχει την αίσθηση του χώρου και του χρόνου της
ιστορίας του και τοποθετεί σκηνοθετικά τους ήρωές του μέσα στα πλάνα/κεφάλαια,
ώστε να μην περισσεύει τίποτα αλλά ούτε και να λείπει. Έχει σαφή επίγνωση των
ορίων, ώστε να μη φτάνει σε υπερβολές· κατανοεί ότι το σασπένς σε μια
αστυνομική ιστορία μοιράζεται με φειδώ στις σκηνές έντασης ακολουθώντας τους
ρυθμούς της ανάγνωσης. Σε κάθε κεφάλαιο προτάσσει για τίτλο μια φράση σημαδιακή
του κειμένου, καθοδηγώντας με αυτό τον τρόπο τον αναγνώστη του -ένα είδος
προϊδεασμού- δημιουργώντας την αίσθηση ότι κρατά γερά τα ηνία της αφήγησης και
δεν αφήνει να του ξεφύγει τίποτα από το στήσιμο της πλοκής. Όπως έχει
τοποθετήσει με τη σκηνοθετική ματιά τους ήρωές του, έτσι κατευθύνει και την
προσοχή του αναγνώστη του. Θεωρώ τα στοιχείο θετικό ως προς την αίσθηση που δημιουργεί
για την καλά χτισμένη δομή του κειμένου, κατανοώ ωστόσο μια ένσταση που θα είχε
κάποιος αν έβρισκε κάποια έννοια «χειραγώγησης» της ανάγνωσης σ’ αυτό το
εύρημα.
Ενδιαφέρουσα η μεταφορά της
πλοκής εκτός του αθηναϊκού κέντρου, στην Εύβοια (όπως και στην πρώτη ιστορία).
Εξυπηρετεί την ατμόσφαιρα της ιστορίας το επαρχιακό τοπίο – όχι μόνον ως διαφορετικό
σκηνικό από αυτό μιας πολυπρόσωπης και πολύβουης Αθήνας αλλά και ως μια κλειστή
κοινωνία που δεν φανερώνει πάντα όσα γνωρίζει, που κυριαρχείται από φόβους, που
σκεπάζει πολλά με τη σιωπή της.
Όπως και στην πρώτη ιστορία του ο
συγγραφέας δεν εστιάζει μόνο στα θύματα ως μοναδικές περιπτώσεις αλλά
επεκτείνει την ατομική εικόνα μέχρι να συναντήσει την κοινωνική στην οποία αυτή
εντάσσεται· η γραφή του αποκτά έτσι τα κοινωνικοπολιτικά χαρακτηριστικά που
είναι απαραίτητα προκειμένου μια αστυνομική ιστορία να μην εγκλωβιστεί στον
στενό χώρο μιας αγωνίας που αναζωογονείται όπως περνούν τα κεφάλαια με όλο νέα
θύματα να προστίθενται. Άλλωστε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί απολύτως
ατομική και «στεγανή», καθώς δέχεται επηρεασμούς από τις κοινωνικές συνθήκες
και διαμορφώνεται αναλόγως μέσα σε ένα
περιβάλλον με πολλές μορφές παθογένειας. Πρέπει παράλληλα να δίνεται και
το ευρύτερο πλαίσιο των συνθηκών που επικρατούν (εδώ η κρίση της χώρας
παρουσιάζεται στο πιο απομακρυσμένο πλάνο, όπως πρέπει), ώστε οι ήρωες να
ενσωματώνονται ομαλά σε έναν αληθοφανή χώρο και χρόνο.
Ακριβώς αυτή η αληθοφάνεια της ιστορίας
και τα σαφή περιγράμματα των ηρώων, νομίζω πως είναι από τα μεγαλύτερα
πλεονεκτήματα της συγκεκριμένης γραφής. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί για να
προσδώσει το κατάλληλο ύφος, απλή και χωρίς να φτάνει σε ακρότητες, υπογραμμίζει το κλίμα που καθορίζει τις
συνομιλίες των προσώπων.
«[…] Εδώ στην επαρχία τα
πράγματα είναι πιο αγνά. Πού να φανταστώ πως…» Παύση. Με κοίταξε για αρκετά
δευτερόλεπτα. Το παγωμένο βλέμμα της έμοιαζε να φέρει ταυτόχρονα τη στιβαρότητα
ενός στρώματος πάγου και την επικινδυνότητα του να περπατάς πάνω του. Άνοιξε το
στόμα της και μες στο μυαλό μου ακούστηκαν τα πρώτα τριξίματα.
Ο Σίμος χειρίζεται μια ιστορία
που η πλοκή της θα οδηγήσει σε κυκλώματα ναρκωτικών, σε κρυφές ερωτικές
σχέσεις, σε αγώνα (πέρα από ηθικούς φραγμούς) για απόκτηση εξουσίας. Και τη
χειρίζεται καλά. Ο κεντρικός του ήρωας με τα μεσογειακά του χαρακτηριστικά, ο
Καπετάνος, κινδυνεύει να γίνει εθιστικός για το αναγνωστικό κοινό, το οποίο θα
αναμένει τις νέες υποθέσεις που θα πρέπει να εξιχνιάσει. Το καλό αστυνομικό
μυθιστόρημα (εκεί εντάσσεται η γραφή του νεαρού συγγραφέα Δημήτρη Σίμου) είναι
αληθινή λογοτεχνία (σε πείσμα όσων το αρνούνται, ίσως παρασυρμένοι από ευτελή
παραδείγματα του είδους). Εδώ όμως έχουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα νέα παρουσία
στον χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας, που προοιωνίζεται ακόμα καλύτερη
συνέχεια.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου