«Η
ζητιάνα της οδού Ερμού»
διήγημα
της Αρσινόης Βήτα
μαζί
με δύο φωτογραφίες του Lee Jeffries
Κάθε
πρωί, εκεί γύρω στις οκτώ, περνούσε από τον κεντρικό δρόμο της πόλης.
Μαυροφορεμένη με μια μαντήλα να σκεπάζει τα λίγα άσπρα μαλλιά. Χαρακιές
ανελέητες στο πρόσωπο μα τα μάτια διατηρούσαν μιαν ευγένεια, μιαν αξιοπρέπεια
απαράμιλλη. Ρόζοι στα χέρια που πρόβαλλαν μέσα από τα ξεφτισμένα μανίκια κι ένα
ζευγάρι σανδάλια στα γυμνά πόδια χειμώνα καλοκαίρι. Την ίδια ώρα καθόταν στην ίδια γωνιά κατάχαμα έξω από ένα
πολυσύχναστο κατάστημα. Δίπλα της μια σακούλα από αυτές που χρησιμοποιούν τα
σούπερ μάρκετ διπλωμένη και κλεισμένη σφικτά. Εκεί την έβρισκε το βράδυ λίγο
πριν κλείσουν τα φώτα του καταστήματος κι αδειάσουν οι δρόμοι.
Συχνά κάποιος έσκυβε προς το μέρος της κι
άφηνε στο ροζιασμένο χέρι ένα κέρμα. Εκείνη το έκλεινε στη χούφτα της και
αναζητούσε τα μάτια του. Ένα ευχαριστώ αληθινό έβγαινε από την ψυχή της και
σχήμα έπαιρνε στα χείλη της με ένα αδιόρατο χαμόγελο. Άλλος της πετούσε το
κέρμα, άλλοι οι περισσότεροι της έριχναν μια γρήγορη ματιά και προσπερνούσαν αδιάφοροι.
Μερικοί ούτε που την έβλεπαν, σκόνταφταν πάνω της, έβριζαν μέσα από τα δόντια
τους για το εμπόδιο που στάθηκε στο δρόμο τους και τους χάλασε το σταθερό
βηματισμό τους. Εκείνη δεχόταν κάθε αντίδραση με ηρεμία. Δεν μιλούσε, δεν
αντιδρούσε μόνο άλλαζε λίγο θέση χωρίς να σκύψει το κεφάλι. Μέσα στη νύχτα
έστριβε στη γωνιά του δρόμου και χανόταν. Κανείς δεν ήξερε από πού ερχόταν, πού
έμενε, ποια ήταν. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει. Κανείς! Όλοι την ήξεραν σαν
''η ζητιάνα'' της οδού Ερμού. Ο οίκτος τους είχε βρει στο πρόσωπό της την
έκφρασή του. Πάνω της κατέληγαν τα κύματα της δικής τους συναισθηματικής
ανεπάρκειας. Οι σκέψεις τους έκαναν κύκλο απέχθειας γύρω από τη μαυροντυμένη
φιγούρα. «Μακριά από μας», «τι ωραία που έχουμε το σπιτάκι μας, τη δουλίτσα
μας» και σταυροκοπιούνταν ή γύριζαν με άνεση στη μιζέρια της δικής τους ζωής,
στις ανασφάλειές τους και στην ατέλειωτη αδιαφορία τους. Δεν ήξεραν, δεν ήθελαν
να μάθουν κλεισμένοι στον εγωκεντρικό μικρόκοσμό τους.
Η
ζητιάνα, η άστεγη, η ακαμάτρα. Άκουγε τη φωνή τους μέσα από τα μάτια τους, μέσα
από το σώμα τους, που το διαχώριζαν σαν υπαρκτή πραγματικότητα από το δικό της.
Το βράδυ στη μικρή καλύβα πλάι στη θάλασσα ο αέρας που περνούσε μέσα από τα
καλάμια, η αντάρα των κυμάτων, η νηνεμία, η γαλήνη άλλες φορές, εξιστορούσαν τη
δική της ζωή. Τότε μετρούσε τα κέρματα ένα ένα με προσοχή να μην της παραπέσει
στην άμμο κανένα. Κι έπειτα τα δίπλωνε σε ένα πολυκαιρινό μαντήλι που
ξεφτισμένα πάνω του είχε δυο γράμματα ‘‘Ε.Σ’’. Πάνω σε ένα στρώμα, που το βρήκε πεταμένο δίπλα σε έναν
σκουπιδοτενεκέ και το είχε μεταφέρει με
περισσή φροντίδα στο κατάλυμά της ξεκούραζε το λιγνό σώμα. Τα όνειρα ευθύς
έρχονταν μέσα από τα σφαλιστά μάτια.
Μια
αυλή με πολλά λουλούδια μέσα σε πήλινες γλάστρες και παιδιά να παίζουν κυνηγητό
χαρούμενα. Να μοσχοβολά το καλομαγειρεμένο φαγητό, να ακούγονται από μακριά οι
νότες οι τρυφερές μιας λατέρνας. Η μητέρα να βγαίνει στο κατώφλι του σπιτιού με
την ολοκάθαρη ποδιά να βάζει το χέρι αντηλιά και να παρατηρεί ένα ένα τα
παιδιά. Το κοριτσάκι με την κόκκινη κορδέλα στα μαλλιά τα μαύρα να νιώθει το
βλέμμα της και να τρέχει να την αγκαλιάζει. Σαν μικρό χελιδόνι στη φωλιά ένιωθε
εκεί. Ξάφνου σύννεφα πολλά μαζεύτηκαν, τα παιδιά έτρεξαν να κρυφτούν.
Σκοτείνιασε, κι ο τρόμος πήρε κάθε
χαμόγελο της μικρής αυλής. Τα λουλούδια μαράθηκαν, στέρεψε το νερό κι έμεινε
μόνο ένας κρίνος όρθιος στη μεγάλη γλάστρα, εκεί που στεκόταν η μητέρα στο
κατώφλι με το χέρι της το ένα στο όμορφο πρόσωπο αντηλιά.
Το όνειρο διαλύθηκε από το φύσημα του ανέμου
που δυνάμωνε παρασύροντας στο διάβα του άμμο πολλή. Η μικρή καλαμένια καλύβα
έτριξε μα αντιστεκόταν στη θέλησή του να την ισοπεδώσει. Σηκώθηκε και συμμάζεψε τα λίγα υπάρχοντα σε
μια σακούλα. Η αυγή ξεκινούσε το ταξίδι της στον ουρανό κι εκείνη τώρα
περπατούσε στο δρόμο. Άνοιγε δειλά την
πόρτα του πρώτου αρτοποιείου. Πήρε ένα καρβελάκι ψωμί, πλήρωσε με τα κέρματα που είχε στο
μαντήλι της και με τα λίγα που έμειναν πήγε στο διπλανό ανθοπωλείο κι αγόρασε ένα λευκό κρίνο. Έπειτα
πήρε τη θέση της έξω από το κατάστημα έχοντας δίπλα της τώρα μια πλαστική
σακούλα, έναν κρίνο κι ένα καρβέλι ψωμί διπλωμένο με ένα άσπρο χαρτί. Ήταν ήδη
οχτώ το πρωί.
Αρσινόη
Βήτα
(οι
φωτογραφίες του Lee Jeffries)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου