Περί των διαφορών
ιερής εικόνας
και θρησκευτικού πίνακα
Φοίβος Ι. Πιομπίνος
Εκδόσεις του Φοίνικα
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/ieri-eikona/
«άλλος ο οφθαλμός της πίστης,
και άλλος ο οφθαλμός της Τέχνης»
Έμπειρος ο Φοίβος Ι. Πιομπίνος
στη συγγραφή του δοκιμιακού λόγου, επιχειρεί στο πρόσφατο πόνημά του να δείξει
τη σχέση ανάμεσα στις δύο παραδοσιακές απεικονίσεις του θείου στοιχείου: την
ιερή εικόνα και τον θρησκευτικού χαρακτήρα πίνακα. Όπως σε όλα του τα δοκίμια
θα επιλέξει τον τρόπο της σταδιακής αποκάλυψης, με τον πιο πρόσφορο κατανοητό λόγο,
προκειμένου να είναι απρόσκοπτα προσεγγίσιμες οι απόψεις του στον αναγνώστη του.
Θα ξεκινήσει έτσι από τις
προσωπογραφίες των Φαγιούμ επισημαίνοντας το αυτονόητο της μετάβασης από την
αφή στην όψη, δηλαδή από το σώμα που γλυπτικά αποθέωσε η αρχαιοελληνική τέχνη
στην κατά μέτωπο απεύθυνση του βλέμματος.
Μπορούμε να ισχυριστούμε μετά βεβαιότητος πως τα πορτραίτα των Φαγιούμ είναι
οι αληθινοί πρόγονοι των πρώιμων βυζαντινών εικόνων, στις οποίες κληροδότησαν,
μεταξύ άλλων, το χρυσό φόντο και τη μετωπική στάση των εικονιζομένων.
Η θρησκευτική ζωγραφική, αν και
ξεκίνησε σε Ανατολή και Δύση με μια παράλληλη πορεία ως προς το ήθος των
εικόνων, αναπόφευκτα διαχωρίστηκε με το πέρασμα των χρόνων. Το αυστηρό πρότυπο
της βυζαντινής απεικόνισης δεν ακολουθήθηκε στη δυτική ζωγραφική, η οποία
δέχθηκε και την επιρροή της αναγεννησιακής αντίληψης για την τέχνη (θρησκευτική
και μη) αλλά και της Αντιμεταρρύθμισης. Λογικά μας οδηγεί η ανάλυση του
Πιομπίνου να αντιληφθούμε πώς κατέληξε η δυτικότροπη θρησκευτική παράσταση να
είναι περισσότερο μια εκκοσμικευμένη θεώρηση του θρησκευτικού στοιχείου, που
πλέον προτιμούσε τον θρησκευτικό πίνακα από την ιερή εικόνα. Ενδιαφέρουσα εδώ,
όπως ακριβώς πρέπει να γίνεται στη δοκιμιακή γραφή, η προσωπική αφοριστική τοποθέτηση
του γράφοντος:
[…] η εικονογράφηση των αγίων της Εκκλησίας, εφόσον δεν αποδίδει ή δεν
προσπαθεί να αποδώσει το περιεχόμενο της ιδέας την οποία οι εικονιζόμενοι άγιοι
εκπροσωπούν, δεν δύναται, κατά την προσωπική μας άποψη, να χαρακτηρισθεί
χριστιανική.
Από την εκκοσμίκευση φυσικά δεν
γλίτωσε, όπως θα επισημανθεί, και η ορθόδοξη χριστιανική απεικόνιση των αγίων
μορφών. Ωστόσο παραμένει το χάσμα ανάμεσα στη Ρωμαιοκαθολική και στην Ανατολική
Ορθόδοξη Εκκλησία, με την τέχνη αναπόφευκτα να ακολουθεί την ιδεολογική
διαφορά.
Κανόνας στη δυτική ζωγραφική κατέστη η ρεαλιστική αναπαράσταση όχι μόνο
της -έτσι κι αλλιώς ψευδαισθητικής και ως εκ τούτου απατηλής- πραγματικότητας
αλλά και της περιοχής του υπερβατικού.
Πρόκειται για μια εντελώς
διαφορετική θεώρηση του κόσμου (κατά λογική επέκταση και της ιερής απεικόνισης)
να επιλέγεις την εσωτερίκευση αυτού του κόσμου μέσα σε μια αυστηρή στη
μετωπικότητά της βυζαντινή μορφή και αντιθέτως να εφευρίσκεις τη χρήση της
προοπτικής για να δώσεις την ένταξη της άγιας μορφής μέσα στον περιβάλλοντα
χώρο (βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρουσα στη σημειολογική της διαχρονικότητα την
επισήμανση του δοκιμιογράφου για τη διατήρηση του μετωπικού σχήματος στις
ρεμπέτικες κομπανίες ως γνήσια ενσωμάτωση του κανόνα της μετωπικότητας στον
λαϊκό βίο, ως απόδειξη για την εσωτερίκευση του κανόνα στον ψυχισμό του λαού).
«Άλλος ο
οφθαλμός της πίστης, και άλλος ο οφθαλμός της Τέχνης», θα συμπυκνώσει την
ουσία της διαφοράς ο Πιομπίνος, ερμηνεύοντας έτσι τον τρόπο που κοιτάζουμε μια
βυζαντινή εικόνα και ένα θρησκευτικό πίνακα. Δεν ενδιαφέρει το βάθος του τοπίου
αλλά το βάθος της πίστης, δεν μετρά η φωτοσκίαση αλλά το εσωτερικό φως που
αποπνέει η μορφή. Οι πνευματικοί οφθαλμοί είναι που βλέπουν την αλήθεια, όχι τα
απατηλά μάτια που αποθηκεύουν πλήθος άστοχων λεπτομερειών έχοντας απολέσει την ουσιαστική
μοναδικότητα του ιερού ελάχιστου πλην σημαντικού.
Η εικόνα είναι μια αγιογραφία όχι μια «ζωγραφιά θρησκευτική».
Με ανάλογες προτάσεις θα δοθεί η
ουσιώδης διάσταση ανάμεσα στα δύο προς εξέταση στοιχεία του δοκιμίου. Ενδιάμεσα
θα αναλύει προσθέτοντας κάθε φορά νέα στοιχεία και οδηγώντας σε μια ακόμη
διαπίστωση ανακεφαλαιωτική.
Δεδομένος είναι λοιπόν ο εικονογραφικός τύπος στην αγιογραφία, πλην
όμως ο κάθε αγιογράφος τον ερμηνεύει ανάλογα με την ευσέβεια και τη δεξιότητά
του […]
Διαλεκτική η σχέση, λοιπόν,
ανάμεσα στον αυστηρό κανόνα και στην ελευθερία της δημιουργίας, προκειμένου να
προκύψει η σύνθεση της εικόνας. Διαφορετική η αντιμετώπιση της εικόνας στη
δυτική τεχνοτροπία, στην οποία προβάλλεται ο καλλιτέχνης και η καινοτόμος
έμπνευσή του. Δίπλα σ’ αυτήν την προσωπική προβολή έρχεται η ταπεινή ανωνυμία
του βυζαντινού αγιογράφου. Ωστόσο, παρατηρούνται οι επιδράσεις της δυτικής
τέχνης στη βυζαντινής τεχνοτροπίας
εικόνα, πάλι με την ιδεολογική εμφύτευση των νέων στοιχείων, όπως για
παράδειγμα την απεικόνιση του Πατέρα με τη
μορφή σεβάσμιου γέροντα στην Αγία Τριάδα, η οποία αντικατέστησε τη
συμβολιστική και μόνον ως τότε επιτρεπόμενη απεικόνιση.
Όπως συνηθίζει στα δοκιμιακά του
κείμενα ο Πιομπίνος επιχειρεί στο τέλος μια ανακεφαλαίωση (στο σύντομο Ανακεφαλαιώνοντας), τονίζοντας έτσι τον
επιστημονικό χαρακτήρα του γραπτού του, ο οποίος συνεπικουρείται περίφημα από
τις Σημειώσεις στο τέλος του Δοκιμίου. Παραθέτω εδώ την ακροτελεύτια παράγραφο
του βιβλίου, στην οποία δίνεται η ουσία της ιερής εικόνας και ταυτόχρονα
επισημαίνεται η διαχρονικότητα της λατρευτικής συμπεριφοράς αλλά και η συνέχεια
της ελληνικότητας, ενός θέματος που διατρέχει τα κείμενα του εξαίρετου αυτού τεχνίτη
της δοκιμιακής γραφής.
Όπως τα αγάλματα υπήρξαν τα κύρια λατρευτικά μέσα του αρχαίου ελληνικού
κόσμου, έτσι και οι ιερές εικόνες ήταν και εξακολουθούν να είναι τα κατεξοχήν
λατρευτικά μέσα του χριστιανικού ελληνικού καθώς και του ευρύτερου ορθόδοξου
κόσμου.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου