Εκείνοι που δεν έφυγαν
Αταλάντη Ευριπίδου
εκδόσεις Πόλις
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ | Το ψεύδος και η αλήθεια • Fractal
Το ψεύδος και η
αλήθεια
Μαγικό το ψεύδος της
λογοτεχνίας. Είναι ο τρόπος της να δημιουργεί μέσα από μια πλαστή
πραγματικότητα αληθοφανείς καταστάσεις, ένα σύμπαν ολόκληρο από επινοημένες
ιστορίες εν δυνάμει αληθινές, στο σημείο που ο αναγνώστης συναντιέται μαζί τους
– γιατί είναι στην ουσία η αναγνωστική αποδοχή και οικείωση που τις καθιστά απτές
και τους δίνει σάρκα και οστά. Κάθε φορά που μια ιστορία συνειδητά θα υπερβεί
τα όρια μιας, κατά συνθήκη, ανάμειξης του επινοημένου με το πραγματικό, ανοίγει
το τοπίο της στον χώρο του φανταστικού. Το ενδιαφέρον έγκειται, στην περίπτωση
αυτή, όχι τόσο στην εισχώρηση του φανταστικού μέσα στον ρεαλισμό της
καθημερινότητας ώστε δύσκολα να διακρίνονται οι δύο αντιστικτικές συνθήκες
(μαγικός ρεαλισμός), όσο στη διακριτή παρουσία του εν μέσω αμιγούς
πραγματικότητας. Πιστεύω πως αυτή είναι η περίπτωση του αφηγηματικού τρόπου στα
διηγήματα της πρωτοεμφανιζόμενης Αταλάντης Ευριπίδου. Μέσα σε επτά διηγήματα η
Ευριπίδου χειρίζεται το φανταστικό στοιχείο ως έναν «εισβολέα», που
αιφνιδιαστικά διασπά το ορατό και αισθητό για να δείξει την άλλη όψη των
πραγμάτων.
Αντλώντας από τις λαϊκές διηγήσεις, τους θρύλους, τα παραμύθια, το δημοτικό τραγούδι, θα ξετυλίξει τις ιστορίες της, οδηγώντας το εξωλογικό στοιχείο στις περισσότερες από αυτές έως τα άκρα, να εγκαθίσταται δίπλα στα πραγματικά στοιχεία, σε διακριτή θέση ως προς αυτά. Είναι το λαϊκό, το παραδοσιακό στοιχείο που δεν επιτρέπει την ανατροπή· θα εξαντλήσει τα όριά του μέσα στην ιστορία. Σαν οι δύο όψεις της ζωής να συμφιλιώνονται, να συνυπάρχουν. Σε δύο, όμως, από τις ιστορίες («Μια χούφτα χώμα», που αφορά τα χρόνια της γερμανικής Κατοχής και «Το καλοκαίρι που χάθηκε η χαρά», που παραπέμπει στο νεανικό κίνημα των Υπαρξιστών, στις αρχές της δεκαετίας του ’50), το φανταστικό στοιχείο μοιάζει να γνωρίζει τα όριά του, εισβάλλει αιφνιδιαστικά, επηρεάζει ήρωες και πλοκή, για να αποχωρήσει κατόπιν, αφήνοντας την επίγευση της συνύπαρξης. Δεν είναι, νομίζω, τυχαίο το γεγονός πως οι δύο αυτές ιστορίες έρχονται πιο κοντά στα ιστορικά γεγονότα, και μάλιστα της σχεδόν σύγχρονης εποχής (με ακόμα εμφανή τα σημάδια της), ενώ οι υπόλοιπες αγγίζουν το απώτερο παρελθόν ή χάνονται στα θολά ως προς τον χωροχρονικό τους προσδιορισμό θρυλούμενα. Οι δύο αυτές ιστορίες, έτσι, μοιάζουν σαν «ξένο σώμα» ανάμεσα στις υπόλοιπες. Αν μπορούμε να εικάσουμε τη συγγραφική πρόθεση, ίσως ο σκοπός ήταν να δειχθεί πώς διαχρονικά το στοιχείο του Εκείνοι που δεν έφυγαν"φανταστικού εισβάλλει μέσα στην πραγματικότητα, πώς ισομερίζει την παρουσία του με αυτήν. Προσωπική μου εκτίμηση πως, αν έλειπαν, το αποτέλεσμα θα ήταν πιο «δεμένο». Κι έτσι, όμως, δεν αναιρείται η αξία αυτής της πρώτης πεζογραφικής κατάθεσης. Η Ευριπίδου κατόρθωσε να φέρει τη λογοτεχνία του φανταστικού πρωτότυπα στην ελληνική γλώσσα (να σημειωθεί εδώ ο έξοχος χειρισμός της από τη συγγραφέα, με το αποτέλεσμα να μοιάζει συχνά σαν ατόφιο απομεινάρι της παράδοσης), να δέσει με τέχνη το ψεύδος με την αλήθεια, να χειριστεί τα στοιχεία της παράδοσης ως διαχρονική απόδειξη της ύπαρξης του εξωλογικού. Κι αν ζητούμενο στη σύγχρονη πεζογραφία είναι η πρωτοτυπία στη θεματική και στους τρόπους που αυτή εκδιπλώνεται, τότε έχουμε μια πεζογράφο με αξία.
Σε όλες τις ιστορίες
παρεισφρέει το στοιχείο της περιθωριοποίησης, καθώς οι ήρωες είναι αποσυνάγωγοι
(με κριτήριο το φύλο, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, τη φυσική δυσμορφία
κ.λπ.), γεγονός που τους καθιστά περισσότερο ευάλωτους στην οικειοποίηση του
φανταστικού, μέσα σε ένα κοινωνικό σύνολο που τους αποδιώχνει. Ταυτόχρονα, η
παραπάνω συγγραφική επιλογή εμπεριέχει ένα έμμεσο, πλην σαφές, σχόλιο για τις
διαχρονικές κοινωνικές διακρίσεις και τις επιπτώσεις τους, με αυτό το
χαρακτηριστικό να προσδίδει μια ακόμη ιδιαίτερη αξία στη γραφή της Ευριπίδου.
Στο εξώφυλλο (Άγγελος παραστάτης και δράκοι, έργο του
Αλέκου Κυραρίνη) η συνύπαρξη δύο στοιχείων της παράδοσης, του θρησκευτικού και
του φανταστικού, άλλη μια σύζευξη/ένωση, από την οποία πλείστες οι επινοήσεις,
λαϊκές και λόγιες.
Διώνη Δημητριάδου
Απόσπασμα
Δεν καλοκατάλαβε ο Δήμιος πότε άρχισε να βλέπει το
καθρέφτισμά του στο γυαλί κάτω απ’ τα πόδια του· όχι ακριβώς το καθρέφτισμά
του, αλλά εκείνο κάποιου που του ’μοιαζε πολύ – οικείο και ανοίκειο συνάμα.
Είχε καιρό να δει τον αδερφό του, είχε ξεχάσει πως ήταν φτυστοί, με τα ίδια
μαύρα μαλλιά, τα ίδια σκούρα μάτια. Ως και την ελιά ίδια την είχαν, δεξιά, στο
λιοκαμένο πιγούνι. Έμοιαζε να ’χει την υγειά του και γέλαγε – κάτασπρα δόντια,
ξυρισμένα μάγουλα –, κι ο Δήμιος δεν ήξερε πού να κοιτάξει για να μην τον
βλέπει, να μη θυμάται πως, τη στερνή φορά που τον είχε αντικρίσει, δεν ήταν
παρά καταραμένη, γκρίζα σάρκα σ’ έναν τορβά. («Πέρα απ’ τα γυάλινα βουνά, τους κοκαλένιους κάμπους», σ. 22).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου