Σάββατο 17 Μαΐου 2025

Θοδωρής Γκόνης Κάποια στιγμή θα μάθετε ποιος είμαι Εκδόσεις Άγρα η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

Θοδωρής Γκόνης

Κάποια στιγμή θα μάθετε ποιος είμαι

Εκδόσεις Άγρα

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Θοδωρής Γκόνης: «Κάποια στιγμή θα μάθετε ποιος είμαι»

 


Μια φράση που έρχεται μέσα από τη θάλασσα θα είναι η αφορμή: «Κάποια στιγμή θα μάθετε ποιος είμαι». Έτσι, με τον πιο απρόσμενο τρόπο, ανοίγει στη συγγραφική συνείδηση ένα τοπίο γραφής, έτοιμο να γεμίσει από λέξεις, να συνδέσει τον ρεαλισμό με τη φαντασία, την πραγματικότητα με την επινόηση. Ο Θοδωρής Γκόνης, με μια πεζογραφική δεξιότητα μοναδική (πολύ δύσκολα άλλωστε μπορεί η γραφή του να κατηγοριοποιηθεί), δέχεται την πρόκληση της αφορμής, εκτείνει μυθοπλαστικά τη φράση μέχρι τα όριά της (κι ας μην τελειώνουν αυτά ποτέ), και γράφει μια ιστορία που θα μπορούσε να αφορά τόσο τη γυναίκα που την αφηγείται όσο και τον καθένα από εμάς στην ανάπτυξή της.

Οι ανθρώπινες σχέσεις δεν έχουν κανόνες, δεν δεσμεύονται από καμιά συνθήκη εξωγενή· έχουν τον τρόπο τους να δένονται ακατάλυτα ή να λύονται αυτοστιγμεί. Η μάθε μία είναι πρωτότυπη, πρωτογενής. Κι αν ισχύει αυτό στις πολυπρόσωπες σχέσεις, ακόμη πιο ιδιαίτερη αποδεικνύεται η σχέση των δύο. Καθόλου τυχαία, η αρχαία ελληνική γλώσσα στη γραμματική της, δηλαδή στο «χτίσιμο» της γλώσσας, προέβλεπε τρεις αριθμούς: ενικό, πληθυντικό και δυϊκό, γιατί ένιωθε πως η σχέση των δύο δεν έχει καμία σχέση με τη σχέση των πολλών. Για μία τέτοια σχέση μιλάει ο Γκόνης.

Για δέκα χρόνια μια γυναίκα δέχεται καθημερινά ένα τηλεφώνημα από έναν άγνωστο άντρα, που αρνείται να της πει το όνομά του, επαναλαμβάνοντας την καθησυχαστική φράση: «Κάποια στιγμή θα μάθετε ποιος είμαι». Σαν να της δίνει τον χρόνο να σκεφτεί πως η ουσία της επαφής δεν βρίσκεται στο όνομα, που στο κάτω κάτω ένας κώδικας είναι και τίποτα περισσότερο. Όμως, οι ιστορίες που της αφηγείται έχουν περιεχόμενο, έχουν αλήθεια και αυθεντικότητα, είναι αυτές οι ίδιες η ουσία. Κάθε που ανανεώνεται η τηλεφωνική «παρουσία» του άγνωστου άντρα, η γυναίκα ανανεώνει και την ελπίδα της να μάθει την ταυτότητά του. και πάντα διαψεύδεται. Ώσπου κάποτε η επικοινωνία σταματάει. Η αφήγηση εκκινεί από το σημείο που αυτή η αναμονή τελειώνει, όταν εξαντλείται και η ελπίδα της επανένωσης μέσα της.


 

Μα πώς δένονται έτσι ο άνθρωποι από εκεί που δεν το περιμένουν… για μένα δύο χρόνια τώρα είναι σαν να έχει αδειάσει η θάλασσα, σαν να έχει κρατήσει τόσο νερό όσο χρειάζεται το βατραχάκι στη στέρνα, ίσα ίσα για να αναπνέει, έτσι κι εγώ κρατιέμαι  περιμένοντας το τηλεφώνημά του, μα ποιος δένει έτσι τους ανθρώπους, ποιος στέλνει όλα ατά τα δάκρυα, ποιος κάνει αυτά τα συνοικέσια, αυτά τα προξενιά, ποια στιγμή, ποιος ανοιχτός ουρανός; (σσ. 14-15).

 

Είναι τότε που η γυναίκα θα επεξεργαστεί αυτή την ιδιόμορφη σχέση ως μέσον προς τη δική της αυτογνωσία. Κι έχει ξεχωριστή σημασία πως σ’ αυτή την εξομολόγηση, σ’ αυτό το ταξίδι προς τα εσώτερα βαθιά, οδηγεί τη γυναίκα ηρωίδα μια αντρική συγγραφική φωνή, με μια ευστοχία που αποδεικνύει ότι υπάρχει δρόμος επικοινωνίας πέρα από τη διάκριση των φύλων, από όσα φαινομενικά μας χωρίζουν. Η μοναξιά, η ανάγκη επαφής, η απόγνωση, η ματαιωμένη ελπίδα, μοιάζουν να είναι κοινός τόπος. Μέσα από τον τρόπο που ο Γκόνης διαχειρίζεται την τραυματισμένη ψυχικά γυναίκα, μέσα από την αδυναμία της να σταθεί σ’ έναν κόσμο λειψό σε συναισθήματα, σε κατανόηση, βλέπουμε και την αδυναμία του άγνωστου συνομιλητή της, την ατολμία του ίσως, τον δικό του ανάλογο φόβο, που τον οδηγεί, εικάζουμε, και στην ανωνυμία του και εν τέλει στη φυγή του. Τα όρια καταργούνται. Μπροστά μας, χωρίς καμία παραποίηση, ο μοναχικός άνθρωπος, ο αναζητητής της συνομιλίας, της επαφής, της συνεύρεσης. Αν για τη γυναίκα ήταν στήριγμα η άγνωστη φωνή στη  μοναξιά της, το ίδιο θα μπορούσε να συμβαίνει και στον άγνωστο που ήθελε έναν ακροατή να του ιστορεί, να νιώθει λιγότερο βαριά τη δική του απομόνωση. Αναγνωστικές υποθέσεις, βέβαια, αλλά η καλή γραφή έχει αυτή τη δύναμη, να ανοίγει  χαραμάδες να εισχωρήσει ο αποδέκτης της. Κι αυτή η γραφή έχει πολλά ανοιχτά περάσματα.

Ο τόπος, αρχικά, θα μπορούσε να είναι το αγαπημένο Ναύπλιο του συγγραφέα, αλλά και ο κάθε τόπος με ανοιχτή θάλασσα να σε προσκαλεί σε προσωπικές διαφυγές. Ο χρόνος, άχρονος έτσι κι αλλιώς, ελεύθερα συνείρεται με οποιαδήποτε στιγμή η παρουσία γίνεται απουσία. Η γυναίκα είμαστε όλοι εμείς που αρπαζόμαστε από τις λέξεις, από τις εικόνες, τα ακούσματα, τις φωνές για να σωθούμε. Εμείς που «κάποια στιγμή θα μάθουμε ποιοι είμαστε», με τη βοήθεια ή όχι των άλλων. Αλλά και η γραφή, πάνω από όλα, είτε ως δημιουργία είτε ως ανάγνωση, δεν είναι τάχα αυτό το παίδεμα των λέξεων, δεν είναι η μνήμη των τόπων και των ανθρώπων, δεν είναι μια αποτύπωση, ό,τι αφήνει πίσω της μια διαρκής εναλλαγή από παρουσίες και απουσίες, δεν είναι οι ζωντανοί και οι νεκροί που έχουμε μέσα μας;

Η ιστορία του Γκόνη, για μια ακόμη φορά, αγγίζει τον ποιητικό ρυθμό, με έναν ρέοντα λόγο, με μικρές ανάσες, να προφτάσει να τα πει όλα, να μην πνιγεί. Διαβάζοντας την εξομολόγηση της γυναίκας, διακρίνεις τον μόχθο της γραφής, να καβαλήσει το κύμα, να μη βυθιστεί, να αποπερατώσει τον αγώνα με τις λέξεις. Ο Γκόνης γεννήθηκε για να λέει ιστορίες, με όποιον τρόπο, ποιητικό, πεζό, τραγουδιστό, θεατρικό. Γι’ αυτό και θα βάλει στο στόμα της γυναίκας τον δικό του πόνο για τους απόντες ανθρώπους στη ζωή μας, για τα ιστορούμενα που χάνουν τη φωνή τους. Κι εδώ, σ’ αυτό το απόσπασμα που ακολουθεί, σ’ αυτά τα καταιγιστικά ερωτήματα,  θαρρώ πως κρύβεται όλη η ουσία της συγκεκριμένης ιστορίας:

 

Μα γιατί ο άνθρωποι σταματούν τις ιστορίες, γιατί αποσύρονται, γιατί δεν χαιρετούν όταν φεύγουν οριστικά, γιατί τελειώνουν, γιατί κλείνουν το λογαριασμό, γιατί βιδώνουν το καπάκι, γιατί η ώρα πέρασε, τέλος, γιατί σιωπούν, γιατί σβήνουν το κερί, γιατί κλείνουν τη βρύση, γιατί σφραγίζουν την πόρτα, γιατί βουβαίνονται, γιατί κόβουν το σύρμα, γιατί δεν αφήνουν ένα σημείωμα, μια λέξη γραμμένη στο χαρτί, ένα πορτοκάλι στο περβάζι με καρφωμένα εκατό γαρύφαλλα, γιατί δεν ταχυδρομούν ένα γράμμα, γιατί δεν κουνάν ένα λευκό μαντίλι, γιατί δε στέλνουν με έναν περαστικό ένα μήνυμα, με ένα περιστέρι, δεν ανάβουν μια φωτιά σε μια ψηλή κορφή, δε ρίχνουν μια τουφεκιά με το τουφέκι τους, ένα μπουκάλι στο πέλαγος, ένα κόκκινο μπαλόνι στον ουρανό, γιατί δεν κυλάνε έναν βράχο από ψηλά, γιατί δεν πετούν ένα τόσο δα μικρούλι χαλικάκι στο παράθυρό σου, στο τζάμι,  μια τόση δα ραγισματιά, γιατί ξαφνικά αδειάζουν οι δρόμοι, πού πάνε, πού χάνονται τα λόγια, πού κρύβονται, σε ποιες στοές, σε τι σκοτάδι, ποιοι ποταμοί τούς παίρνουν με το καλαθάκι τους και πού, σε ποιο δέλτα, σε ποιες θάλασσες, σε τι λιμάνια τούς βγάζουν, ποιος τους καλεί, ποιος τους ανακαλεί και ποιος τους μεταθέτει, σε ποιο φυλάκιο, σε ποιο προσκέφαλό τους χρεώνουν, ποια αϋπνία τους χρειάζεται φρουρούς στη νύχτα της, ποιος πορθητής δροσιά στον πυρετό τους, ποιες χίλιες και μία νύχτες τους ζητούν τις ιστορίες τους. (σσ. 39-40).

 

Στο εξώφυλλο μια φωτογραφία του Στράτου Καλαφάτη, Θάλασσα της Αστυπάλαιας (από την ενότητα Αρχιπέλαγος), με το χρώμα του ουρανού να δένει με αυτό της θάλασσας, να φτιάχνει μία εικόνα, ένα καθρέφτισμα-αντικαθρέφτισμα. Όπως η γυναίκα που καθρεφτίστηκε μέσα στα μάτια ενός άλλου, και οι δύο μαζί στη σκέψη και τη γραφή του Θοδωρή Γκόνη.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου