του Γιώργου Σπηλιόπουλου
εκδόσεις Βακχικόν
γράφει ο Παναγιώτης Χαλούλος
«Λοιπόν,
αποφάσισα κι εγώ να γράψω ένα βιβλίο με μερικά από όσα φαντάστηκα πως έχω
ζήσει» γράφει ο Γιώργος Σπηλιόπουλος στον Πρόλογο του
βιβλίου και συμπληρώνει πως «τα μόνα κείμενα που αποτελούν πραγματικά
γεγονότα είναι τα δύο διηγήματα της κόρης μου». Μπορεί τα υπόλοιπα κείμενα
να μην αφηγούνται πραγματικά γεγονότα ή να μπλέκονται πραγματικά στοιχεία με
στοιχεία μυθοπλασίας, που εντούτοις χαρακτηρίζουν τη ζωή του, μας μιλάνε για το
χαρακτήρα του συγγραφέα. Άλλωστε ο χαρακτήρας και η ψυχή του συγγραφέα φαίνεται
πάντα μέσα από τα γραφτά του, έτσι κι αλλιώς. Η μετριοφροσύνη του φαίνεται από
τις πρώτες εκλογές, στα μαθητικά του χρόνια: «…αφού ψηφίσαμε μέσα στην τάξη
μεταξύ μας για να βγάλουμε πρόεδρο και γραμματέα, εγώ δεν βγήκα πρόεδρος, αλλά
γραμματέας, χάνοντας τη θέση αυτή για μια ψήφο, τη δική μου, αφού δεν είχα
ψηφίσει τον εαυτό μου, γιατί δεν ήξερα πως είχα αυτό το δικαίωμα ούτε και είχα
κάνει σε κανέναν αυτή την ερώτηση, αφού θεωρούσα αυτονόητο ότι δεν ψηφίζουμε
εαυτούληδες!»
Γνώρισα τον
Γιώργο Σπηλιόπουλο ως ένα ευχάριστο άνθρωπο και συνάδελφο με ποιότητα και
ευγένεια ψυχής, πριν από χρόνια, ως εκπαιδευόμενο συνάδελφο σε σεμινάριο
διδασκαλίας της Ιστορίας με Η/Υ-διαδίκτυο, που διεξαγόταν τις απογευματινές
ώρες στο σχολείο μου.
Αναφερόμενος
στο όνομά του ο Γιώργος, στην αρχή του διηγήματος «Ο ΚΟΣΜΟΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ
ΑΝΑΠΟΔΑ» λέει: «…Τον παππού τον Γιώργη δεν τον γνώρισα ποτέ, … Εγώ, του πατέρα
μου γιος, ως είθισται σε πολλές ελληνικές παραδοσιακές οικογένειες, πήρα το
όνομά του. Καλό όνομα, δεν λέω, ωραίο και αρχαίο, αν και πολύ συνηθισμένο.
Κάποτε είχε έρθει ένα καράβι στο λιμάνι και πιάσαμε με έναν Βούλγαρο ναύτη την
κουβέντα στα αγγλικά κι όταν συστηθήκαμε μου είπε με διάθεση για αστεϊσμό: “Μα
Γιώργο σας λένε όλους, άλλο όνομα δεν έχει στην Ελλάδα;”»…
Μέσα από τις
διηγήσεις του Γιώργου για τα παιδικά του χρόνια ανακαλύπτω αρκετά κοινά
στοιχεία με δικές μου εμπειρίες, βιώματα, λέξεις από το παλιό λεξιλόγιο το
ξεχασμένο ίσως σήμερα, για παράδειγμα: η λέξη «παρασάνταλα», η λέξη «τσίγδαλα»
για τα πικραμύγδαλα, τα αμύγδαλα που ακόμα είναι πικρά ως ανώριμα, «τσάγαλα» τα
λένε συνήθως σήμερα, «καραφλό» έλεγε και ο δικός μου πατέρας όποιον φίλο του ή
γείτονα είχε φαλάκρα (ή καράφλα), «μουγγό» έλεγαν τον κωφάλαλο, όταν κι εγώ
ήμουν παιδί. Στην εποχή μας, της πολιτικής ορθότητας, αποφεύγουμε να χρησιμοποιούμε
αυτούς τους όρους. Νεράιδες συνάντησε ο παππούς Γιώργος στο διήγημα «Ο κόσμος
υπάρχει και ανάποδα» και μάλιστα συνομίλησε με αυτές και συμφωνίες έκανε μαζί
τους, όχι μόνο τις είδε!... Ιστορίες με νεράιδες και άλλα ξωτικά πλήθος άκουγα
από τη γιαγιά μου, που τις πίστευε, και οι γονείς μου μάλλον!... Ασθενικός ως
μικρό παιδί ο Γιώργος, ασθενικός, αδύνατος πολύ κι εγώ, καχεκτικός, στην
αντίστοιχη ηλικία και μάλιστα με κάποια ασθένεια των πνευμόνων κι εγώ, από
σύμπτωση!... Μοναχογιός ο Γιώργος, με τρεις αδελφές, μοναχογιός κι εγώ με δύο,
μικρή η διαφορά, αδελφές!...
«Μια μέρα», γράφει ο Γιώργος, «τη μικρή μου αδερφή την τάισα μερικά κομμάτια
δρακοντιά για να δω αν όντως το φυτό που μας έφεραν δώρο σε κάποια γιορτή της
οικογένειας ήταν δηλητηριώδες.
“Έλα” της είπα
“φάε λίγο από αυτό, να δοκιμάσεις, τι ωραίο είναι”.
Της έδωσα και
κείνη με την αθωότητά της με πίστεψε και το αποτέλεσμα ήταν να την πληρώσει
αυτή την εμπιστοσύνη, άθελά μου μεν, κατάφερα να τη δηλητηριάσω δε… Η
περιέργεια είχε σκοτώσει τη γάτα, που είναι και εφτάψυχη, τον άνθρωπο θα άφηνε
να της ξεφύγει;»
Δρακοντιά είχε
δοκιμάσει και η δική μου αδερφή, η μικρότερη, κατά προτροπή κάποιου μεγαλύτερου
παιδιού, περαστικού, που θέλησε να πειράξει τη μικρή που έπαιζε σε χώρο γεμάτο
αγριόχορτα, φωνάζοντάς της: «Φάτο, είναι νόστιμο»!... Δεν την πήγαν στο
νοσοκομείο, όπως την αδελφή του συγγραφέα, αλλά η μάνα μας και η γιαγιά τής
έβαλαν τη γλώσσα κάτω από το τρεχούμενο νερό της βρύσης για πολλή ώρα! Τα
ουρλιαχτά της ήταν ...ουρανομήκη!
Πόσα κοινά στοιχεία
της ζωής μας με αφορμή την ανάγνωση του βιβλίου διαπίστωσα!...
Αυτοσαρκάζεται
ο Γιώργος Σπηλιόπουλος στο διήγημά του «Ο Μυζήθρας»: «Τα αυτιά μου ήταν
μεγάλα, πεταχτά. Σαν τηγανίτες. …συνειδητοποιούσα ότι μεγάλα αυτιά έχουν
διάφορα άσχημα ή αστεία όντα, όπως οι γάιδαροι κι οι ελέφαντες. Κι έτσι οι
άλλοι βλέποντάς τα έκαναν κάτι ανυπόφορα σχόλια, αποκαλύπτοντας παραδείγματος
χάριν τις ομοιότητές τους με προπέλες». Και παρακάτω γράφει: «Τόσο
ντρεπόμουν γι’ αυτά που το κούρεμα φάνταζε για μένα μεγάλη δοκιμασία. Γιατί τα
αυτιά μου έβγαιναν στο προσκήνιο σ’ ένα κεφάλι κουρεμένο με την ψιλή…».
Μάλλον ο Γιώργος ανήκει στις τελευταίες γενιές, που, «κεκαρμένοι εν χρω», όπως
έγραφε ο Όμηρος για το κούρεμα «γουλί», βίωσαν αυτή τη βαρβαρότητα του παιδικού
κουρέματος! «Σα μυζήθρας έγινες πάλι! Φτου κι απ’ την αρχή τα περιπαιχτικά
σχόλια κι εγώ έψαχνα να βρω κάπου να κρυφτώ, η γη όμως δεν άνοιγε, άρα έπρεπε
να με καταπιώ κι αυτήν τη φορά έτσι που ήμουν πια! Σα μυζήθρας…». Βιώματα
τραυματικά και για μένα και θυμάμαι με πόσο βαριά καρδιά έπαιρνα το δρόμο για
τον κουρέα της γειτονιάς και μετά το κούρεμα, με την ψιλή, έφευγα τρέχοντας για
το σπίτι, για να μην …προλάβουν να με δουν έτσι κουρεμένο, σαν …μυζήθρα, όπως
μας έλεγαν όλοι! Και η καλύτερη ώρα για το κούρεμα ήταν σε ώρες που είχε
βραδιάσει, ώστε το σκοτάδι, στους ελάχιστα φωταγωγημένους εκείνη την εποχή
δρόμους, να με καλύπτει κάπως στα μάτια των περαστικών, όχι μόνο των γνωστών
και γειτόνων!...
Με γλώσσα που
εκπέμπει μια αμεσότητα η γραφή του Γιώργου. Μια φυσικότητα, που δίνει την
αίσθηση του προφορικού λόγου και γι’ αυτό διαβάζεται ευχάριστα χωρίς να
κουράζει τον αναγνώστη με λογοτεχνισμούς, ωραιολογίες και φλυαρίες.
Όταν πήρα στα
χέρια μου το βιβλίο του Γιώργου Σπηλιόπουλου, τους στίχους του Γεώργιου
Βιζυηνού από το ποίημα «Το όνειρον» μού έφερε στο νου ο τίτλος του βιβλίου και
υποψιάστηκα γιατί έδωσε το όνομα αυτό στη συλλογή διηγημάτων του...
«Εψές είδα στον ύπνο μου
ένα
βαθύ ποτάμι
–Θεός
να μην το κάμη
να
γίνη αληθινό!...»
(Το
όνειρον, Γεώργιος Βιζυηνός)
Σε …βαθύ
ποτάμι είδε ο Γιώργος να βυθίζεται η Γιωτούλα, η μικρή ξαδέρφη του, όταν έφυγε
από τη ζωή ξαφνικά: «Εκείνο το μεσημέρι, το μικρό αγόρι ήρθε για πρώτη φορά
σε γνωριμία με κάτι απόκοσμο, πρωτόγνωρο…» και, όπως λέει, «Μπορεί τα
παιχνίδια σας να μένουν κάπου εκεί κοντά σου, αλλά δεν είναι παιχνίδια πια…»
και «δεν ξεχνάς – όσο παραμένεις παιδί – το παιδί που έφυγε από το όνειρό
σας, το κοινό σας όνειρο». Οδυνηρό να βλέπει την κούκλα της και να
σκέφτεται: «Η κούκλα, η ντυμένη νυφούλα όπως κι η πεθαμένη κοπελίτσα,
ακίνητη».
Αυτός ήταν ο
πρόλογος στο βαθύ ποτάμι της ζωής του Γιώργου, το άσχημο όνειρο έγινε αληθινό
για πρώτη φορά στη ζωή του. Ποτάμι είναι η ζωή μας και κυλά άλλοτε ήρεμα,
άλλοτε με δυναμική ροή ή με ορμητικότητα καταστροφική, άλλοτε επιπλέουμε,
άλλοτε κολυμπάμε στα νερά του – λένε πως το κολύμπι στο ποτάμι δεν είναι
εύκολο, κι αν ακόμα ξέρεις να κολυμπάς καλά στη θάλασσα – κι άλλοτε μπορεί να
βυθιστούμε και, αν σωθούμε, τυχεροί θα είμαστε!
Δύο ανθρώπους
έχω γνωρίσει, φιλόλογοι και οι δύο, από σύμπτωση, που τους έτυχε να βυθιστεί
στο βαθύ ποτάμι ένα παιδί τους, κορίτσια και τα δύο, πάλι από σύμπτωση, στη μία
περίπτωση κατά κυριολεξία παρασύρθηκε από ορμητικά νερά στο Λούσιο ποταμό σε
ώρα ξαφνικής καταιγίδας (ίσως θα θυμάστε το δυστύχημα εκείνο), στη δεύτερη από
ένα μοιραίο τροχαίο, που έκανε το κακό όνειρο να βγει αληθινό για δεύτερη και
πιο οδυνηρή φορά για τον συγγραφέα!
Στο διήγημα
της συλλογής ΑΤΙΤΛΟ ΦΟΡΕΜΑ καταγράφει ο Γιώργος σκηνές ενός εφιαλτικού ονείρου,
που έβλεπε μαζί με τη σύζυγό του ζωντανά στο ξύπνιο τους και δεν ήθελε να
πιστέψει: «Σιγά… ένα όνειρο είναι αυτό, θα ξυπνήσουμε»! Το άσχημο όνειρο
άρχισε, όπως λέει, «Μια όμορφη καλοκαιρινή νύχτα, από κείνες που μοιάζουν με
δροσερά δεκαοχτάχρονα κορίτσια. Από κείνες που το πρωινό τους ήταν σαν τις
θάλασσες». Η πρώτη δύσκολη νύχτα. «Η νύχτα είναι βαθιά, το φως της όλο
σκιές, όπως στα όνειρα…». Με αγωνία και φόβους στους χώρους αναμονής των
χειρουργείων του νοσοκομείου, αλλά και ελπίδες στήριξης από τους γιατρούς και
την επιστήμη τους: «Λοιπόν, μάλλον έτσι με βλέπανε, έναν επαίτη, να ικετεύω
ένα ψίχουλο ελπίδας, μια δύναμη κουράγιου από τη γνώση τους», γράφει. Η
όμορφη μέρα που ξημέρωνε δεν ήταν πλέον όμορφη, το φως αποκάλυπτε μια
πραγματικότητα, που έπρεπε πάση θυσία να απωθηθεί: «…όχι ακόμα ήλιε, μακάρι
να αργήσει να έρθει το αύριο, ας μείνει ακόμα λίγο το σήμερα, μήπως προλάβω να
το αλλάξω. Και αύριο να μην έχει συμβεί το χθες… να σταματήσει ο χρόνος, να
γυρίσει μερικές ώρες πίσω, τότε που το όνειρο ήταν δίχως ετούτη την πληγή μου».
Και πέρασαν
έντεκα μέρες απεγνωσμένων ελπίδων μέχρι που ξημέρωσε «το μαύρο φως εκείνης
της μέρας», όπως τη χαρακτηρίζει, παρότι «Η μέρα έμοιαζε όμορφη, τι
όμορφη, πανέμορφη. Ο ήλιος έβγαινε πίσω από τα βουνά και προμήνυε μια καθαρή,
διαυγή αυγουστιάτικη μέρα».
Και θυμόμαστε
εδώ του Διονυσίου Σολωμού τους στίχους:
«Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη·
…Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες
κρένει:
“Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει”».
Αλλά και στο
δημοτικό μας τραγούδι ανάλογα:
«Για ιδές
καιρό που διάλεξες, Χάρε μου να τον πάρης,
στο έβγα του
καλοκαιριού, στο έμπα του χειμώνα,
να πάρεις τ’
άνθη οχ τα βουνά, λελούδια από τους κάμπους,
να πάρεις τον
αμάραντο, να τον μαράν’ η πλάκα.»
Πόση ομορφιά
εκπέμπει ο στίχος, ενώ αναφέρεται στο βαρύ πένθος εκείνου που έχασε το
αγαπημένο πρόσωπο!
Η Νεφέλη
«έφυγε» κρατώντας το χέρι της μητέρας της. «Στα γενέθλιά της. Το τελευταίο
της δώρο στη μαμάκα. Στη γυναίκα που της έδωσε ζωή, ένα στερνό αντίο». Ήταν
η μέρα που «Τρεις ζωές χάθηκαν, όχι μία».
Και
συνειδητοποίησε ο συγγραφέας ότι «ο κόσμος μπορεί να υπάρχει και ανάποδα»,
από τότε και μετά! Και, όπως ο παππούς ο Γιώργης συνομίλησε με τις νεράιδες,
έτσι κι ο Γιώργος, αφού γύρισε ανάποδα ο κόσμος του, βλέπει και συνομιλεί με
την καλή νεράιδα του, που έφυγε από το σπίτι των γονιών της – όλα τα παιδιά δεν
φεύγουν κάποτε από το σπίτι των γονιών;… – και έγινε «νεφέλη» στον ουρανό του
πατέρα και της μητέρας της, ένα ουρανό γεμάτο πεταλούδες, που, όπως γράφει ο
Γιώργος, τον πληροφορούσαν: «Μπαμπά, είμαι ελεύθερη τώρα, είμαι ευτυχισμένη
γιατί είμαι παντού, αυτό που πάντα ήθελα, είμαι χαρούμενη, πάω όπου θέλω!».
Συννεφάκι η Νεφέλη στο σύμπαν, που «ομόρφυνε κι άλλο τώρα που ενώθηκε μαζί
του η μορφή της…» και «…ένας ζεστός ήλιος αγκάλιαζε τα σβησμένα της
μάτια και όλα τα όνειρα είχαν γίνει φως και σκοτάδι»… Έτσι από το «βαθύ
ποτάμι» αναδύθηκε ένας κρυμμένος θησαυρός, που τον ανακάλυψε και τον λύτρωσε
στην πορεία του χρόνου!
Σε μια
συνέντευξή του ο Γιώργος αναφέρει: «…ο βυθός του βαθιού
ποταμιού είναι ένας κρυμμένος θησαυρός, το να τον ανακαλύψεις είναι μια εργώδης
διεργασία, από τότε που άρχιζα να τον αποκαλύπτω ακόμα δεν έχω βγάλει άκρη,
όμως δε βιάζομαι. Από εκεί μέσα πάντως έρχεται ένας ήχος εξαίσιος, μια
πανέμορφη μελωδία. Μπορεί να είμαι τυχερός που όταν κάθομαι στην όχθη του
αισθάνομαι τη ρωγμή της κοίτης του να με σημαδεύει κι από μέσα της έρχεται σα
βέλος και μπαίνει στην ψυχή μου γαλήνη, εκείνη η αμεριμνησία του μικρού
παιδιού, εκείνη η δημιουργικότητα του αιώνιου έφηβου, εκείνο το πεντακάθαρο
χρώμα που θέλω να πιστεύω πως από αυτό είναι φτιαγμένος ο παράδεισος».
Δύο όμορφα
κείμενα του βιβλίου είναι γραμμένα από την ίδια τη Νεφέλη, που στο πρώτο
ανακοίνωνε την απόφασή της να εμπνέει τους ανθρώπους «να ευτυχήσουν με τα
πιο απλά πράγματα» και περιγράφοντας ένα ατύχημα με μια αιμόφυρτη κοπέλα
κλείνει με τη φράση «Η ζωή είναι μικρή για να είναι θλιβερή, μωρό μου»
που βλέπει γραμμένη στο βραχιόλι της!... Σαν να ήξερε τι της επεφύλασσε το
μέλλον!...
Και «μια
κάποια Τρίτη» ο Γιώργος ανηφορίζει στο βράχο της Ακρόπολης, παρατηρεί τον κόσμο
και τα θαυμαστά αρχαία μνημεία, ψάχνει να μάθει για τη χαμένη Καρυάτιδα,
θυμάται μια παλιά επίσκεψη στον ίδιο χώρο με τη μικρή του, το χαμένο συννεφάκι,
και μονολογεί: «…θέλω να θυμάμαι, ο Πλάτωνας, νομίζω, το είπε αυτό, η γνώση
είναι ανάμνηση… Θέλω να ξανάρχομαι, γιατί νιώθω πως μαζί της είμαι όταν μαθαίνω
το ένα και το άλλο, η γνώση μου είναι ανάμνηση…».
Σε ένα άλλο
ταξίδι του συναντά και συνομιλεί με ένα προσφυγόπουλο Άραβα που, όπως γράφει,
είχε «ένα χαμόγελο τόσο πονεμένο και σπάνιο, τόσο σύνηθες στους ανθρώπους
που έρχονται από τις φωτιές και τις τραγωδίες», ένα παιδί που ξέφυγε από το
βαθύ ποτάμι της δύστυχης πατρίδας του και σαν κυνηγημένο πήρε το δρόμο για το
δύσκολο ποτάμι της ζωής στην Ευρώπη των ονείρων του, όπως κάποτε οι Έλληνες και
άλλοι Βαλκάνιοι, αλλά και Ασιάτες αναζητούσαν το αμερικάνικο όνειρο ή όταν προσδοκίες
για μια καλή ζωή (φρούδες ελπίδες) τους οδηγούσαν στην ευημερούσα Δυτική
Γερμανία. Με ενσυναίσθηση ο Γιώργος θέλει να τον βοηθήσει, αλλά πώς να είναι
αυτό εφικτό σε μια κοινωνία που αποφαίνεται για ένα προσφυγόπουλο με την
«άποψη»: «Τι θες και ασχολείσαι;… Βρομιάρηδες είναι, τι ασχολείσαι;»!…
Στην ασχήμια της
ανοικτίρμονης κοινωνίας, της ζωής με τα κάθε είδους προβλήματα, αντίδοτο θεωρώ
πως μπορεί να είναι η τέχνη, η οποία γενικά είναι στην υπηρεσία της ομορφιάς,
εκφράζει την ομορφιά ή, έστω, εκφράζεται με όμορφο τρόπο ακόμα και για τα
άσχημα, τα λυπηρά, όσα βαραίνουν την καρδιά του ανθρώπου. Αυτό λοιπόν
καταφέρνει ο Γιώργος με τη λογοτεχνία του, όπως ανάλογα ως φιλόλογος ξέρει να αποκαλύπτει
το ωραίο του λόγου στα κείμενα, σε ένα ποίημα ή πεζογράφημα διδάσκοντας
λογοτεχνία!
Τελικά, «Η
ομορφιά θα σώσει τον κόσμο», όπως έγραψε ο Ντοστογιέφσκι στον «Ηλίθιο» και πολύ
ακούγεται σήμερα, ακόμα και σε πολύ γνωστό τραγούδι; Και με ποιο τρόπο;
Χρέος μας
είναι να καταπολεμάμε ό,τι αντιστρατεύεται την ομορφιά του κόσμου και την
καταστρέφει. Τον κόσμο λοιπόν θα σώσει η ομορφιά της ψυχής, αν αυτό
χαρακτηρίζει τον καθένα μας. Το έγραψε και ο δικός μας ποιητής, ο μεγάλος
Διονύσιος Σολωμός, με το δικό του τρόπο:
«Χαρές και
πλούτη να χαθούν, και τα βασίλεια, κι όλα,
τίποτε δεν
είναι, αν στητή μέν’ η ψυχή κι ολόρθη»
Και ο
συγγραφέας μέσα από τα διηγήματά του στο «Βαθύ ποτάμι» εκφράζει ομορφιά ψυχής
κι ακόμα δάμασε τον πόνο και κράτησε την ψυχή ολόρθη!
Το τελευταίο διήγημα
του βιβλίου είναι μια έκπληξη! Μια περίπτωση εκούσιου εγκλεισμού και
αυτοβασανισμού του κυρίου Ξ. με ένα ιδιαίτερο ύφος, που προλέγει ότι ο
συγγραφέας του θα έχει μια εξέλιξη στον τρόπο γραφής του. Οι περιγραφές και τα
γεγονότα έχουν, κατά τη γνώμη μου, υπερρεαλιστικό στυλ, που διαφέρει από όλα τα
προηγούμενα και νομίζω ότι σωστά μπήκε ως ακροτελεύτιο κείμενο, ώστε να
αποτελέσει σύνδεσμο με επόμενη δουλειά του, μεταβατικό στάδιο σε ένα νέο τρόπο
γραφής, που περιμένουμε να δούμε.
Ελπίζουμε να
συνεχίσει την πορεία της γραφής ο Γιώργος Σπηλιόπουλος και να απολαύσουμε την
εξέλιξη, που είναι σίγουρο πως θα ακολουθήσει!
Ο Γιώργος Σπηλιόπουλος γεννήθηκε και ζει στην Πάτρα και
σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Είναι κάτοχος πτυχίου
λογοθεραπείας και μεταπτυχιακού διπλώματος στα παιδαγωγικά. Είναι
εκπαιδευτικός, ενώ στο παρελθόν έχει εργαστεί ως λογοθεραπευτής. Έχει δημοσιεύσει άρθρα του σε έντυπες εφημερίδες
και περιοδικά, ενώ συχνά δημοσιεύει κείμενά του και στον ηλεκτρονικό Τύπο. Έχει
εκδώσει μία ποιητική συλλογή με τίτλο «Ίρις Μαρία Νεφέλη», εκδόσεις
Συμπαντικές Διαδρομές 2020, και έχει συμμετάσχει σε συλλογικά έργα. Το δεύτερο
βιβλίο του ΒΑΘΥ ΠΟΤΑΜΙ (διηγήματα) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν, Αθήνα
Φεβρ. 2025.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου