Πέμπτη 15 Μαΐου 2025

Η ξένη Claudia Durastanti εκδόσεις Gutenberg σειρά Aldina μετάφραση: Ζωή Μπέλλα-Αρμάου η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

 

Η ξένη

Claudia Durastanti

 εκδόσεις Gutenberg σειρά Aldina

μετάφραση: Ζωή Μπέλλα-Αρμάου

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ΛΕΞΕΙΣ | Η αποκωδικοποίηση μιας πολυσήμαντης λέξης • Fractal

 

 


Η  αποκωδικοποίηση μιας πολυσήμαντης λέξης

 

Πεθαίνουμε και στον τάφο μας ίσως γράψουν το όνομα κάποιου που αγαπήσαμε, το επάγγελμα που ασκήσαμε, μια φράση από το βιβλίο που έχουμε διαβάσει πολλές φορές. Αυτό που δεν είναι γραμμένο στους τάφους μας είναι η απόσταση από το σπίτι. (σ. 202).

 

Διαβάζοντας τα παραπάνω λόγια της Ντουραστάντι σκέφτομαι πως είναι εύκολο να συλλάβουμε την έννοια της ξενότητας ως απομάκρυνσης από αυτό που θεωρούμε «σπίτι» μας. Είναι η αποκοπή από την οικογενειακή εστία, από τον χώρο που την περικλείει, από ό,τι υπονοεί μια οικειότητα. Πώς, όμως, πέρα από τη λογική σύλληψη, βιώνεται η αίσθηση της ετερότητας, πώς αποκτά σώμα και φωνή, και τελικά πώς γράφεται; Αλλά, και ποια τα όρια της αυτο-μυθοπλασίας, πώς καταργείται ο μύθος και φανερώνεται η αλήθεια; Λεπτό το νήμα ανάμεσά τους. Η Ντουραστάντι βρίσκει στην Ξένη της την ποθητή ισορροπία ανάμεσα σ’ αυτό που βίωσε και σ’ αυτό που φθάνει στο χαρτί, κι έτσι αφηγείται μια ιστορία (τη δική της), με τρόπο που την προσωπική καταγραφή να μην την καταπίνει το βίωμα, να το πλησιάζει για να μεταφέρει την αυθεντικότητα του συναισθήματος, αλλά και να απομακρύνεται από αυτό, όσο χρειάζεται για να σταθεί απέναντί του και να το ιστορήσει.

Η δυσκολία της επικοινωνίας, ως ένα πρώτο  βήμα για τη συνειδητοποίηση της ξενότητας, για την Ντουραστάντι ξεκινά από την οικογένειά της, καθώς αντιμετωπίζει το καθημερινό πρόβλημα συνεννόησης με τους δύο κωφούς γονείς της, οι οποίοι αρνούνται να μάθουν και να χρησιμοποιήσουν τη μέθοδο της νοηματικής.

 

Η νοηματική γλώσσα είναι θεατρική και ορατή, σε εκθέτει συνεχώς. Δείχνει αμέσως την αναπηρία σου, ενώ χωρίς χειρονομίες μπορεί να φαίνεσαι απλώς ένα ντροπαλό και αφηρημένο κορίτσι. (σ. 22).

 

Ακόμη δυσκολότερη η επικοινωνία θα καταστεί και με τον περίγυρό της, μέσα από τις αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις (Μπρούκλιν, Ιταλία, Αγγλία) ως παιδί-παρακολούθημα των γονιών, αλλά και κατόπιν με τη δική της πρωτοβουλία, σε μια απόπειρα αποστασιοποίησης από τον οικογενειακό κλοιό και ταυτόχρονα διαμόρφωσης μιας ηθελημένης πλέον αυτονόμησης. Θα αναρωτηθεί:

 

[…] ποιο όνομα να δώσω σε αυτή τη μετανάστευση που αποτελώ πλέον μέρος της. (σ.202).

 

Το γεγονός ότι αφήνει το προσωπικό της βίωμα σε κοινή θέα, επιλέγοντας τη μεταποίησή του υπό τη μορφή μυθιστορήματος, είναι ένας τρόπος να κατανοήσει καλύτερα τον παράξενο κόσμο των γονιών της (κυρίως της μητέρας της), αλλά παράλληλα να αντιμετωπίσει τον δικό της κόσμο, άρρηκτα δεμένο με αυτούς και επηρεαζόμενο διαρκώς από τη δική τους οπτική –εν μέρει ελλιπή εν μέρει προνομιούχο– για τα πάντα γύρω τους. Η απουσία των ήχων προσδίδει μια ικανότητα σύλληψης των απειροελάχιστων δονήσεων, ενώ ταυτόχρονα καταργεί την έννοια των λέξεων ως πολυσήμαντων σημαινόμενων.

Η χρησιμοποίηση της μυθοπλασίας, από την άλλη, λειτουργεί ως μια, τρόπον τινά, «εισβολή» στον πραγματικό της κόσμο, προσφέροντας μια διαφορετική οπτική στο προσωπικό της τραύμα. Η ιστορία της αποκτά μια οντότητα παράλληλη και διασταυρούμενη με τη ζωή της, ξανακερδίζει χαμένες λέξεις μέσα από την καταγραφή των γεγονότων, δίνει «φωνή» στη μητέρα της, ερμηνεύοντας (και ίσως συγχωρώντας) την ιδιότυπη συμπεριφορά απέναντί της, κατανοεί τις αντιδράσεις του πατέρα της, περιγράφει με ξεκάθαρες γραμμές την ξενότητα. Με τον τρόπο αυτό, μεταφέρει στον εαυτό της την «μη κανονικότητα» των γονιών της – ας επιτραπεί ο όρος καταχρηστικά εδώ, καθώς η αποδεκτή κανονικότητα επιβάλλεται στερεοτυπικά από το κυρίαρχο κάθε φορά πρότυπο του «υγιούς». Όλοι, με κάποιον τρόπο, κάποτε θα χάσουμε ό,τι μας παρέχει την οίηση της άφθαρτης δύναμης.

 

Η ανικανότητα να κάνουμε πράγματα που θα έπρεπε να μπορούμε να κάνουμε, η αδυναμία να δούμε, να ακούσουμε, να θυμηθούμε ή να περπατήσουμε, δεν είναι εξαίρεση, είναι μοίρα. (σ. 41).


 

Χωρισμένο σε έξι κεφάλαια (Οικογένεια, Ταξίδια, Υγεία, Εργασία και χρήματα, Αγάπη, Τι ζώδιο είσαι;) το βιβλίο της Ντουραστάντι, που εύκολα κατηγοριοποιείται ως αυτο-μυθοπλασία, δίνει σταδιακά την εικόνα μιας ζωής που πάλλεται ανάμεσα στην αναγκαστική περιχαράκωση σε κανόνες και στις ποικίλες σωστικές διαφυγές, ακόμα και μέσα από την απομόνωση σε προσωπικό προστατευτικό κλοιό, στην ηθελημένη μοναχικότητα, εκεί που η αναμέτρηση με τον εαυτό αποβαίνει συχνά επίσης τραυματική.

Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον σ’ αυτή τη γραφή, κατά τη γνώμη μου, εστιάζεται σε δύο χαρακτηριστικά. Το πρώτο αφορά τον τρόπο γραφής της Ντουραστάντι (ύφος, γλώσσα) που δεν επιτρέπει ούτε τον οίκτο ούτε τη συγκίνηση· αφήνεται ο λόγος στην αναγνωστική πρόσληψη ελεύθερος από σκηνοθετημένο συγκινησιακό καταναγκασμό, γεγονός που δείχνει πόσο βοηθητική αποβαίνει η μυθοπλασία στην απόπειρα συγκρότησης της αυτοβιογραφικής «τοιχογραφίας». Το κάθε γεγονός, όσο βαρύ, όσο περίπλοκο στη διαχείρισή του, χτίζει σιγά σιγά την ταυτότητα της ξενότητας, ίσα ίσα για να θέσει τη δύναμή της υπό αμφισβήτηση. Η ηρωίδα/συγγραφέας με το που αποφασίζει να καταγράψει τη ζωή της, ήδη έχει αποφασίσει να υπερβεί ό,τι την περικλείει. Το δεύτερο χαρακτηριστικό, ως συνέχεια και απόρροια του πρώτου, αφορά το σκόπιμο «άνοιγμα» του κόσμου της προς τα έξω, ώστε να συμπεριλάβει κάθε ομοειδή περίπτωση. Γι’ αυτό και συχνά διακόπτεται η αφήγηση/πλοκή, προκειμένου να διατυπωθούν θέσεις, αφορισμοί, γενικεύσεις, για να φτιαχτεί μια ιστορία που, όπως σχολιάζει ο Όσιαν Βουόνγκ (αυτός κι αν ξέρει από ανάλογες εμπειρίες) όχι μόνο μιλάει στον κόσμο αλλά εισχωρεί μέσα του. Δεν είναι πολλά τα δείγματα τέτοιας λογοτεχνίας που έχουμε στη σύγχρονη πεζογραφία. Γι’ αυτό και η αξία της Ξένης της Ντουρασάντι ακόμη μεγαλύτερη.

Ένα ακόμη διαμαντάκι από τη σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg, με υπεύθυνη τη Ζωή Μπέλλα-Αρμάου, στην οποία οφείλεται και η παρούσα άξια μνείας μετάφραση.

Στο εξώφυλλο (σύνθεση εξωφύλλου: Στέλλα Κατεργιαννάκη, 2024) η γυναικεία μορφή εικονοποιεί την ιδιότυπη ξενότητα, όπως παρουσιάζεται στο βιβλίο, με στραμμένα προς εμάς τα νώτα της, με ανοιχτό όμως ορίζοντα μπροστά της· προσωπική επιλογή η πορεία προς τα εμπρός. Άλλωστε, διαβάζουμε: Ξένος είναι μια όμορφη λέξη, αν κανείς δεν σε αναγκάζει να γίνεις. Κατά τα άλλα, είναι απλώς το συνώνυμο ενός ακρωτηριασμού, είναι ένας πυροβολισμός προς τον εαυτό μας. (σ. 208).


Διώνη Δημητριάδου

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου