Τετάρτη 21 Μαΐου 2025

Μιχάλης Μακρόπουλος … άμμος Εκδόσεις Κίχλη η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

 

Μιχάλης Μακρόπουλος

… άμμος

Εκδόσεις Κίχλη

η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

«… άμμος» του Μιχάλη Μακρόπουλου (κριτική) – Memento mori


 


 

Memento mori

 

Ένας θολός ουρανός, η θάλασσα σαν μια θαμπή μεμβράνη, όλο το σκηνικό εκτεθειμένο σε έναν εμμονικό νοτιά, που όλα τα μεταπλάθει σε εικόνα ζοφερή και αποπνικτική. Οι ανάσες μετρημένες, η άμμος να διεισδύει παντού, από κάθε ξεχασμένη ρωγμή, να καλύψει τα πάντα. Σε ένα τέτοιο τοπίο μάς μεταφέρει ο Μιχάλης Μακρόπουλος στην πρόσφατη νουβέλα του, με τη λέξη άμμος στον τίτλο να λειτουργεί αλληγορικά, με τα αποσιωπητικά να προηγούνται, δηλώνοντας πως πρόκειται για μια κατάληξη και όχι για αρχή. Κι αν είναι η αρχή της ζωής σ’ αυτό που εδώ αποσιωπάται, τότε η άμμος θα δηλώνει και το τέλος της.

Η καθημερινότητα της οικογένειας, όπως περιγράφεται στην ιστορία του Μακρόπουλου, οι κινήσεις των προσώπων (η μητέρα Αθανασία, ο Μανόλης, ο Βασίλης, η Ερατώ και ο πατέρας/αφηγητής), οι διάλογοι μεταξύ τους, όλα συνιστούν μια ατμόσφαιρα υποφαινόμενης απειλής. Σαν κάτι να παραμονεύει να διαλύσει την αμεριμνησία μιας κανονικότητας. Είναι ο πατέρας που σπάει τον φλοιό της εικόνας και νιώθει τον κίνδυνο· έχει τη γνώση, που δεν του επιτρέπει να μείνει στην επιφάνεια των πραγμάτων, σε αντίθεση με τη μητέρα που λειτουργεί με το ένστικτο, βρίσκεται πιο κοντά στο γήινο περίβλημα, πατάει γερά στη γη, αποδέχεται στωικά ό,τι η φύση προκαλεί και αφήνει στο πίσω μέρος του μυαλού της την ανησυχία που θα της προξενούσε η γνώση. Ο χρόνος μέσα της αποκτά μια άλλη διάσταση, πιο εσωτερική, σαν να υπάρχει μόνο όταν του δίνει σημασία. Δίπλα και γύρω από την οικογένεια οι γάτες, σαν χορός σε δράμα αρχαίο, παρακολουθούν, επεμβαίνουν με τον δικό τους ήχο· μοιάζει να γνωρίζουν κάτι που οι άνθρωποι αγνοούν ή αδυνατούν να συλλάβουν – πεπερασμένη, άλλωστε, η δύναμη της λογικής, σαν έχεις να αναμετρηθείς με τα φυσικά πράγματα. Ο πατέρας σαν να βρίσκεται έξω από τον περίκλειστο κόσμο των υπόλοιπων, παρατηρώντας, ερμηνεύοντας, εν τέλει γράφοντας.

Ώσπου, θα φυσήξει ξανά ο βοριάς, θα βρουν οι ανάσες τον ρυθμό τους, ωστόσο μια φράση θα επανέρχεται ατελής και αινιγματική στο μυαλό του πατέρα: «Το ’χαμε πάρει, όμως, απόφαση», και είναι ο μόνος που προσδίδει στη φράση αυτή κάτι πιο βαθύ από μια συνηθισμένη συγκατάβαση. Κοιτάζω το εξώφυλλο, μια λεπτομέρεια από το έργο του Diego Rivera, Creation, 1931. Πρόκειται για μια εκδοχή της δημιουργίας του κόσμου, στην οποία δύο φιδόμορφοι θεοί, χύνοντας φωτιές από το στόμα τους, δημιουργούν τα πρώτα όντα, ανθρώπους, ζώα, ψάρια, φυτά. Τα όντα έχουν μια κίνηση περιστροφική και αμφίδρομη, σαν να έρχονται από τα έγκατα της γης στην επιφάνεια και πάλι σ’ αυτά να επιστρέφουν, ως ατελή. Μοιάζει σαν ο Μακρόπουλος να θέλει να μιλήσει στην ιστορία του για τη σύνδεση αυτής της ζωής με το τέλος της, ή έστω με τη διαρκή υπενθύμιση πως μέσα και στην πιο θαλερή μορφή ζωής εμφωλεύει η κοινή μοίρα όλων, ο θάνατος· από το χάος γεννιέται η ζωή κι εκεί πάλι, στο χάος, επιστρέφει. Όταν παρεισφρέει στην ιστορία το ιερό βιβλίο των Κιτσέ Μάγια, Πόπολ Βου, η έννοια του χάους είναι πλέον εμφανής. Μέσα σ’ αυτό το χάος η ανθρώπινη οντότητα αποκτά τη συνείδηση της θνητότητάς της, όχι μόνον όταν η αόριστη απειλή του τέλους παίρνει σάρκα και οστά μέσω μιας ασθένειας, αλλά σε κάθε στιγμή της ζωής. Ένα «παιχνίδι» της συγγραφικής πρόθεσης θα φανεί, όταν στον αντίποδα του memento mori θα έρθει το memento vivere, μια ισχυρή αντίστιξη: όπου υπόμνηση θανάτου, εκεί και υπόμνηση ζωής, μέσα από τη γραφή (το μόνο δικό του «κτέρισμα»), που από τη στιγμή που φεύγει από τα χέρια του δημιουργού της χάνει τη θνητή αφορμή της και αποκτά αιωνιότητα· ελπίδα ίσως, μέσα στην επίγνωση του άφευκτου τέλους; Πιστεύω πως όχι. Όσο φως κι αν περάσει από τις χαραμάδες, όσος άνεμος κι αν φυσήξει, η άμμος πάντα θα είναι παρούσα, ως υπενθύμιση βαριά και βασανιστική.



Η συγγραφική ιδέα του Μακρόπουλου (η αρχική, φυσικά, γιατί το ίδιο το ίδιο το κείμενο έχει τη δική του δυναμική και συχνά ξαφνιάζει τον δημιουργό του) στρεφόταν γύρω από το δίπολο ζωή-θάνατος (ή μη ζωή), μέσα σ’ ένα κλίμα βαρύ και νοτισμένο από την πνοή του υγρού αέρα, με τον βοριά  μόνο για λίγο να προσφέρει ιαματική ανάσα. Το γεγονός ότι εδώ η γραφή έχει μια ποιητική χροιά ενισχύει την άποψη αυτή, καθώς επιτρέπει, με την αναγκαία πολυσημία των λέξεων, μια εμβάθυνση στο πιο σκοτεινό τοπίο, το ανεξερεύνητο ακόμη και στο «ταξίδι του ύπνου», εκεί που ο πατέρας θα βυθιστεί βαθιά στην άμμο, φθάνοντας σε μια «όψη αθέατη, μέσα στο σκοτάδι μιας κουκούλας».

Ο πατέρας/αφηγητής γράφοντας την ιστορία της … άμμου, καταθέτει την άλλη όψη της ζωής, το τέλος της ή την αθέατη συνέχειά της (ποιος να το πει με βεβαιότητα;), με την αρωγή της ποίησης. Εμβόλιμοι στην ιστορία στίχοι (από την ανέκδοτη συλλογή Μήνες της Εύης Λιακέα) αναλαμβάνουν τον γόνιμο και διεξοδικό διάλογο με τις εναλλαγές του αέρα, με την αύρα της θάλασσας (πάντα εκεί ως αρχετυπικό σύμβολο προς υπενθύμιση κι αυτή της αρχικής κοιτίδας ζωής), τελικά με τη ρέουσα και αποκαλυπτική συγγραφική γλώσσα για τα ανεξερεύνητα μυστικά του κόσμου. Μπροστά στην αδυναμία εξήγησης, η γραφή έχει την ικανότητα να εικάζει.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Απόσπασμα

 

Ήμασταν μπροστά στον πρώτο μύλο και για λίγο μια αντρική φιγούρα με μακριά νιτσεράδα και κουκούλα εμφανίστηκε πλάι στον τέταρτο. Έπειτα χάθηκε. Να έστηνε αυτός τα μικρά Στόουνχετζ στην άμμο; Αναρωτήθηκα στα καλά καθούμενα. Μικρός μπροστά στον μύλο, στον πλατύ ορίζοντα, κάτω από τον ατελείωτο ουρανό, αντιστάθμιζε τη μικρότητά του με το να δεσπόζει γιγάντιος πάνω από τις πέτρες που έστηνε στην άμμο, δίνοντας στη διάταξή τους ένα τρομερό κρυφό νόημα.

Είχα σταθεί ξανά.

«Σκέφτηκα μια ιστορία», της είπα.

«Τι ιστορία;»

«Για έναν μύλο όπου ο μυλωνάς ήταν ο θάνατος, κι άμα τού πήγαινες στάρι να το αλέσει, δεν σου ’δινε αλεύρι αλλά άμμο».

Με κοίταξε – (σσ. 55-56).

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου