Ζωή μέχρι χθες
Γιάννης Ξανθούλης
εκδόσεις
Διόπτρα
Διαβάζοντας το
καινούργιο μυθιστόρημα του Γιάννη Ξανθούλη δεν γίνεται να μην διατρέξει η μνήμη
τα βιβλία του εκείνα που η πρωτοπρόσωπη αφήγηση αναλαμβάνει να καθοδηγήσει την
ανάγνωση στις ατραπούς μιας (πάντα) ξεχωριστής, συχνά περιπετειώδους ζωής.
Γοητευτικός αφηγητής ο ίδιος στον προφορικό του λόγο, επιτρέπει στη λογοτεχνική
περσόνα που επινοεί να ξεδιπλώσει τη ζωή της κερδίζοντας με τον τρόπο της την
πρόκληση του ενδιαφέροντος. Αν και πολλοί μυθιστοριογράφοι επιλέγουν ως τεχνική
την εξιστόρηση των γεγονότων από έναν πρωτοπρόσωπο αφηγητή (που δεν ταυτίζεται
με τον συγγραφέα), ο οποίος είναι και ο κεντρικός ήρωας, δηλαδή είναι
αυτοδιηγητικός, λίγοι είναι αυτοί που κατορθώνουν να αποδώσουν τον ήρωά τους με
τη απαιτούμενη πληρότητα χαρακτήρα.
Είμαι η Ρίτα Βράνη των εβδομήντα δύο χρόνων, πρώην
ένοικος του ρημαγμένου πια Μεγάρου Βράνη, που το κοιτώ απέναντί μου ακριβώς,
καθισμένη σ’ ένα πεντακάθαρο καφενείο Πακιστανού ιδιοκτήτη, μοσχομυρισμένο από
τον εσπρέσο που ρέει από μια μεγάλη μηχανή που φταρνίζεται διαρκώς. (σ.25)
Η Αμφιτρίτη (Ρίτα) Βράνη
της ιστορίας, αφηγείται καταγράφοντας τη ζωή της σε ένα βιβλίο που θα φέρει τον
τίτλο «Ζωή μέχρι χθες» επιτρέποντας στον δημιουργό της/συγγραφέα να δώσει ένα
«βιβλίο μέσα στο βιβλίο» – πρώτη ευφυής επινόηση της συγκεκριμένης γραφής, που
θα αποκαλυφθεί στην πορεία. Η ηρωίδα πλέον δεν είναι απλώς η επινόηση του
συγγραφέα που προτίμησε το πρώτο πρόσωπο από το σύνηθες τρίτο της αφήγησης,
αλλά μια αυτοδύναμη φωνή, πλασματικά αυτόνομη από τον επινοητή της. Κατ’ αυτό
τον τρόπο η πλοκή της ιστορίας αποκτά δομή και γερά θεμέλια, όπως αρμόζει στη
μυθοπλασία που επιδιώκει την αληθοφάνεια ως αναγκαία συνθήκη της αναγνωστικής
πρόσληψης. Για ποιο λόγο να επιχειρήσει κάποιος να καταγράψει την ιστορία του,
αν όχι γιατί πιστεύει ότι αξίζει μια ετεροανάγνωση;
Προφανώς η ζωή της Ρίτας προμηνύεται συναρπαστική.
Συναρπαστική είναι και
η γραφή του Ξανθούλη, ο οποίος συνεχίζοντας τη στροφή τα τελευταία χρόνια σε
πιο ολοκληρωμένες ιστορίες που προβάλλουν περισσότερο διακριτούς χαρακτήρες,
δίνει εδώ την ως σήμερα καλύτερη μυθοπλασία του. Τουλάχιστον για τρεις λόγους:
Αρχικά, δεν μπορεί να
μην επισημανθεί η εύστοχη ως τη λεπτομέρειά της μεταποίηση της σημερινής Αθήνας
σε μια εικόνα της που μας πηγαίνει πολλές δεκαετίες πίσω, στα μισά και πέρα της
δεκαετίας του’60. Η Αχαρνών με τα ακόμη όρθια νεοκλασικά της, το
μεγαλοπρεπέστατο από αυτά με τους πέτρινους αγγέλους στην κορυφή να στεγάζει
την οικογένεια του δερματολόγου-αφροδισιολόγου Κύριλλου Βράνη, με τα αστικά
σπίτια που ακόμη είχαν την υπηρέτρια από το νησί ή το χωριό, τη νεολαία που
μαγευόταν στις αίθουσες κινηματογράφου αλλά και συνειδητοποιούσε σταδιακά τον
ρόλο της στην αμφίρροπη πολιτική κατάσταση. Η Αθήνα με τους κεντρικούς
κινηματογράφους, τα στέκια της νεολαίας, την Κυψέλη, τη Βικτώρια, τα Εξάρχεια,
τα Πατήσια. Περιγραφή μιας πόλης και μιας εποχής. Όποιος την έζησε, θα βρει τον
εαυτό του κάπου εκεί να τριγυρνάει ανάμεσα στους ήρωες της ιστορίας.
Έπειτα, δοσμένη με ισοσταθμισμένη
λεπτότητα και ακρίβεια – οι αλήθειες πρέπει να λέγονται και να γράφονται – η
πρώιμη σεξουαλική αφύπνιση της έφηβης Ρίτας με εικονικό τρόπο στη αρχή και βαθμιαία με έναν άγριο αισθησιασμό,
όταν συντελείται η πολυπόθητη επαφή με
τον δικό της άγγελο, τον Άγγελο, που δεν είναι πέτρινος αλλά όλος σάρκα και
φωτιά· μαζί με τον δίδυμο αδελφό του, «εμείς όλα μαζί τα κάνουμε» θα
διευκρινίσει εξ αρχής, χωρίς να αφήνει περιθώρια αντίστασης στη Ρίτα που θα
τους γευτεί (κυριολεκτικά) και τους δύο και θα μάθει κοντά τους τη ζωή με τον
αισθησιακό τρόπο. Γεγονός που θα την οδηγήσει σε μια γρήγορη ωρίμαση αλλά θα
προκαλέσει τη θύελλα στο αυστηρό περιβάλλον του σπιτιού της – αυστηρό όσο και
υποκριτικά τυπικό στα πλαίσια της κυρίαρχης ηθικής της αστικής κοινωνίας. Μιας
ηθικής ικανής να σε ωθήσει στα άκρα.
Είχα πια καταλάβει ότι η νύχτα με το υποσυνείδητό μου
ασύδοτο, θα παρέμενε για μένα ένα διαρκής τρόμος, με τον οποίο έπρεπε να
αναμετρηθώ – αν και δεν γνώριζα πώς. Μια φράση όχι και τόσο παρήγορη σφηνώθηκε
εκείνο το ξημέρωμα στο κεφάλι μου. φράση που δεν ήμουν καθόλου σίγουρη αν τη
διάβασα κάπου ή αν ερχόταν από το μακρινό μέλλον, με την προϋπόθεση πως είχα μέλλον. […] τι περίεργο,
χρόνια αργότερα συνάντησα μια παρόμοια σε μυθιστόρημα της Γαλλίδας, της Αννί
Ερνώ, που μιλούσε διεξοδικά για το ερωτικό πάθος, ως αθεράπευτα παθούσα η ίδια…(σ.163-164)
Ο τρίτος λόγος που
ξεχωρίζει η ιστορία του βιβλίου αφορά την ίδια την πλοκή, όπως εξελίσσεται,
σταδιακά αποκαλυπτική, φέρνοντας στο φως το πολλαπλό και πολύμορφο τοπίο της
ζωής της Ρίτας. Πόσα αγνοούσε, πόσα παρερμήνευε, πόσα ψέματα των άλλων
διαμόρφωσαν τη ζωή της εν αγνοία της. Θα επιστρέψει στο νεοκλασικό της Αχαρνών,
για να ζήσει μια εμπειρία ανάμεσα στην πραγματικότητα και στις παραισθήσεις, σ’
ένα σπίτι που πλέον στεγάζει έναν οίκο ανοχής, ψάχνοντας τα παλιά της ίχνη.
Γκριζοκόκκινοι ρόμβοι μιας άλλης, πιο συνετής εποχής.
Ευτυχώς, να κάτι γνώριμο. Είναι τα ίδια πλακάκια. Τα όμορφα, μεγάλα πλακάκια.
Τα δικά μας πλακάκια. Ξέρω ότι κάπου εδώ «παίζει» η Αμφιτρίτη-Ρίτα της βιβλικής
εκείνης εποχής… Τα πλακάκια που μια φορά, όταν χρειάστηκε ν’ αλλάξουμε κάποιο
που έσπασε, μου μπήκαν ιδέες ότι μπορούν να γίνουν ο μυστικός πέτρινος κήπος
μου. κι έγιναν, για να κρύψουν τα μυστικά μιας τρελαμένης έφηβης. (σ.75)
Ξανακερδίζοντας τη
θέση της σε ένα σκηνικό, από το οποίο απουσίασε για μια οκταετία βρισκόμενη σε
κωματώδη κατάσταση (καμιά φορά οι απόπειρες αυτοκτονίας δεν πετυχαίνουν), θα
ζήσει για πολλά χρόνια περιπλανώμενη στον κόσμο (μια μη συνειδητή ζωή) και θα
αποφασίσει να ψάξει την αλήθεια, τώρα κοντά στη δύση των χρόνων της, να πάει
πολλές δεκαετίες πίσω και να αναζητήσει τα
ίχνη της χαμένης της μνήμης ως το τέλος, συμφιλιωμένη πλέον όχι με τον
παρελθοντικό χρόνο της μνήμης που αφηγείται, αλλά με τον παροντικό ενεστώτα της
ελπίδας.
Ζωή μέχρι χθες. Κι αυτό το χθες θα ξετυλιγόταν και θα
ξορκιζόταν στο χαρτί. Από χθες και μετά θα με απασχολούσε μόνο το «τώρα». Το
σήμερα. (σ.404)
Αυτή ακριβώς η πλοκή
προσθέτει στο βιβλίο τη διακριτή διαφορετικότητα ενισχύοντας την άποψη ότι ο
συγγραφέας βρίσκεται τα τελευταία χρόνια στην καλύτερη εποχή του, με το «Την
Κυριακή έχουμε γάμο» και το «Εγώ, ο Σίμος Σιμεών», τώρα η «Ζωή μέχρι χθες».
Ιστορίες με προσωπικότητα, με θέμα, με ήρωες ξεχωριστούς· κυρίως ιστορίες που ολοκληρώνουν τον κύκλο
τους.
Δίπλα σ’ αυτούς τους
τρεις λόγους αξίζει η μνεία στη γραφή αυτή καθεαυτή, τη γλώσσα και το ύφος, τη μορφή
που δίνει στα αφηγηματικά κομμάτια αλλά και
στους διαλόγους που η μνήμη τη Ρίτας ξαναζωντανεύει. Από τα πιο καλά
δουλεμένα δείγματα προσωπικής γραφής, έτσι όπως ανιχνεύεται πίσω από τη φωνή
της ηρωίδας μια θέα στη ζωή όπως την εκλαμβάνει ο συγγραφέας, κι ας μην
αισθανόμαστε παρά μόνο τη σκιά του. Πώς αλλιώς όμως να ξορκιστούν όσα βαραίνουν
ανελέητα; Η μυθοπλασία προσφέρει τα σωστικά της μέσα. Με τον στοχασμό εκεί που
χρειάζεται και με το σωτήριο χιούμορ που καθιστά αναγνωρίσιμη τη γραφή του
Γιάννη Ξανθούλη από την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία ως σήμερα. Το χιούμορ
μαζί με τον αυτοσαρκασμό, ικανά σωσίβια να σε βγάλουν από την ταραγμένη θάλασσα
σώο στη στεριά. Επαληθεύοντας ότι η ζωή είναι ένα πολύπαθο ταξίδι, ο συγγραφέας
επιλέγει για το εξώφυλλο του βιβλίου του μια δική του ζωγραφιά με το τρένο και
τη μοναχική φιγούρα στην αποβάθρα.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου