Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2025

Κοραής - Κουμανούδης Η θεωρία του Νεοελληνικού Διαφωτισμού για τη Λογοτεχνία και τη Ζωγραφική Δημήτρης Αγγελάτος Εκδόσεις Gutenberg η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

 

Κοραής - Κουμανούδης

Η θεωρία του Νεοελληνικού Διαφωτισμού

για τη Λογοτεχνία και τη Ζωγραφική

Δημήτρης Αγγελάτος

Εκδόσεις Gutenberg

η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

«Κοραής - Κουμανούδης: Η θεωρία του νεοελληνικού διαφωτισμού για τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική» του Δημήτρη Αγγελάτου (κριτική)

 

 


Ο κανόνας της αληθοφάνειας στη Λογοτεχνία και την Τέχνη

 

Ποιο είναι το θεωρητικό πλαίσιο για τη Λογοτεχνία και την Τέχνη στο πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα; Το ερώτημα αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς πρόκειται  για τα χρόνια εδραίωσης των αντιλήψεων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ως απόρροια της επίδρασης που άσκησαν στην ελληνική διανόηση οι Ευρωπαίοι εκπρόσωποι του Διαφωτισμού από τα μέσα του 17ου αιώνα και εξής. Το κύριο ζήτημα που απασχόλησε τους Νεοέλληνες Διαφωτιστές ήταν η αποσύνδεση από την ανατολική σκέψη (κυρίως τον τρόπο που αυτή ευδοκίμησε ως βυζαντινή προσέγγιση των ιδεών, με την αυθεντία κράτους και εκκλησίας και την απομάκρυνση από τον ορθό λόγο) και η συμπόρευση με τον δυτικό τρόπο θεώρησης των πραγμάτων, που είλκε την καταγωγή του από τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. 

Ο Δημήτρης Αγγελάτος, Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας και Θεωρίας της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, στη μελέτη του αυτή επιχειρεί να αναδείξει τις ιδέες δύο επιφανών της νεοελληνικής διανόησης, του Αδαμάντιου Κοραή και του Στέφανου Κουμανούδη, για τη Λογοτεχνία και την Τέχνη. Πιο συγκεκριμένα, έχει ως άξονες τη θεωρητική αντίληψη του Κοραή για το μυθιστόρημα (1804) και το δοκίμιο του Κουμανούδη για την Τέχνη (Πού σπεύδει η Τέχνη των Ελλήνων την σήμερον, 1845), δύο πεδία δημιουργίας στα οποία αναφαίνεται αντίστοιχα η στερέωση της ιδέας περί εθνικής ταυτότητας και η απελευθέρωση των ψυχικών δυνάμεων μέσω της καλλιτεχνικής δημιουργίας.


Η μελέτη είναι χωρισμένη σε δύο μέρη· Α΄ Οι θεωρητικοί όροι και το πλαίσιο αναφορών για την αληθοφάνεια: Ο πυρήνας της αριστοτελικής Ποιητικής και τα αναπτύγματά της και Β΄ Το νεοελληνικό πλέγμα της αληθοφάνειας: Η αφετηρία του Δοξαρά και οι κόμβοι: Ο Κοραής, ο Κ. Οικονόμος και ο Κουμανούδης.

Έχει ιδιαίτερη σημασία στο Α΄ μέρος η προσέγγιση της αληθοφάνειας, ως αισθητικού (λογοτεχνικού και εν γένει καλλιτεχνικού) κανόνα που κυριάρχησε κατά το β΄ ήμισυ του 19ου αιώνα, στηριγμένου σε δύο αντιστικτικά πεδία (την πραγματικότητα και το ιδανικό), τα οποία παραπέμπουν κατευθείαν στις αντιλήψεις περί δημιουργίας, εκφρασμένες στο Περί Ποιητικής του Αριστοτέλη. Εκεί διατυπώνεται η θέση για τη σύνδεση του έργου με τη πραγματικότητα, με την αποφυγή μιας παθητικής μίμησης αλλά με μια δημιουργία που αφενός θα διαφοροποιείται από τις βασικές απαιτήσεις της πραγματικότητας αλλά αφετέρου θα συντάσσεται με αυτήν «κατά το εικός ή το αναγκαίον», θεμελιώδη αριστοτελική θέση για τη συμφωνία του έργου με τη λογική και φυσική τάξη του κόσμου· άρα, βλέπουμε τη συνύπαρξη της μίμησης (δημιουργικής ωστόσο) της πραγματικότητας με την Τέχνη, ή αλλιώς τη συνύπαρξη του δεδομένου με το επινοημένο. Αυτή ακριβώς η αληθοφάνεια εκφράζει ταυτόχρονα την πίστη στην πραγματικότητα/Φύση και στο καλλιτεχνικά επεξεργασμένο ιδανικό (ως εικόνα του «εικότος και του αναγκαίου») που εν δυνάμει υπερβαίνει τη Φύση, συνιστώντας, ως πλέον αυτόνομο έργο, έναν αφετηριακό άξονα αναφοράς για τους μεταγενέστερους.

Στο Β΄ μέρος ο μελετητής εξετάζει τις θέσεις του Παν. Δοξαρά (Περί ζωγραφίας, 1726, εκδ. 1871) για τη σχέση ανάμεσα στη μίμηση του φυσικού και τη δημιουργία του καλλιτεχνικού έργου, προς επιδίωξη της τελειότητας, που θεωρούνται προδρομικές για τους μετέπειτα Νεοέλληνες Διαφωτιστές κατά το α΄ ήμισυ του 19ου αιώνα, ομοίως την ανάλογη θέση του Winckelmann για τη δημιουργική μίμηση, στηριγμένη στον αρχαιοελληνικό κανόνα περί αισθητικής (Σκέψεις για τη μίμηση των ελληνικών έργων στη ζωγραφική και τη γλυπτική, 1755). Στο μέρος αυτό θα δούμε την αντίληψη του Κοραή για το μυθιστόρημα (ως «πλαστήν αλλά πιθανήν ιστορίαν, γραμμένην εντέχνως και δραματικώς»), θέση στηριγμένη και αυτή στην αριστοτελική περί μίμησης  αλλά και περί δραματικού αφηγηματικού τρόπου. Θα δούμε επίσης τη θέση του Οικονόμου (1817) για την «αληθή» μίμηση, που αποτελεί θεμέλιο των καλών τεχνών, καθώς αντλεί την αξία της από τον φυσικό και ηθικό κόσμο. Οι οικείες αντιλήψεις του Κουμανούδη αναπτύσσονται εκτενώς, με έμφαση στη διάκριση που επιχειρεί (και πάνω της στηρίζει όλη τη θεωρητική του προσέγγιση) ανάμεσα στη Δυτική Τέχνη, που ακολουθεί τον δημιουργικό δρόμο της αληθοφάνειας, και τη Βυζαντινή Τέχνη, που ισοπεδώνει τη δημιουργική έμπνευση/παρέμβαση στη Φύση, αρνούμενη το φυσικό κάλλος και οδηγώντας στη στατικότητα και άρα στην αδράνεια.

Κατανοητή, επομένως, με όλα τα στοιχεία που παρατίθενται στη μελέτη του Αγγελάτου, η σημασία της αληθοφάνειας (όπως την προσδιόριζαν εκκινώντας από την αριστοτελική σκέψη και ερμηνεύοντας στη συνέχεια τους πρώιμους εκφραστές της κατά τον 18ο αιώνα) για τους διανοητές, συγγραφείς και καλλιτέχνες του 19ου αιώνα, που με το έργο τους έδωσαν το στίγμα των ιδεών του Διαφωτισμού τόσο στον Λόγο όσο και την Τέχνη, προσανατολισμένοι προς τη Δύση και τις ιδέες περί της κοινωνικής και πολιτικής ελευθερίας του ατόμου, με την τεκμηριωμένη αποδέσμευσή τους από τον σκοταδισμό που για αιώνες κυριαρχούσε.

Η έκδοση συμπληρώνεται από εκτενή Βιβλιογραφία. Στο εξώφυλλο ο Ευαγγελισμός του Paolo Veronese (1558). Το έργο, ενδεικτικό της σχολής της Βενετίας, με την εναλλαγή των χρωμάτων, τις περίτεχνες λεπτομέρειες και το φυσικό κάλλος των θεϊκών μορφών, εύστοχη εικαστική παρέμβαση στο περιεχόμενο του βιβλίου, αποτυπώνει το ιδανικό πρότυπο για τη δημιουργία ενός έργου τέχνης, τόσο μακριά από τη δουλική μίμηση όσο κοντά στην εμπνευσμένη επινόηση, πάντα κατά τη λογική και τη φυσική τάξη των πραγμάτων.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Απσπάσματα

 

[…] η προσοχή του καλλιτέχνη, ερεθισμένη από την πρόκληση του κόσμου των αντικειμένων, επικεντρώνεται σε αυτά με τρόπον ώστε να αναδυθούν τρόπον τινά αρχές για την έντεχνη ανασύνθεσή τους, καθώς συμβαίνει τα αντικείμενα να αφήνουν να εκφραστεί δυνάμει ένας ορίζοντας καλλιτεχνικής μορφοποίησης τους (παρέχουν αφεαυτών το αναγκαίο μέτρο για τη μετάθεσή τους στο πεδίο της Τέχνης, χωρίς βέβαια να εξουδετερώνουν γι’ αυτό τον λόγο την ουσιώδη διαφορά τους από το τελευταίο), και εδώ επεμβαίνει ο καλλιτέχνης για να φέρει σε πέρας αυτή τη διαδικασία. (σ. 56)

 

Η βασισμένη στην αληθοφάνεια μίμηση δεν απαλείφει την πρωτοτυπία, αλλά αντίθετα τη ενισχύει, εάν ο καλλιτέχνης αξιοποιήσει το «κάλλος» και το «ύφος» των προτύπων του, ανθολογώντας τις υψηλότερες τιμές τους, για να αφήσει μέσα από αυτή τη διαδικασία να φανεί ο δικός του χαρακτήρας. (σ. 106)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου