Δημήτρης Μάνος
Έρχομαι τάχυ
Θεατρικό μονόπρακτο
Κάπα εκδοτική
Αυτός μας
παίρνει τα μυαλά, αυτός τα κάνει όλα. Κοστίζει ακριβά. Αξίζει όμως όσο τίποτα.
Χωρίς αυτόν, χωρίς τη βία του, την ένταση, την προσμονή του, τί να την κάνεις
τη ζωή; Αυτός μας βγάζει απ’ την αφάνεια, απ’ την ανωνυμία! Αυτός μας κάνει να
υπάρχουμε. Είμαστε όμηροί του. Όλοι σ’ αυτόν προσβλέπουμε, άλλο αν δεν το λέμε,
αν δεν το γράφουμε, δεν το συνειδητοποιούμε! (σσ. 43-44).
Η Κυρία (η Κ), ουσιαστικά ο μοναδικός χαρακτήρας
του θεατρικού μονόπρακτου του Δημήτρη Μάνου, εξωτερικεύει με τον μονόλογό της
τον εσώτερο εαυτό της, τη βίωση της ερωτικής έξαρσης, του πάθους για το ερωτικό
υποκείμενο, με τόση ένταση, ώστε αληθινά μας είναι αδιάφορο αν υπάρχει ίχνος
αλήθειας σε ό,τι, συχνά παραληρηματικά, αφηγείται. Μονόλογος είναι, γιατί ακόμη
κι όταν απευθύνεται στη Γυναίκα (τυπικά η Γ είναι το δεύτερο πρόσωπο του έργου) ή όταν συμπλέκεται βίαια με
τους άνδρες που εισβάλλουν στον περίκλειστο χώρο της, παραμένει μόνη μέσα στη
σιωπή ή στην κραυγή της αναλόγως. Η παρουσία της λειτουργεί όπως μια πέτρα που
πέφτει μέσα στη λίμνη και δημιουργεί με το βάρος της ολοένα και πιο φθίνοντες
ομόκεντρους κύκλους – οι δευτερεύοντες χαρακτήρες υπάρχουν ίσα ίσα για να
τονίζουν τη δική της υπόσταση, από την οποία πηγάζει η δική τους κίνηση.
Ο έρωτας (το έργο είναι μια ωδή στον έρωτα, κατά τον συγγραφέα) έχει εγγενή χαρακτηριστικά
του τη βία, όσο και την ένταση, το πάθος, την προσμονή της ολοκλήρωσης, τη
συντριβή της απώλειας, το απωθημένο της ανολοκλήρωσης. Αλλά είναι και
γενεσιουργός δύναμη για όλη εν γένει την παρουσία μας, κινητοποιώντας ένστικτα
και επιθυμίες, διαμορφώνοντας τη στάση μας, τη θέση μας στον κόσμο, τη δράση
μας ή την αντίδρασή μας, τη διάθεση να παρέμβουμε σε ό,τι αποτελεί μια
παγιωμένη κατάσταση), σε ό,τι προβάλλεται ως στερεοτυπικό και απόρθητο. Είναι
το βαθύτερο συστατικό της ιδεολογίας, αυτό που, αν απουσιάζει (σε όποια μορφή
κι αν το εννοήσουμε) καμία επανάσταση δεν καρποφορεί, καμία κοινωνική ή
πολιτική διεκδίκηση δεν ολοκληρώνει τη μορφή της ως «σχήμα» νέο και ελπιδοφόρο
που αλλάζει τα δεδομένα μιας κοινωνίας. Καθόλου τυχαία, στο προλογικό του
σημείωμα ο Μάνος θεωρεί τον έρωτα αίτιον
του παντός.
Υποθέτω πως ο Δημήτρης Μάνος θα ήθελε το θεατρικό του
έργο να μη δίνει μόνον την εντύπωση μιας ερωτικής απουσίας, με την εσαεί
αναμονή του ερωτικού προσώπου, κι ας συγκαταλέγεται σ’ εκείνα τα θεατρικά που
εδράζονται στη θεματική μιας ατέρμονης αναμονής που δεν ευοδώνεται ποτέ. Πιο
πέρα και πιο πάνω από αυτή την ερωτική επιφάνεια (ωστόσο δουλεμένη με τα
καλύτερα υλικά γραφής) αναδύεται η διάθεση μιας σκέψης που ανατέμνει την
κοινωνική δομή της ανισότητας, την αυτόκλητη επιβολή του ισχυρού στον ανίσχυρο,
την περιθωριοποίηση του διαφορετικού, τον εγκλεισμό και την απομόνωση του
«επικίνδυνου» για τους υπόλοιπους «υγιείς», συνθήκες που απογειώνουν τη δύναμή
τους αν το πάσχον πρόσωπο νομίζει πως οικειοθελώς «αποσύρθηκε» από την ενεργό
ζωή.
[…] έχω
αποσυρθεί, ο κόσμος με κουράζει. Γίνεται αδιάκριτος, ευέξαπτος· κακός σχεδόν
χυδαίος! Ορμάει πάνω σου να σε κατασπαράξει, κι αν είσ’ ευαίσθητος, όπως εγώ,
δεν έχεις περιθώριο, βγαίνεις αιμόφυρτος, όλο πληγές, αήθεις προσβολές! (σσ.
10-11).
Ο Μάνος αποδεικνύεται προσεκτικός στη χρήση του
λεκτικού κώδικα, που προβάλλει και περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο το
κοινωνικό status του κεντρικού χαρακτήρα,
της Κ, αλλά και την ψυχοσύνθεση μιας
διαταραγμένης προσωπικότητας, που μπερδεύει το αληθινό με τις επινοήσεις της
φαντασίας της, το επιθυμητό και προσδοκώμενο με το πραγματικό και εφικτό, που
παρανοεί και παρερμηνεύει τη φύση του χώρου που βρίσκεται καθώς και τον ρόλο
των προσώπων που την περιβάλλουν. Σχηματοποιεί, έτσι, συγγραφικά ένα σκηνικό
που περικλείει μέσα του τον διαταραγμένο ψυχισμό, εντείνοντας με τη συμβολή του
τις εξάρσεις, τον παραλογισμό της πάσχουσας προσωπικότητας. Όπως τονίζει και ο
ίδιος στο προλογικό του σημείωμα: […] Η
έλλειψη, ο χρόνος, το φάσμα της απώλειας, η μοναξιά, η ταύτιση ονείρου,
ψυχισμού και αντικειμενικότητας, οδηγούν στην αναβίωση της χαμένης ευτυχίας την
«Κ», που προσπαθεί απεγνωσμένα να δώσει υπόσταση στον μύθο της με μοναδικό
όργανο τη γλώσσα. (σ. 4).
Αυτό που προβάλλει εν τέλει στην πρόσληψη του
αναγνώστη/θεατή είναι το ερώτημα αν τόσο ο χώρος όσο και τα πρόσωπα αφορούν
μόνον την επινοημένη θεατρική δράση ή αν επεκτείνονται εντασσόμενα στην
ευρύτερη κοινωνική αλλά και στην πολιτική πραγματικότητα· άλλωστε, όσο ένα
θεατρικό έργο έχει τη δύναμη να γεννά προβληματισμό που αγγίζει τη σύγχρονη
ζωή, τόσο η αξία του μεγεθύνεται. Η Κ
του έργου προσλαμβάνει, έτσι, με την ανωνυμία της, μέσα στο σκηνικό ενός τόπου
που δεν προσδιορίζεται, τα χαρακτηριστικά μιας καφκικής περσόνας (με τη
διαφορά, φυσικά, πως απουσιάζει η συνειδητοποίηση της κατάστασής της ως βασικού
στοιχείου του επινοημένου χαρακτήρα), που εγκλωβίζεται μέσα στα στενά όρια μιας
δεδομένης κοινωνίας, τα τείχη της οποίας, ενώ τα βλέπει, δεν αποτολμά να τα
υπερβεί.
Στο εξώφυλλο μια μοναχική καρέκλα τονίζει τη λιτότητα
των σκηνικών, σε κίτρινο φόντο που παραπέμπει στην ανησυχία, ίσως στην
επιθετικότητα, ταιριαστό με την ουσία του έργου.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου