Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2024

Λίλα Τρουλινού Μύρων η αράχνη Μεταμορφώσεις ΙΙ Εκδόσεις Περισπωμένη η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

 

 

 

Λίλα Τρουλινού

Μύρων η Αράχνη

Μεταμορφώσεις ΙΙ

Εκδόσεις Περισπωμένη

η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

«Μύρων η Aράχνη» της Λίλας Τρουλινού (κριτική) – Η μεταμόρφωση ως δύναμη ζωής (bookpress.gr)

 


 

Τα όρια της διαφορετικότητας

 

Η γραφή της Λίλας Τρουλινού έχει πλέον κερδίσει την ξεχωριστή, διακριτή θέση στη σύγχρονη πεζογραφία, με ιδιαίτερα αναγνωρίσιμο ύφος. Με εξαιρετική άνεση αναπηδά από το πιο ρεαλιστικό (συχνά νατουραλιστικό) τοπίο στο ονειρικό, καταξιώνοντας και τα δύο ως δύο όψεις ενός και του αυτού· θέμα οπτικής, κατά μία έννοια, κατά μία άλλη, όμως, σημαντικότερη, μια άφευκτη συνθήκη, στην οποία όλοι υποτασσόμαστε εκόντες άκοντες. Στην πρόσφατη εκδοτική της παρουσία (εν είδει θεματικής «συνέχειας» της προηγούμενης, Χρυσοβαλάντη και Ονούφριος, κάτω από τον ίδιο υπότιτλο Μεταμορφώσεις) ασχολείται με τη διαρκή μεταμόρφωση ως μια δυνατότητα της ζωής να μεταλλάσσει τις μορφές της, χάριν προσαρμογής στις κοινωνικές απαιτητικές συμβατικότητες, χάριν αναγκαίας άμυνας απέναντι στη σκληρότητα των συνθηκών, ή απλώς λόγω της ροής του χρόνου που διαμορφώνει τη θέαση του κόσμου και τη συνειδητοποίηση της θέσης μας σ’ αυτό το διαρκώς μεταλλασσόμενο τοπίο.

Ο ήρωάς της, ο Μύρων (κατά «δραματική ειρωνεία» φέρει το όνομα του Αγίου Μύρωνα του Νεομάρτυρα), ένα παιδί διαφορετικό, αγωνίζεται να επιβιώσει μέσα σε ένα περιβάλλον που αρνείται να συμφιλιωθεί με τη διαφορετικότητα, που δεν κατανοεί πως η κάθε ξεχωριστή ανθρώπινη παρουσία αποτελεί μια μοναδικότητα διακριτών γνωρισμάτων, αλλά στοχοποιεί κάθε έναν που «ξεφεύγει» από τις δεδομένες προϋποθέσεις μιας ομάδας με όμοια χαρακτηριστικά. Πολύ περισσότερο αν αυτός ο «παρίας» πόρρω απέχει από την από κοινού αποδεκτή «κανονικότητα». Ο Μύρων έχει (κατά τη γνωμάτευση των δασκάλων του) επιλεκτική αλαλία, ελλιπή βλεμματική επαφή, τάση για απομόνωση· με άλλα λόγια εμφανή αδυναμία αλλά και θέληση να ενσωματωθεί στο υγιές σύνολο, αυτός ο αγλωσσικός, αυτιστικός, αλλόκοτος.  Η ποινή του βαριά: εγκλεισμός στο υπόγειο από τον ιερέα πατέρα του (με την άνωθεν θεϊκή συνδρομή Του Εκειπάνω, απαραίτητη δικαιολόγηση κάθε αυθαιρεσίας), κατόπιν νέος εγκλεισμός σε εκκλησιαστική σχολή, όπου θα βιώσει αληθινά μαρτύρια. Όμως και κάθε άλλη, δική του αυτή τη φορά επιλογή, πάλι θα τον αφήσει ανικανοποίητο και εκτεθειμένο, καθώς αυτός επιδιώκει μια ευτυχία ολοκληρωτική, πέρα από τα όρια. Το καταφύγιό του είναι η ποικιλία των μεταμορφώσεων, μέσα στις οποίες είτε βρίσκει τον αληθινό του εαυτό είτε διαμορφώνει το όραμα της προσωπικής του κάθαρσης, μιας βαθιάς εκδίκησης απέναντι σε όποιον τον  τυραννά – ακόμα κι αν  αυτή συνεπάγεται τον αφανισμό του ως ένδειξη της απόλυτης ελευθερίας, της αληθινής αποκοπής από τον κόσμο που τον περικλείει με τα δεσμά του. Μια φυγή από τον καταναγκαστικό προσδιορισμό των φύλων, τον αποδεκτό καθορισμό του σεξουαλικού προσανατολισμού, την απομόνωση του μιαρού διαφορετικού από το υγιές σύνολο. Έτσι, θα βρει απάντηση στη διερώτησή του αν είναι σώμα ή πνεύμα, αν είναι ο εαυτός του ή έχει γίνει κάποιος άλλος, κυρίως sτο τραγικό ερώτημα που αποτυπώνεται σε στίχο της Louise Glück στην προμετωπίδα του βιβλίου: What am I for? Η αράχνη ως σύμβολο της γαλήνιας σιωπηλής, παντοτινής υφάντρας, του προσδίδει τη δυνατότητα μιας μεταμόρφωσης παντοδύναμης, να παρατηρεί, κρεμασμένος από ψηλά, τα πάντα, να προετοιμάζει τον φονικό ιστό.



Ο λόγος της Τρουλινού ρέει ασταμάτητα, χωρίς να χαρίζει στο κείμενό της ούτε μια τελεία, παρά μόνον στην τελευταία παράγραφο, όταν όλα θα έχουν συντελεσθεί. Όλες οι μεταμορφώσεις του Μύρωνα έχουν μέσα τους μια διαρκή κίνηση, με τη γλώσσα να παρακολουθεί, μεταμορφωμένη και αυτή αναλόγως: πότε με γνήσιο λυρισμό να μεταφέρει τον συναισθηματικό κόσμο του ήρωα, πότε με ακραίο νατουραλισμό να αποτυπώνει τη σκληρότητα του πραγματικού κόσμου, πότε αφημένη σε ονειρώδη διάσταση να αποδίδει τη φυγή από την πραγματικότητα. Όλη η ιστορία είναι μια απόδειξη πως η συγγραφική ιδέα είναι (όπως και στα άλλα της βιβλία) ο προσδιορισμός της εσωτερικής δύναμης που πηγάζει από την άρνηση των «σχημάτων», με όποια ερμηνεία και αν τους δοθεί. Άλλωστε, αυτή η άρνηση της σχηματοποίησης (με τις ποικίλες συμβάσεις και τις κοινωνικές δεσμεύσεις) με διαφορετική κάθε φορά διαμόρφωση της αποστασιοποίησης και της οπτικής γωνίας από την οποία θεάται τον κόσμο, είναι που κάνει αυτή τη γραφή τόσο ξεχωριστή. Εδώ, έδωσε μια εκ των ένδον σκιαγράφηση του διαφορετικού, φθάνοντας στο βάθος της συνείδησης του πάσχοντος ατόμου, στιγματίζοντας ταυτόχρονα τη μικροψυχία, την άγνοια και την υποκρισία του περιβάλλοντος. Κυρίως, όμως, έδειξε τα όρια της διαφορετικότητας, εκεί που αναμετριέται με την υπέρβασή τους. Με όποιο κόστος.

Αξίζει μια μνεία στα δώδεκα σχέδια  (έργα της Παγώνας Ξενάκη) που, μαζί  με το εξώφυλλο, κοσμούν τις σελίδες του βιβλίου. Εύγλωττες οι μορφές (πρόσωπα και σώματα), αποδίδουν την αναζήτηση του αληθινού εαυτού, άλλοτε με απόλυτο ρεαλισμό άλλοτε με συγκινησιακή φόρτιση στη σχεδίασή τους, συμβαδίζουν με τον Μύρωνα, σκιαγραφώντας τη μορφή του.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Απόσπασμα

[…] η θεία Βγενιώ τού είχε διηγηθεί αμέτρητες φορές τον οικογενειακό τους μύθο, η Αράχνη η ξακουστή υφάντρα ήταν η δική της προγιαγιά, και η δική του φυσικά, που την εφθόνησε μια θεά του Ολύμπου για την άφθαστη τέχνη της που ξεπερνούσε τη δική της, και την τιμώρησε σκληρά, τη ράντισε με μαγικό βοτάνι, και πέσαν τα μαλλιά της, τα αυτιά της και η μύτη, το ωραίο της κεφάλι συρρικνώθηκε, το ίδιο και το σώμα, της έμεινε μόνο μια τουρλωτή κοιλιά να φτιάχνει νήμα, ήταν τα έντερά της που ξεδιπλώθηκαν σιγά σιγά, λέπτυναν, έγιναν αδένες, μηχανές εκτόξευσης μιας ουσίας μαλακής, ελαστικής, που κρυστάλλωνε σε καραμελωμένες μεταξωτές κλωστές, βαμμένες στο αχνό χρώμα της βροχής στα μπακιρένια της τσουκάλια, και από μια θηλιά κρεμασμένη, έναν βρόχο από τα ίδια της τα σπλάχνα, μισολιπόθυμη, μισοπνιγμένη, έπλεκε τον ιστό της, για μια αιωνιότητα, για μια μέρα, αυτό ονειρευόταν ο Μύρων, τη γαλήνη της σιωπηλής παντοτινής υφάντρας, ήταν καιρός, λοιπόν, ο πατέρας με Τον-Εκειπάνω να σταματήσουν ν ατον φθονούν, να τον ζηλεύουν, ήρθε η ώρα να πάψουν να συνωμοτούν για να τον εξοντώσουν, αυτός δεν φοβόταν κανέναν, και με αυτές τις σκέψεις κλείστηκε στο δωμάτιο με τη ραπτομηχανή και δεν βγήκε για δύο μέρες. (σσ. 48-49).

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου