Éric Vuillard
Μια αξιοπρεπής έξοδος
Αφήγημα
Μετάφραση: Μανώλης
Πιμπλής
Εκδόσεις Πόλις
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress
Η δομή του κόσμου
Όπως και τα υπόλοιπα βιβλία του Ερίκ Βυϊγιάρ (Κονγκό, Ο πόλεμος των φτωχών, 14η
Ιουλίου, Ημερήσια διάταξη, όλα
από τις εκδόσεις Πόλις), έτσι και το πρόσφατο, Μια αξιοπρεπής έξοδος (Une sortie honorable), δεν είναι εύκολο να κατηγοριοποιηθεί. Ο ίδιος
χαρακτηρίζει τα βιβλία του αφηγήματα, για να τονίσει το βασικό χαρακτηριστικό
στοιχείο της λογοτεχνίας που είναι το να μιλά κάποιος για την πραγματικότητα. Έτσι,
βρίσκεται η γραφή του περισσότερο κοντά στην πραγματικότητα παρά στη
μυθοπλασία, την οποία, εντούτοις χρησιμοποιεί, και μάλιστα με ξεχωριστή έμπνευση.
Σ’ αυτή τη μυθοπλασία ενσωματώνει την ιστορία, όχι, όμως, μόνο όπως την ξέρουμε
(όπως μας την έχουν παρουσιάσει στην επίσημη εκδοχή της) αλλά κυρίως την
ιστορία όπως πραγματικά είναι, σχολιασμένη εύστοχα από τη δική του,
αναμφισβήτητα πολιτική, οπτική. Είναι σαν να διαβάζουμε ταυτόχρονα δισέλιδα
ιστορίας, με τη μία σελίδα να αναιρεί την άλλη, αποκαλύπτοντας τη φενάκη, την
υποκρισία, τον οπορτουνισμό, την κυρίαρχη κάθε φορά ιδεολογία που δομεί τον
κόσμο κατά τα συμφέροντα των ισχυρών, αγνοώντας παντελώς τις επιθυμίες των
ανίσχυρων λαών. Ωστόσο, αυτό που κατορθώνει να δείξει κάθε φορά με τη γραφή του
είναι η απρόσμενα σθεναρή αντίσταση των καταπιεσμένων, που εν τέλει
αποδεικνύονται ισχυρότεροι των «ισχυρών», εξαναγκάζοντας την ιμπεριαλιστική και
αποικιοκρατική πολιτική τους σε ταπεινωτική ήττα και υποχώρηση. Τρανό
παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της Ινδοκίνας, με έναν πολύ μικρό λαό να
βγαίνει νικητής απέναντι σε δύο από τις μεγαλύτερες παγκόσμιες δυνάμεις, αρχικά
απέναντι στην αποικιοκρατική Γαλλία, στον πόλεμο της Ινδοκίνας, και κατόπιν,
στον εικοσαετή πόλεμο του Βιετνάμ, απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αν και συχνή η φράση: «η ιστορία επαναλαμβάνεται», η
ιστορική επιστήμη γνωρίζει πως δεν ισχύει, φυσικά, κάτι τέτοιο στις πραγματικές
ιστορικές συνθήκες· αρκεί μια ελάχιστη διαφοροποίηση των δεδομένων για να
αποβεί η εξέλιξη διαφορετική από την αναμενόμενη. Κάθε φορά που διαβάζω βιβλία
του Ερίκ Βυϊγιάρ, σκέφτομαι το βαθύτερο κίνητρό του να αναμετριέται με την
ιστορία, έχοντας αποκλείσει τον διδακτικό χαρακτήρα, αφενός για τον παραπάνω
λόγο, δηλαδή την αδύνατη, κατ’ ουσίαν, επανάληψη της ιστορίας, και αφετέρου
γιατί το όλο ύφος του, ο τρόπος που γράφει καθόλου δεν παραπέμπει σε κάτι
ανάλογο. Δηκτικός, ειρωνικός, με σαρκασμό και χιούμορ, ο Βυϊγιάρ, ανατέμνει τα
γεγονότα, εστιάζοντας στις αθέατες πτυχές, αποκαλύπτοντας τους αδύναμους, που
δεν τους έχει χαριστεί ένα βήμα, η ευκαιρία να μιλήσουν για το δικό τους δίκιο
και τη δική τους αλήθεια. Με τον τρόπο αυτό αναδεικνύει τις δυνάμεις που
κρύβονται μέσα σε έναν λαό που καταπιέζεται, που σέρνεται σε έναν πόλεμο που
ποτέ δεν τον θέλησε, που βλέπει τα ξένα συμφέροντα να εκμεταλλεύονται τον
φυσικό του πλούτο, εκμηδενίζοντας την προοπτική μιας αξιοπρεπούς ζωής. Αν
υπάρχει, λοιπόν, ένα μόνο στοιχείο που το συναντάμε να επαναλαμβάνεται, εξετάζοντας
διαφορετικές ιστορικές περιόδους και διαφορετικές συνθήκες της μικροϊστορίας,
τότε αυτό είναι το σθένος των απελπισμένων να διεκδικήσουν τη ζωή τους. Αυτή,
συχνά, αναδεικνύεται σε ρυθμιστή των καταστάσεων, αιφνιδιάζοντας για τη
δυναμική της. Αυτό είναι που επιθυμεί με τα βιβλία του να δείξει.
Όταν η υπερφίαλη πολιτική της Γαλλίας θεώρησε πως εύκολα θα εκμεταλλευόταν τον πλούτο της Ινδοκίνας, γελάστηκε. Όταν ξεκίνησε πόλεμο που πίστευε πως θα τον τελειώσει σύντομα, έχοντας την υπεροπλία, γελάστηκε ξανά (πώς είναι δυνατόν ένας σύγχρονος στρατός να χάσει από μια στρατιά χωρικών;), και η ξιπασιά του ισχυρού δεν την άφησε να απομακρυνθεί γρήγορα. Έτσι, την ύστατη στιγμή έψαχνε μάταια να βρει τον τρόπο για μια «αξιοπρεπή έξοδο» από το αδιέξοδο που μόνη της είχε οδηγηθεί. Ο Βυϊγιάρ εξετάζει, με τον δικό του μοναδικό τρόπο, τα πολιτικά συστήματα, τη λογική της αποικιοκρατίας, τη δομή της εξουσίας, τις σχέσεις ανάμεσα στις επιχειρήσεις, το τραπεζικό σύστημα και τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς, τους διαπλεκόμενους πάσης φύσεως, έτοιμους να βγάλουν πατριωτικούς λόγους, κενούς από ουσία, με μόνο σκοπό την κερδοσκοπία ακόμη και πάνω στον θάνατο. Τα λάθη μιας πολιτικής που ποτίστηκε από την υπεροψία του αποικιοκράτη, μια πολιτική στην οποία γίνεται εμφανής τόσο η σκληρότητα των μέσων επιβολής της κυριαρχίας όσο και η συνακόλουθη απελπισία μπροστά στο αδιέξοδο που οδήγησε η ανοησία και η έλλειψη κρίσης των ιθυνόντων. Στηριγμένη στην απόκρυψη της αλήθειας, στην ευκολία να στέλνονται στον πόλεμο έγχρωμοι «Γάλλοι», μια πολιτική που η Γαλλία πλήρωσε ακριβά όπου την εφάρμοσε.
Το γεγονός ότι το αφήγημα ξεκινά από τις αρχές της
δεκαετίας του 1920, όταν οι πρώτοι επιθεωρητές εργασίας είδαν με τα ίδια τους
τα μάτια τις συνθήκες αναγκαστικής εργασίας στις φυτείες λάτεξ της Michelin, την
κακοποίηση, τον βασανισμό των εργαζομένων, ενημερώθηκαν για λιποταξίες και για
αυτοκτονίες, αποδεικνύει από την αρχή πού θέλει να στρέψει το ενδιαφέρον ο
συγγραφέας. Το βλέμμα του εστιάζει πίσω από την αστραφτερή επιφάνεια της
σκόπιμα διαστρεβλωμένης ιστορικής αλήθειας, δείχνει σε όλους μας πώς ακριβώς
είχαν τα πράγματα. Ομαλά, έτσι, θα μας οδηγήσει στο αναπόφευκτο, δηλαδή στην
απόφαση των εξαθλιωμένων ανθρώπων να αντισταθούν απέναντι στην απάνθρωπη
πολιτική, πληθαίνοντας τις τάξεις των Βιετμίνχ. Συνεπής και σ’ αυτό το βιβλίο
του στον σκοπό του (αν μπορούμε να μιλήσουμε για σκοποθεσία) να υπενθυμίζει
ξεχασμένα κεφάλαια της ιστορίας, να αποκαλύπτει και να στηλιτεύει το κακό και
την αδικία, να μιλάει όταν οι άλλοι σιωπούν. Πολιτική γραφή που υπενθυμίζει πως
η λογοτεχνία δεν εξαντλείται στην τέρψη της ανάγνωσης.
Πέρα, όμως, από την ξεκάθαρη ιδεολογική ταυτότητα των
έργων του (που καθίσταται εμφανής τόσο στην επιλογή της θεματικής του όσο και
στα εμβόλιμα σχόλιά του), ο Βυϊγιάρ γράφει όχι απλώς ένα ιστορικό αφήγημα αλλά
και ένα λογοτεχνικό έργο ιδιαίτερου ύφους και εξαιρετικής γλώσσας, με τη μετάφραση
του Μανώλη Πιμπλή να διασώζει και τα δύο με άριστο τρόπο.
Διώνη Δημητριάδου
Απόσπασμα
Φανταστείτε ηθοποιούς που δεν θα μπορούσαν ποτέ να
ξαναγίνουν ο εαυτός τους. και θα έπαιζαν αιωνίως έναν ρόλο. Ας έπεφτε η αυλαία,
τα χειροκροτήματα δεν θα τους ξυπνούσαν. Ας άδειαζε η αίθουσα, ας έσβηναν τα
φώτα της ράμπας, η νύχτα ας έπεφτε, ατοί δεν θα εγκατέλειπαν τη σκηνή. Μπορεί
εμείς να τους φωνάζαμε ότι εντάξει, καταλάβαμε, οι ατάκες σας μας είναι
γνωστές, ξέρουμε απ’ έξω την πλοκή, αυτοί θα συνέχιζαν πεισματικά να παίζουν,
γυροφέρνοντας και ουρλιάζοντας πάνω στη σκηνή. Θα έλεγες ότι είναι γοητευμένοι
από τον ίδιο τους τον εαυτό, πιασμένοι στην παγίδα του ίδιου τους του
παιχνιδιού, με τις καρδιές τους τρυπημένες από τα ίδια τους τα βέλη. Ο κυκλικός
χορός τους θα ήταν ταυτόχρονα όμορφος και τρομακτικός, συγκλονιστικός και
παράλογος, και δεν θα ήξερε πια κανείς αν θα έπρεπε να γελάσει ή να κλάψει. (σ.
149).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου