Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

Έλγκαρ Είκοσι τέσσερις παραλλαγές Αχιλλέας Κυριακίδης εκδόσεις Πατάκη η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

Έλγκαρ

Είκοσι τέσσερις παραλλαγές

Αχιλλέας Κυριακίδης

εκδόσεις Πατάκη

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Αχιλλέας Κυριακίδης: «Έλγκαρ» (diastixo.gr)


 


 Είκοσι τέσσερις μικρές ιστορίες/παραλλαγές, με την κάθε μία να δαγκώνει την ουρά της άλλης, ώσπου να εννοηθούν ως ένα όλον αδιάσπαστο που κατατείνει σε μία και μόνη αρχική ιδέα/ιστορία, διατηρώντας ταυτόχρονα τη θαυμαστή τους αυτονομία. Κι ας φαίνεται οξύμωρο σχήμα, η παραπάνω διαπίστωση επαληθεύει την έννοια της φαινομενικής αντίφασης αποκαλύπτοντας τις αρχικά δυσδιάκριτες εσωτερικές συνδέσεις. Με το όνομα του Έλγκαρ να στεγάζει σε ένα και το αυτό όλες τις ιστορίες, ο Κυριακίδης παραπέμπει στις μουσικές παραλλαγές στο ίδιο θέμα μιας μουσικής σύνθεσης (εν προκειμένω το Variations on an Original Theme ή αλλιώς Enigma Variations του συνθέτη), προτείνοντας μια εκ παραλλήλου ανάγνωση/ακρόαση των λέξεων. Βασική η έννοια του αινίγματος, αγκαλιάζει τις είκοσι τέσσερις ιστορίες, με την κάθε μία να προτείνει και από μία λύση – ποιο όμως είναι το αίνιγμα; Ετούτο το ερώτημα πηγαινοέρχεται πίσω από την ιδέα που δομεί την ευσύνοπτη πλοκή της κάθε ιστορίας, πίσω από το μοναδικό γράμμα ταυτότητας του ήρωά τους (όσα και τα είκοσι τέσσερα γράμματα της αλφαβήτου που δομούν τη γλώσσα και τη σκέψη χτίζοντας το θαύμα της επικοινωνίας) προσδίδοντας στα πρόσωπα ένα καφκικό περίβλημα και κατ’ επέκταση μια θεώρηση του κόσμου όπου το υποκείμενο νιώθει να προσδιορίζεται από την τυχαιότητα ή από έναν φυσικό κανόνα των πάντων απρόσιτο για την κοινή νοητική ικανότητα, ή ακόμη από μια νοητή εικόνα υπέρβασης της θνητότητας (θεό ίσως;) δεσμευτική και κατ’ ουσίαν απροσπέλαστη. 

Η έννοια του παραλόγου αναπόφευκτα δίνει τη δυναμική της στις ιστορίες, καθώς τα πρόσωπα συνειδητοποιούν τα στενά όρια των κινήσεών τους – πολύ περισσότερο της υλοποίησης των επιθυμιών τους. Στην προτελευταία ιστορία, με τίτλο την ακολουθία Φιμπονάτσι, ο ήρωας αναρωτιέται για τη σύνδεση της μυθοπλασίας με τον  ρυθμό που διέπει τη μουσική, άρα τον μυστικό ρυθμό του σύμπαντος, και επιχειρεί να εφαρμόσει τη μαθηματική ακολουθία στη γραφή (Μήπως κάθε μυθοπλασία δεν είναι παρά ένα θεώρημα;) χωρίς ωστόσο να τα καταφέρνει. Μια απόδειξη της ατελέσφορης προσπάθειας να εννοηθεί το σύμπαν στη βάση της ανθρώπινης λογικής με την πεπερασμένη ικανότητα θεώρησης του όλου τη στιγμή που αποτελεί κομμάτι του. Από την αδυναμία, όμως, αυτή δεν πηγάζει τάχα όλη η δημιουργία σε κάθε μορφή τέχνης; Σ’ αυτή την απειροελάχιστη στιγμή συνειδητοποίησης του ασύμπτωτου ανάμεσα στην ανθρώπινη οίηση για μια ψευδή παντοδυναμία και στη σιωπή που αντηχεί εκκωφαντικά όταν ο σύμπας κόσμος αρνείται να επαληθεύσει τις ανθρώπινες εικασίες, δεν ακουμπά κάθε λέξη φιλοσοφίας, λογοτεχνίας, ποίησης; Καθόλου τυχαία η διαρκής (ορατή ή αλλού υποφώσκουσα) παρουσία του θανάτου στις ιστορίες αυτές· μια απόπειρα να ξορκιστεί η κοινή θνητή συνθήκη ή μια επιθυμία συμφιλίωσης με το επερχόμενο άφευκτο; Όπως κι αν ερμηνευθεί, δεν παύει να απηχεί την αγωνία μπροστά στο αφανές, ωστόσο υπάρχον, μπροστά στην εγγενή αδυναμία, ωστόσο μοναδική ανθρώπινη αλήθεια και βεβαιότητα.



Ο Κυριακίδης εδώ επιχειρεί μια ενιαία (κι ας είναι διασπασμένη σε είκοσι τέσσερα κομμάτια) «λύση» σε ένα αίνιγμα που αδυνατεί να διατυπωθεί σε όλο του το εύρος, ωστόσο χαρακτηρίζει όσο κανένα άλλο την έννοια της θνητότητας και τον χώρο που αυτή αιωρείται, εκεί στο ανάμεσα σε ό,τι την ξεπερνά και σε ό,τι την ορίζει. Μια «λύση» που προκαλεί τον αναγνώστη σε μια προσωπική προσπέλαση, και ίσως ερμηνεία. Ακολουθώντας τη μπορχεσιανή αρχική συνθήκη για την ουσία της  γραφής, στις επαναληπτικές της διαφοροποιήσεις/παραλλαγές στο ίδιο θέμα, οι ιστορίες εδώ ταυτόχρονα μοιάζει να δένουν και να λύνουν τον κόμπο του νήματος επιζητώντας μια ερμηνεία (κάθε φορά λίγο διαφοροποιημένη) όχι τόσο για να προσφέρουν τη μοναδικότητα μιας ερμηνείας, αλλά για να προτείνουν τη διαρκή επεξεργασία (προσωπική φυσικά) των αινιγμάτων. Μα πότε, αλήθεια, σταματά η μουσική να προσθέτει και να αφαιρεί πάνω στο ίδιο θέμα, πότε οι λέξεις εξαντλούν το επινοημένο τοπίο τους και, εν τέλει, πότε παύει η πρόσκαιρη αυταπάτη ότι, έστω και για λίγο, οι απαντήσεις μοιάζει να είναι οι σωστές;

Δεν είναι η πρώτη φορά που η γραφή του Κυριακίδη προκαλεί σε μια πολύμορφη αναγνωστική εισχώρηση (ένα από τα γοητευτικότερα, άλλωστε, χαρακτηριστικά της) με μουσικά ακούσματα αλλά και κινηματογραφικές ευφυείς συνδέσεις· όλα αυτά να υπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο την απόπειρα ερμηνείας των άρρητων και αφανών. Κι ας γνωρίζει, όπως όλοι άλλωστε, πως είναι μόνον η παρατήρηση που απομένει ως πολύτιμη αξία, γενεσιουργός κάθε δημιουργίας. Παραθέτει, προς επίρρωση, το απόσπασμα του Κορτάσαρ: δεν ήμουν τίποτα περισσότερο από το φακό της φωτογραφικής μου μηχανής, κάτι το άκαμπτο, ανίκανος για επέμβαση. Ακόμα κι αν δούμε τα είκοσι τέσσερα αφηγήματα του βιβλίου ως αποτυπώσεις και παρατηρήσεις, η αξία τους απομένει σημαντική – δεν είναι όμως μόνον αυτό που απορρέει από την ανάγνωση του Έλγκαρ, που αποτελεί την πιο ευσύνοπτη συνολική θεώρηση, που ως τώρα έχει καταθέσει ο πολυπράγμων δημιουργός, για όσα περικλείονται στην έννοια του βίου.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου