Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2021

Η Μεγάλη Ιδέα Anton Beraber μετάφραση: Αλεξάνδρα Κωσταράκου εκδόσεις Πόλις η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

 

Η Μεγάλη Ιδέα

Anton Beraber

μετάφραση: Αλεξάνδρα Κωσταράκου

εκδόσεις Πόλις

η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

«Η μεγάλη ιδέα», του Αντόν Μπεραμπέρ – Νόστος με φόντο τη Μικρασιατική Εκστρατεία (bookpress.gr)


 

Ο μύθος της περιπλάνησης

 

Η ενσωμάτωση των ιστορικών γεγονότων στη συλλογική συνείδηση ενός λαού αποτελεί πάντοτε ένα θέμα προς διερεύνηση. Και αυτό γιατί οι διαφορετικές εκδοχές των αφηγήσεων που τα συνοδεύουν διαρκώς ανανεώνονται μέσα στον χρόνο διαφοροποιώντας τον βαθμό και την ποιότητα αποδοχής της αλήθειας τους. Φυσικά, η επεξεργασία των γεγονότων αφορά κυρίως τον λαό που δέχθηκε, σε ένα πρώτο επίπεδο ή σε πολλαπλά μεταγενέστερα, την επίδρασή τους, και όπως είναι αναμενόμενο ανιχνεύει την πιστότητά τους είτε στο πεδίο της επιστημονικής έρευνας είτε στο επινοητικό όσο και ευφάνταστο της λογοτεχνικής γραφής. Έχουμε, ωστόσο, δει επιστημονικό αλλά και λογοτεχνικό ενδιαφέρον να εκδηλώνεται και από ερευνητές ή συγγραφείς, στη ζωή των οποίων δεν είχαν τα γεγονότα αυτά καμία επίδραση, καθώς προέρχονται από διαφορετικό εθνολογικό και πολιτισμικό περιβάλλον. Ξαφνιάζει όμως η περίπτωση ενός συγγραφέα –πρόκειται για τον Γάλλο Anton Beraber– που με αφορμή τη Μεγάλη Ιδέα, που ταλάνισε τον ελληνισμό, προχωράει σε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες «αναγνώσεις» ενός όχι μόνον ελληνικού αλλά παγκόσμιου μύθου, του μύθου της περιπλάνησης. Θα μπορούσε να συνιστά άθλο συγγραφικό (αρχικά ως έμπνευση και κατόπιν ως λογοτεχνική απόδοση) η σύμπτυξη, σε ένα και μόνο  βιβλίο, της ιστορίας αλλά και της μυθολογίας ενός άλλου λαού – κι ας έχει ο ίδιος τις σοβαρές σπουδές του στην ελληνική γλώσσα και ιστορία.

Ένα βιβλίο με πολλές διαφορετικές αφηγήσεις. Ο αρχικός αφηγητής είναι ένας φοιτητής που για τις ανάγκες της διατριβής του μελετά την περίπτωση ενός στρατιώτη, του επινοημένου συγγραφικά Σαούλ Καλογιάννη, που πήρε μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία και έκτοτε ακούγονται πολλαπλές εκδοχές για την τύχη του. Έχει ενδιαφέρον το χτίσιμο της φιγούρας του Καλογιάννη, όπως διασταυρώνονται οι αφηγήσεις όσων υποτίθεται ότι τον γνώρισαν, καθώς πολύ απέχει από μια συμβατική ηρωοποίηση/ωραιοποίηση. Ο Σαούλ θα εμφανιστεί μέσα από τις διαδοχικές αναπαραστάσεις της μορφής του πότε ως άγγελος/σωτήρας των συντρόφων του και πότε ως ολέθριος γι’ αυτούς δαίμονας· πότε ως ένα από τα θύματα μιας καταστροφικής (εκ του αποτελέσματος) και παράλογης εν μέρει εκστρατείας και πότε ως ένας τυχοδιώκτης, λιποτάκτης, που σε τίποτα δεν πίστεψε και γι’ αυτό σε τίποτα δεν προδόθηκε· πότε θα ακουστεί ότι είναι από χρόνια πεθαμένος, πότε θα συναντηθεί γέροντας πια με τον αφηγητή, σε μια καταιγιστική εναλλαγή εικόνων και εκδοχών – πού βρίσκεται άραγε η μοναδική αλήθεια; Πουθενά, φυσικά. Όπως στην ιστορία έτσι και στη λογοτεχνική της απόδοση δεν ενδιαφέρει η αλήθεια αλλά η αντιπαράθεση των εκδοχών της.


Από τη στιγμή που γίνεται αντιληπτή αφενός η πολυμορφία του ήρωα και αφετέρου η αμφιβολία για την πιστότητα των αφηγήσεων που οι αυτόπτες μάρτυρες καταθέτουν στον ερευνητή φοιτητή, κατανοούμε και τον απώτερο συγγραφικό στόχο: δεν ενδιαφέρει στην πραγματικότητα τόσο η σκιαγράφηση του Σαούλ Καλογιάννη όσο κερδίζει πλέον έδαφος η επιθυμία να γραφεί μια ιστορία για την περιπλάνηση ως ιδέα και ως πραγμάτωση. Είναι τότε που το μυθιστόρημα του Beraber ξεφεύγει από το αποκλειστικό ενδιαφέρον για το ελληνικό ιστορικό παρελθόν και ανοίγει τον ορίζοντά του σε μια παγκόσμια αλήθεια: πέρα από τα γεγονότα, πέρα από τις ιστορικές συγκυρίες που ορίζουν τις τύχες των λαών, αυτό που μετράει είναι το ταξίδι, μια αέναη περιπλάνηση προς οικείο, ποθητό τόπο, που άσχετα από το αποτέλεσμα είναι ό,τι σημαντικότερο μπορεί να γραφεί στην προσωπική ιστορία του καθενός. Εδώ, λοιπόν, στη μορφή του Σαούλ Καλογιάννη καταλήγουν όλα τα ταξίδια, όλες οι απόπειρες φυγής και επιστροφής, όλοι οι νόστοι, αρχής γενομένης από τον μυθικό Οδυσσέα. Έτσι, ο ευφυής συγγραφέας δεν γράφει μόνο για την αναζήτηση του ενός ήρωα, δεν γράφει καν μόνο για τον νόστο του Οδυσσέα, αλλά γράφει ένα σύγχρονο έπος πανανθρώπινης αξίας. Άλλωστε ο ίδιος, σε  μια συνέντευξή του στο περιοδικό LObs, θα πει: Για μένα το επικό νήμα δεν έχει κοπεί: επιστρέφουμε στις μεγάλες αφηγήσεις […] Η λογοτεχνία έχει, λοιπόν, ελεύθερο το πεδίο για να επινοήσει εκ νέου τον εαυτό της, να γίνει ξανά λυρική. Ο Beraber γράφει ένα χειμαρρώδες μυθιστόρημα σε εξαιρετική γλώσσα πολλαπλών εναλλαγών ύφους, με εμβόλιμο στοχασμό, που ευτύχησε στη μετάφραση/απόδοση από την Αλεξάνδρα Κωσταράκου, στην πολύ προσεγμένη όπως πάντα έκδοση των εκδόσεων Πόλις.

Και αν θέλουμε να μιλήσουμε για την αναγνωστική πρόσληψη του θέματος αυτού, τότε αυτό που ενδιαφέρει εδώ (και το αντιλαμβάνεται νωρίς ο αναγνώστης) δεν είναι η ταυτοποίηση του Σαούλ με κάποια από τις εκδοχές της μορφής του, ούτε φυσικά αν επιτέλους ήταν υπαρκτό πρόσωπο, αλλά η ίδια η αναζήτηση, όπως προκύπτει μέσα από τα συγκρουόμενα στοιχεία των αφηγήσεων. Όταν τελειώνει το βιβλίο ο αναγνώστης νιώθει την αναγκαία τέρψη, που προκύπτει από την καλή λογοτεχνία, ακριβώς σ’ αυτό το δικό του ταξίδι από την κατεστραμμένη Σμύρνη του ’22 ως την Ελλάδα του Εμφυλίου, κατόπιν της δικτατορίας, από την Ευρώπη ως την Αμερική, τη Μέση Ανατολή, ακολουθώντας τον Σαούλ/Οδυσσέα σε όλα τα μέρη όπου φαίνεται να περιπλανήθηκε. Όσο για τη  Μεγάλη Ιδέα, ξεπερνά και αυτή τα δεδομένα ιστορικά της πλαίσια και αφορά πλέον την ορμή προς το ταξίδι και την αναγκαία περιπλάνηση προς επίτευξη της επιστροφής – όποια κι αν θεωρεί ο καθένας προσωπική του επιστροφή.

 

Αποσπάσματα

 

Ωστόσο ο βαθύτερος χαρακτήρας του μύθου σάς διαφεύγει: ένας μύθος δεν διεκδικεί σαφήνεια, αντιφάσκει, μερικές φορές ξεχνιέται σε λεπτομέρειες άσχετες. Λέει και ψέματα, πολλά. Κατ’ αρχάς, πρέπει να το ξέρετε, αυτό δεν έχει καμιά σημασία: οι άνθρωποι κινούνται στα τυφλά, δίνουν χτυπήματα στο σκοτάδι, απευθύνονται σε αγνώστους. Ένας μύθος είναι διφορούμενος, σαν τα Ιερά Πρόσωπα που μοιάζουν να αποτραβιούνται κάτω από φύλλα χρυσού για να μείνουν απρόσβλητα από την κριτική· πρέπει, για να προσπαθήσεις να τα γνωρίσεις, να περάσεις μπροστά τους ένα κερί γιατί η φλόγα τρέμει, διστάζει, κάποτε σβήνει, και τότε αρχίζεις να καταλαβαίνεις. Αυτό δεν σας ικανοποιεί· εκείνο που μου ζητάτε, εσείς, είναι να τα φωτογραφίσω με φλας.

Μόνο πολύ αργότερα καταφέρνουμε να αποφασίσουμε για τα λάθη και τις αρετές, ποιοι είναι ήρωες, ποιοι καθάρματα. (σ. 77)

 

Όλα αυτά μένουν στη μνήμη. Οι κατοπινοί άνθρωποι βρίσκουν να διατηρείται εκεί ένα καθρέφτισμα της ζεστασιάς των παλιών, την ανεξήγητη οικειότητα των τόπων που είχαν διαλέξει πριν από χίλια χρόνια οι όμοιοί τους, και απλώς ανακαλύπτουν ξανά τους τόπους αυτούς. (σ. 96)

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου