Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

Τα δύο δώρα νουβέλα Γιώργος Μητάς Εκδόσεις Στερέωμα η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

 

Τα δύο δώρα

νουβέλα

Γιώργος Μητάς

Εκδόσεις Στερέωμα

η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

Τα δύο δώρα, του Γιώργου Μητά (bookpress.gr)



 

 Δώρο και αντίδωρο

 

Ποιος γνώρισε την ομορφιά και έμεινε αλώβητος; Η σωματική ωραιότητα (γιατί γι’ αυτή μιλάμε) είναι ένα δώρο που με τη σπανιότητα της εμφάνισής του αποκτά και το εγγενές χάρισμα να πληγώνει όποιον το αντικρίσει πρόσωπο με πρόσωπο. Το ζητούμενο είναι αν, εκτός από δώρο της φύσης προς τα χαρισματικά άτομα, μπορεί να αποτελέσει, εν τέλει, δώρο και για τον τρωθέντα, τον λαβωμένο δηλαδή, ανελέητα από αυτό. Θαρρώ πως ο Γιώργος Μητάς, σ’ αυτή την τρίτη πεζογραφική του εμφάνιση (μετά τις Ιστορίες του Χαλ και Το Σπίτι) διάλεξε το ως τώρα δυσκολότερο θέμα. Κι αυτό γιατί συνιστά ένα τραύμα που υπερβαίνει την όποια μυθοπλασία θα θελήσει να το καλύψει ή πιθανόν να το θεραπεύσει. Δεν εννοώ με αυτό καθόλου πως το εν λόγω τραύμα αφορά προσωπικά τον συγγραφέα, ωστόσο όποιος καταγίνεται με τη γραφή γνωρίζει πως όσα μυθοπλαστικά καταγράφονται στοχεύουν (πέρα από τον αναγνώστη τους) παραδόξως και τον δημιουργό τους με ευθύβολο ή όχι  τρόπο – ποιος κατόρθωσε ποτέ να ξεχωρίσει απολύτως την αλήθεια από το μαγικό ψεύδος της γραφής, το αφηγηματικό υποκείμενο από τον ήρωά του; Θεωρώ, λοιπόν, ότι ο Γιώργος Μητάς είχε επίγνωση της δυσκολίας του θέματός του, και ίσως αυτό να αποτέλεσε το κίνητρο της συγκεκριμένης επιλογής, στο μέτρο που οι καλές γραφές ακολουθούν συχνά την πιο επίπονη πορεία. Με την αναγνωστική, ωστόσο, αυθαιρεσία (πολύτιμη όσο και η λογοτεχνική άδεια) θα επιχειρήσω να κοιτάξω κατά πρόσωπο την ομορφιά, όπως και ο ήρωας του  βιβλίου, ο Αντρέας, ο νεαρός βιολόγος όταν αντικρίζει την  τελειότητα στη μορφή της Μύρρας, της συναδέλφου του στο Εθνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών (Ε.Κ.Θ.Ε.).

Ασθενικός στο σώμα και ενδοστρεφής ο Αντρέας από την παιδική του ηλικία πέρασε σε μια προβληματική εφηβεία αποφεύγοντας όσα τα συνομήλικα αγόρια επιδίωκαν μέσα από την προκλητική τους συμπεριφορά υπακούοντας στις επιταγές της σωματικής τους ορμής· ο ίδιος προσπαθούσε να εξισορροπήσει την υστέρηση του σώματος με την ευφυΐα του πνεύματος και το ιδιαίτερο ταλέντο που είχε να αφηγείται ιστορίες, απότοκο ίσως των εξωσχολικών του αναγνώσεων, μια που αγαπούσε πολύ τα βιβλία. Όταν για πρώτη φορά θα νιώσει έτοιμος να εξομολογηθεί σε μια συμμαθήτριά του τον έρωτα που τον καίει, το σώμα του θα τον προδώσει, και η διάγνωση θα γίνει: σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία. Ο έρωτας θα πρέπει να περιμένει, ο αγώνας για την επιβίωση μόλις είχε ξεκινήσει, και ο Αντρέας έχανε τη μια νεανική κατάκτηση μετά την άλλη, μην μπορώντας να ακολουθήσει τους φίλους του που γεύονταν τη ζωή.

Λίγα χρόνια μετά θα επιστρέψει στην καθημερινότητα αφήνοντας πίσω του νοσοκομεία και χειρουργεία, έχοντας διαφύγει τον κίνδυνο, ωστόσο πάλι με εύθραυστη υγεία και από πάνω μια ανασφάλεια να τον συνοδεύει. Κι όμως, υπήρχαν κορίτσια στη σχολή του, στο Βιολογικό, που τα προσέλκυε η αφηγηματική του δεινότητα και το χιούμορ του· το πνεύμα πάσχιζε να νικήσει την υστέρηση του σώματος. Ο Αντρέας κατάλαβε πως ένα μεγάλο δώρο ζωής προερχόταν από τον έρωτα, έναν έρωτα όμως που δεν επρόκειτο να του κάνει τη χάρη να τον γευθεί. Έπρεπε να αμυνθεί κρατώντας τον έξω από τη ζωή του. Τα τείχη που όρθωσε προστατευτικά γύρω του έπρεπε να είναι ικανά να κρατήσουν μακριά τον «εχθρό». Ο Αντρέας θα τα κατάφερνε και χωρίς το μεγάλο δώρο της ερωτικής σχέσης. Μακριά από την απειλητική γι’ αυτόν σωματική ομορφιά. Αυτά τα τείχη ήταν που κατέρρευσαν μπροστά στη θέα της Μύρρας, χρόνια μετά, στο περιβάλλον της δουλειάς του. Ο «εχθρός» ήταν μέσα στην πόλη. Κι αυτός ήταν πλέον απροστάτευτος.



Στο εξώφυλλο του βιβλίου μια φωτογραφία από την Μπανγκόκ με τη φαντασμαγορία της αποτελεί το κατάλληλο σκηνικό για τη συνάντηση του Αντρέα με το αντικείμενο του πόθου του, χρόνια μετά, στο Διεθνές Συνέδριο Αλιείας στην πρωτεύουσα της Ταϊλάνδης. Εκρήξεις στο μυαλό του, μια ανάδευση του παρελθόντος, η αναζωπύρωση του καταπιεσμένου ερωτικού ενστίκτου, φωτιά παντού. Κι όταν θα πιστέψει πως όλα είναι πιθανά –γιατί η ελπίδα θα γεννηθεί εντελώς απρόσμενα–  το θελκτικό όραμα ξανά θα χαθεί.

Ο μη βιωμένος έρωτας μπορεί να λογίζεται για δώρο; Ο Γιώργος Μητάς ανασύρει μέσα από την ασθένεια, τη σωματική υστέρηση, την ανασφάλεια και την ανημπόρια του ήρωά του το ελάχιστο άγγιγμα της ομορφιάς, αυτό που είναι αρκετό για να σκάψει βαθιά στον περίκλειστο κόσμο και να αφήσει το ισχυρό αποτύπωμα· όποιος γνώρισε την ομορφιά που δεν αγγίζεται μπορεί να λογίζεται χαμένος. Εκτός αν την καταβύθιση αυτή τη μετουσιώσει σε κάτι επίσης δυνατό. Ο Αντρέας της ιστορίας θα νιώσει την απροσδόκητη ευτυχία ενός άλλου δώρου, πιο οικείου με αυτόν και τις επιδιώξεις του· οπωσδήποτε πιο κοντά στις ικανότητές του. Η γραφή προβάλλει εξίσου δύσκολη και απαιτητική με τον έρωτα, με τη δική της ομορφιά ανοιχτή μπροστά του· οι απαιτήσει της όμως είναι πνευματικές, αρκεί  να βρίσκεται πίσω της ως αφορμή το βίωμα. Αυτό, στην περίπτωση του ήρωα, υπάρχει, έστω με την ιδιαιτερότητά του.

Το πολύ ενδιαφέρον στη γραφή του Μητά είναι ότι κατορθώνει να μην επαναλαμβάνεται στα θέματα αλλά και στον τρόπο που τα παρουσιάζει από βιβλίο σε βιβλίο. Σαν μια διαρκής τάση ανανέωσης να τον καθοδηγεί. Σε κάθε βιβλίο του, όμως, λίγο να λησμονήσεις την πλοκή, θα δεις το σημείο συνάντησης, τον κοινό τόπο: μια ιδιαίτερη ευαισθησία και κατανόηση για ό,τι είτε καταρρακώνει είτε εξυψώνει τον άνθρωπο, αδιακρίτως. Εδώ το κάλλος της μορφής, η απόλυτη ομορφιά, έδωσε πάλη γενναία με την αδυναμία του σώματος να την κερδίσει. Δώρο που χάθηκε και δώρο που κερδήθηκε εν τέλει. Η γραφή, γενναία ως επιλογή και αυτή, αλλά και γενναιόδωρη με τον αδύναμο άνθρωπο, έρχεται να γεμίσει το κενό. Και το βιβλίο, που σαν φάντασμα πλανιέται σε όλη την ιστορία, είναι έτοιμο να γεννηθεί.

Τα Δύο δώρα είναι ένα βιβλίο για την ομορφιά του σώματος ή για την ομορφιά της γραφής; Και αν είναι και για τα δύο, ποιος θα μπορούσε να τα ξεχωρίσει ως προς την πληρότητα που προσφέρουν σε όποιον χαριστούν; 

 

Αποσπάσματα

 

Για τον Αντρέα, η εξήγηση γι’ αυτή την αλλόκοτη εποχή που είχε ανατείλει πάνω από τον μικρόκοσμό τους ήταν απλή, όσο και φανερή: το Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών, με την άφιξη της Μύρρας, είχε προσελκύσει την προσοχή του αήττητου τοξότη με τη σκοτεινή καρδιά –αυτού του παμπάλαιου συνοδοιπόρου– ενώ η θεϊκή ομορφιά της κοπέλας είχε αφυπνίσει στη συνέχεια τα πολεμοχαρή ένστικτά του. Τώρα το τρομερό προνόμιο είχε δοθεί, το ανίκητο δοξάρι είχε τανυστεί – αλίμονο! Για τους ανθρώπους του Κέντρου δεν υπήρχε πλέον διαφυγή: θα υπέμεναν την αιματηρή πολιορκία, θύματα ή μάρτυρες της θείας μανίας, και δεν θ’ απελευθερώνονταν παρά μόνο όταν θα είχε βγει από τη φαρέτρα και το τελευταίο βέλος, όταν θα είχε βαφτεί πορφυρή και η τελευταία αιχμή. (σελ. 84)

 

Για τον ίδιο δεν απέμενε παρά ο ρόλος του φωτογράφου, του σκηνοθέτη· ο ρόλος του πρωταγωνιστή που, λάμποντας πάνω στη σκηνή, εκτίθεται στων θαυμαστών του το εκστατικό βλέμμα, του ήταν για πάντα απαγορευμένος. Ο Αντρέας γύρισε για λίγο στο μυαλό του τη σκέψη αυτή· ναι, μπορούσε να την αποδεχθεί, μπορούσε να ζήσει χωρίς το πρόσωπό του να εμπνέει τον θαυμασμό, δίχως η θωριά του να γεννά την επιθυμία στους άλλους, και να είναι ευτυχισμένος. (Ο ίδιος εξάλλου δεν είχε αποφασίσει να προστατεύσει τον εαυτό του από του Κάλλους την καταστρεπτική δύναμη;) Στον νου του ήρθαν η επιστήμη του και οι ιστορίες του, πράγματα που τον πάθιαζαν και με τα οποία μπορούσε να συνομιλήσει, να σχετιστεί – να κατακτήσει. Ξαφνικά όλα ταίριαζαν· τώρα μπορούσε ν’ αντικρίσει, με ήρεμη την καρδιά, τον δρόμο που απλωνόταν μπροστά του. (σελ. 74)

 

Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου