Πέμπτη 6 Μαΐου 2021

Διώνη Δημητριάδου Παλίμψηστη του Λύκου μου Μορφή Εκδόσεις ΑΩ, Αθήνα 2021 Γράφει ο Γιώργος Βέης

 

Διώνη Δημητριάδου

 Παλίμψηστη του Λύκου μου Μορφή

 Εκδόσεις ΑΩ, Αθήνα 2021

Γράφει ο Γιώργος Βέης

[η πρώτη δημοσίευση στο frear.gr Για τη Διώνη Δημητριάδου – γράφει ο Γιώργος Βέης – frear]

«Αυτός ο κόσμος δεν θα τελειώσει ούτε μ’ έναν βρόντο ούτε μ’ έναν λυγμό,

 αλλά μ’ έναν τίτλο εφημερίδας, μ’ ένα σλόγκαν, μ’ ένα μυθιστόρημα της πεντάρας

πιο χοντρό και από κέδρο του Λιβάνου».

Τζορτζ Στάινερ


Ομιλεί και στοχάζεται. Ταξινομεί τα ζωτικά ψεύδη του. Κωδικοποιεί πλάνες κι αυταπάτες. Αποδομεί, όπως νομίζει, ψευδαισθήσεις. Τις δικές του ή τις εμφανείς συλλογικές. Οργανώνει δηλαδή λίγο πολύ, κατά το δοκούν πάντα, την τάξη της πραγματικότητας. Ό,τι δηλαδή κι αν συνιστά αυτό το διακριτό «προϊόν της πιο μεγαλειώδους φαντασίας», σύμφωνα με τον Γουάλας Στίβενς. Τα αρχέτυπα, ως οφείλουν, είναι παρόντα κι εδώ. Άλλωστε η μελέτη τους συνιστά καθήκον. Το κείμενο έπεται. Προλαβαίνει ασφαλώς να αποτυπώσει ένα μέρος των κρίσιμων ορατών, αλλά και των κατ’ ανάγκην υπεραισθητών. Πρόκειται για ένα ακόμη προσεκτικό, όπως θα φανεί σε λίγο, τέχνασμα εαυτού. Ποιητικού de facto. Η παραγωγή μεταφορών εγγυάται με τη σειρά της την επιτυχία του εγχειρήματος: να δούμε δηλαδή, μαζί με τον γραφόμενο, οίκοθεν νοείται, πρωτοπρόσωπο δράστη εικόνων, την όποια αλήθεια. Ή έστω το ειλικρινές απείκασμά της. Η ταυτότητα είναι εν τω μεταξύ δεδομένη. Καμιά αμφισβήτηση της θέας του τέλους (ή και της αρχής ενδεχομένως). Ήτοι:
«Καθένας και μια θάλασσα / προσωπικός πνιγμός» (βλ. σελ. 53). Σημειώνω ότι η προσωπική αντωνυμία του τίτλου συνιστά έμβλημα τοπίου.

Ο χωρόχρονος προσδιορίζεται εύκολα: είναι το χάος της στέρησης. Η εξ όνυχος προοπτική του είναι, ήτοι ένα ακόμη το χωρίο της άρνησης, έχει ως εξής: «Πότε θεριό πότε σκυλί ο Διγενής του νόστου / στεγνές στο στόμα του σαλεύουν προφητείες / για όλο το αίμα που κάποτε θα πνίξει/όσους λαθέψανε γυρεύοντας αναίτια τη φυγή» (βλ. σελ. 36). Ο ζόφος τείνει να εξαλειφθεί μέσα στην ίδια του την υπερβολή. Η επανάληψη του πανικού επιφέρει εξοικείωση με το τραγικό. Υποδηλώνεται άλλωστε, εμμέσως πλην σαφώς στην προκειμένη περίπτωση, ότι η τριβή με τον διάχυτο ή κεκρυμμένο πόνο τεκμηριώνει εκ του ασφαλούς, το τονίζω αυτό, επίγνωση. Γι’ αυτό κι ο «Λύκος», ένα προσωπείο ενστίκτου προς διατήρηση των κεκτημένων του εαυτού, δεν ξεχνά να γράφει. Να επι-γράφεται. Μπορεί δηλαδή να είναι ο συνειδητός φορέας των μύθων (του), ενώ «η ανθρωπότητα συνολικά δεν φαίνεται να έχει βγει ακόμη από την προϊστορία της σκέψης», όπως του ψιθυρίζει στο αυτί ο Μάρτιν Χάιντεγκερ.

Διακρίνω κατά λέξη τα εξής ενδεικτικά από τις εισαγωγικές σελίδες του παρόντος έργου, διεισδυτικού δοκιμίου σε ακριβολόγους στίχους, της Διώνης Δημητριάδου: «Κρατιέμαι από τον ήχο των βουνών, το σάλεμα των δέντρων, σαλοί όλοι σας κι ας μην το μάθατε από μένα, υπόγειοι ποταμοί βουίζουν στο κεφάλι μου και προκαλούν να ακούσετε, μα εσείς άηχοι σαν τους τόπους σας, μέσα στα μάτια μου ιριδίζουν οι παλιές σκιές, εσείς δεν τις γνωρίσατε ποτέ, κι ας είναι η μήτρα μας κοινή, μόνο η γνώση εδώ μετράει, αλλιώς το μαύρο φίδι κατατρώει αργά τις σάρκες μας, δεν το φοβάμαι, ποτέ δεν το φοβήθηκα όσο ανατριχιάζω στη ματιά σας, λύκοι εσείς Λύκος εγώ… /είπε ο Λύκος και σώπασε – έπεφτε κι η νύχτα» (βλ. σελ. 14). Ισχυρίζομαι ότι τα τριάντα τέσσερα (34) σίγμα του κειμένου, αυτός ο επίμονος συριστικός, εμφανώς παλίντροπος ρόχθος, παραπέμπει με βεβαιότητα στους «μεγάλους υπόγειους ανέμους», τους οποίους ισχυριζόταν ότι άκουγε συχνά πυκνά ο Φραντς Κάφκα.

Φαίνεται πάντως ότι ο εν λόγω διηθητής της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, ο λόγιος «Λύκος», έχει μελετήσει, εκτός των άλλων, και εμβληματικά έργα του Ιμμάνουελ Καντ. Γνωρίζει λοιπόν κι αυτός ότι «την πραγματικότητα δεν την αντιλαμβανόμαστε απλώς, αλλά τη συνιστούμε οι ίδιοι». Εξ ου και η τόλμη του να πράττει, να αντιτίθεται, να διαρθρώνει «πιστεύω», να κρίνει, να παρασκευάζει κολάφους, να αναδιπλώνει ομοιοπαθητικά θεραπείες ένδον τραυμάτων, να μεταθέτει επιθυμίες, να αναλύει υστερικά σύνδρομα. Κοντολογίς, να ανακεφαλαιώνει μη υστερικές άμυνες της ύπαρξης. Αν μάλιστα «ο άνθρωπος είναι πραγματικά μια δαρβίνεια παραλλαγή καταδικασμένη να παράγει πολιτισμό, ένας «λύκος» που πρέπει να ευχόμαστε να εξημερωθεί», όπως δίδαξε ο Ζίγκμουντ Φρόιντ, τότε το ποιητικό υποκείμενο δεν κάνει τίποτε άλλο εδώ παρά να ομολογεί δημιουργικές αναβαθμίσεις του εγώ. Θα ισχυρισθεί μάλιστα κι από την πλευρά του ότι «για να περισωθούν οι πολιτισμικές αξίες, ο λύκος πρέπει ν’ αφήσει την αυθεντικότητά του να γίνει απουσία και μνήμη, δηλαδή γλώσσα και συνείδηση» (βλ Μάριος Μαρκίδης, Η ψυχανάλυση του διχασμένου υποκειμένου, εκδόσεις Έρασμος, 1980, σελ. 77).

Το ζώο-νους-ψυχή δεν παύει να είναι ενίοτε ενσάρκωση, στο μέτρο που μπορεί βέβαια, του καλού καγαθού. Κατά το πάγιον συμφέρον του εννοείται. Πάντως εξακολουθεί να διαπιστώνει κι αυτό ότι, όπως διαισθάνθηκε ο άλλος εκείνος λύκος, ο μονήρης της Δρέσδης και της Φρανκφούρτης, «παντού στη φύση βλέπουμε αγώνα, πάλη και διακύμανση της νίκης –και αυτό είναι το αποτέλεσμα εκείνης της εσωτερικής διάστασης που είναι ουσιώδης για τη βούληση. […] Επομένως η βούληση για ζωή γενικά τρέφεται από τον εαυτό της, και είναι σε διαφορετικές μορφές η τροφή του εαυτού της, μέχρις ότου το ανθρώπινο είδος, επειδή καθυποτάσσει όλα τα άλλα, θέτει κατά νου πως η φύση κατασκευάστηκε για δική του χρήση. Παρά ταύτα […] το ίδιο το ανθρώπινο είδος αποκαλύπτει με τρομακτική σαφήνεια αυτή τη σύγκρουση, αυτή τη διάσταση της βούλησης με τον εαυτό της, και καταλαβαίνουμε ότι homo homini lupus, ήτοι ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο»(βλ. Άρτουρ Σοπενχάουερ Ο Κόσμος ως βούληση και ως παράσταση).

Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό υποδόριο-ψηλαφητό-ορατό διακείμενο. Πράγματι συνιστά μια ακόμη ένδειξη των λεκτικών προσχώσεων, οι οποίες συναπαρτίζουν το σώμα της Παλίμψηστης του Λύκου μου μορφής.

Το δε δαιμονικό στοιχείο, του οποίου η παρουσία υπογραμμίζεται αρκούντως σε όλη σχεδόν την έκταση του βιβλίου, υποχωρεί δεόντως, όταν το ποιητικό κινούν καταφέρει να το εξημερώσει. Προσωρινά έστω. Ο εξορκισμός του κακού προωθεί άλλωστε κατά πολύ τη δράση. Απομονώνω τα εξής χαρακτηριστικά από τη μέση του έργου: «Σκιάχτηκε ο Λύκος πόσα θεριά γεννούσε το τοπίο κι έπιασε να ξηλώνει από τη γωνία το άθλιο κατασκεύασμα ώσπου σουρούπωσε κι είδε ότι ακόμη στην αρχή του ήταν κι ακόμη πως κάθε θηλιά που ξήλωνε άλλη γεννιότανε στη θέση της ακόμη πιο μπλεγμένη κι είπε τότε:/ετούτο μόνο με φωτιά θα νικηθεί / να πέσει φλόγα επάνω τους /στάχτη να γίνουν όλα /τα πρόσωπα του τέρατος»(βλ. σελ. 30). Συγκρατώ ότι ο «Λύκος» της κειμενικά έμπειρης Διώνης Δημητριάδου προσπαθεί να μην πέσει στην παγίδα της ναρκισσιστικής εμμονής. Νομίζοντας φέρ’ ειπείν ότι, μεταξύ άλλων, έχει συν τω χρόνω καταστεί μάλλον ο δικαιότερος των παρατηρητών του κοσμοειδώλου, κοιτά συστηματικά προς τα έξω. Είναι πεπεισμένος άλλωστε ότι είναι κι αυτός μάρτυς-μέτοχος-ήρωας εκών άκων «στην περιπέτεια του μυαλού», όπως ομολογείται ευθέως, κλείνοντας μάλιστα την αυλαία, στο κρίσιμο απόσπασμα από το ημερολόγιο ψυχανάλυσης ή αλλιώς «ποίημα της σελίδας 33».

Γιώργος Βέης



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου