ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ
Χύμα
Εκδόσεις Οδός Πανός
Ψάλατε άσμα νέον!
Γράφει η Δήμητρα
Ρούσσου
Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος εξέδωσε
πρόσφατα, από τις Εκδόσεις Οδός Πανός,
ένα
μ ο ν α δ ι κ ό βιβλίο· το ‘Χύμα’. Ο
ίδιος το χαρακτηρίζει ως Ηθιστόρημα
και αναφέρει στη σύντομη εισαγωγή: «...Έγραφα
τσαλαβουτώντας άτσαλα πάνω στα πλήκτρα μα κι εντελώς αλογόκριτα μέσα στη μνήμη
και τη φαντασία, ξεδιπλώνοντας υπαρκτούς κι ανύπαρκτους έρωτες· αλήθειες σαν
ψέματα, ψέματα σαν αλήθειες, λογής-λογής πιθανά κι απίθανα αγκαλιάσματα…».
Τα τέσσερα κύρια πρόσωπα του βιβλίου,
γύρω στα σαράντα όλοι, είναι διάφανα σαν κύβοι από γυαλί. Ο αφηγητής δεν
περιγράφει ποτέ τα πρόσωπά τους· το κορμί τους ναι. Η Σοφία, τελείως έκλυτο
πλάσμα· άψογο παιδί μα διόλου αθώα και πάντα γυμνά γυμνή, είναι η ερωμένη του αφηγητή.
Η Meg, Δυτική, από
άλλο κόσμο· Αγγλίδα. Φρέσκια, ζωηρή· μια δροσερή γλύκα, σαν κόκκινο
ζαχαρωτό γλειμμένο, που προσπαθεί να καταλάβει. Είναι η σύντροφος του αφηγητή. Ο
Στέφανος, πετυχημένος επαγγελματίας, είναι ο άντρας της Σοφίας, κι ο Φίλιππος
είναι ο αφηγητής. Και οι δυο τους είναι φιλήδονα ωμοί και τρυφερά διαβολικοί.
Θέλουν να μοιραστούν τις γυναίκες τους. Δυο ή και τρεις μαζί. Κάθε νεύρο του
αφηγητή έχει κιόλας ευλογηθεί με την αίσθηση του κορμιού της Σοφίας· σεξ σαν
καραμέλα από εκχύλισμα κάκτου, με μιαν ουδέτερη μηχανική στο συναίσθημα. Είναι
όμως άπειρα όμορφα φτιαγμένο όλο αυτό απ’ τον Αλέξανδρο Αδαμόπουλο!
Ψηλαφίστε την αχνή αψάδα του ιδρώτα των
κορμιών· θρυμματισμένο πάγο, έναν ώριμο χουρμά που κολλάει, έναν βαθύ παλιό
πόνο. Ανήκουμε στο κείμενο. Πάντα γράφουμε για ένα κείμενο που του ανήκουμε. Πιστεύω
πως το ίδιο θα αισθανθεί κι ο αναγνώστης διαβάζοντας το ‘Χύμα’. Γιατί στο ‘Χύμα’
το γυμνό κορμί σβήνει την εποχή. Η μυρωδιά του δημιουργεί μεθυστικές διαλείψεις.
Στο ‘Χύμα’, στον έρωτα, κανείς απ’ τους ήρωες δεν είναι ζώο σε ‘αμφεταμινικό’ ρυθμό,
μα έχει την ανάγκη να κερδίσει τις στιγμές της έκστασης συνειδητά. Στο ‘Χύμα’
δεν πέφτει η νύχτα σαν πέπλο από αλκοολικά τριαντάφυλλα. Είναι ηλιόλουστο και
σπαρταριστά ζωντανό. Καίει σαν τα τρελά φεγγάρια της καλοκαιρινής θάλασσας. Είναι ηδονικό και νοήμον.
Με το ‘Χύμα’ η ζωή μάς φαίνεται λαμπερή πάλι,
ατίθαση -στην πρίζα. Προφανώς έχει και λύπες που νοτίζουν σαν κρυφή υγρασία, το
εκστατικό φως της ηδονής. Έχει πίκρες βαθιές, παλιά τραύματα -σφήνες στο φως.
Κι εκείνες οι σπαραχτικές τελευταίες σελίδες του ακόμα πιο πολύ. Και το μείζον:
Το ‘Χύμα’ γεννήθηκε μέσα στο ελληνικό φως και στον ήλιο κι όχι κάτω απ’ τον
μολυβή ουρανό της Δύσης.
Σκέφτομαι: Τι ήταν η ρομαντική σχολή στη
Γερμανία; Δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η
αφύπνιση της ποίησης του Μεσαίωνα, όπως
αυτή είχε εκδηλωθεί στα τραγούδια, στα έργα γλυπτικής και στα οικοδομήματά του.
Αυτή όμως η ποίηση, προερχόταν απ’ τον Χριστιανισμό· ήταν λουλούδι του Πάθους
που φύτρωσε από το αίμα του Χριστού. Δεν γνωρίζω αν αυτό το μελαγχολικό
λουλούδι, που στην Γερμανία το λένε “Passionsblume” (ανθός του θείου Πάθους· ‘παθανθός’) έχει και στη Γαλλία το ίδιο
όνομα, ούτε αν ο θρύλος του αποδίδει και εκεί την ίδια μυστική προέλευση. Είναι
το λουλούδι εκείνο με το ασυνήθιστα απαίσιο χρώμα, που στον κάλυκά του βλέπουμε
να απεικονίζονται τα σύνεργα με τα οποία βασάνισαν τον Χριστό στη Σταύρωση: Τα
σφυριά, το ακάνθινο στεφάνι, τα καρφιά. Ένα λουλούδι καθόλου άσχημο· εφιαλτικό όμως,
που κοιτώντας το νοιώθει κανείς ευχαρίστηση ανάμεικτη με φρίκη, όμοια με τις
γλυκές συσπάσεις που βγαίνουν μέσα απ’ τον πόνο τον ίδιο. Από αυτή την άποψη το
λουλούδι αυτό θα μπορούσε να είναι το πιο κατάλληλο σύμβολο του ίδιου του
Χριστιανισμού, που η πιο φρικιαστική γοητεία του έγκειται ακριβώς στην ηδονή
του πόνου. Στο ‘Χύμα’, όμως, η ηδονή είναι ηδονή· κόβει σύρριζα τον ‘παθανθό’ και δεν έχει καμιά σχέση μ’
αυτόν!
Γιατί σίγουρα η Σοφία, η ερωμένη του
αφηγητή, δεν είναι κάποια από τις οδαλίσκες του Matisse,
στολισμένη με μαλαχίτη και ίασπι, με χυτά μαλλιά λουσμένα στους χυμούς των
φρούτων, τυλιγμένη με ηδονικά βλέμματα κάτω από λευκά περιστέρια που πετούν και
ραμφίζουν τις παγερές αχνογάλανες φλέβες των Άλπεων. Είναι ατόφιος άνθρωπος,
όπως και όλα τα πρόσωπα στο βιβλίο. Στέκουμε αμήχανοι με τη γυμνή αλητεία του
αίματός τους· όμαιμες ψυχές. Ο ίλιγγος των πεταλούδων. Η Γενετήσια χλόη και η
Ομορφιά. Σφαγή στον αυχένα· με απλές λέξεις που έχουν χάσει το χνούδι τους και
ξαναβρήκαν επιτέλους το αληθινό αρχικό τους νόημα.
Το βιβλίο δεν είναι διόλου ερωτικό. Εν
τούτοις η Σοφία τον νιώθει τέλεια τον αφηγητή· έχει τον έλεγχο του πιο μύχιου
είναι του. Κάνει λεπτές χειρουργικές επισημάνσεις γι’ αυτόν, πολύ ειλικρινείς. Κι
εκείνον τον ελκύει βαθιά ο ελευθεριακός γυμνός ερωτισμός της. Τον τρελαίνει το ‘αρσενικό’
στυλ της, ο άμεσος και γυμνός λόγος της. Την παραδέχεται, την σέβεται. Κι
αντίστοιχα μοιράζεται απλόχερα μαζί της -και μαζί μας- το ίδιο εύστοχες παρατηρήσεις
για τις σχέσεις του Ζεύγους, των ζευγαριών και για την κοινωνία του Έρωτα.
Σίγουρα θ’ αρέσουν στον αναγνώστη τα χείλη του αφηγητή πάνω στο κορμί της, το σεξ
των τριών τους (ας μην ειπωθεί εδώ ποιοι με ποιους) γιατί η γραφή του Αδαμόπουλου
-αυτό το υπέροχο σέρφινγκ πάνω σε στάλες ιδρώτα- εκφράζει το θαύμα της
ελεύθερης ανάσας και συνάμα την ανάλυση περίπλοκων καταστάσεων που σχεδόν πάντα
τις θάβουμε κάτω απ’ το χαλί.
Ο συγγραφέας στο ‘Χύμα’ με μια κίνηση
του χρωστήρα του σβήνει τον Μέγα Θεοδόσιο, που βάναυσα εξόρισε το Αρχαίο
Ελληνικό Κάλλος, κι ένας αχανής χρόνος παγετώνων του γυμνού Έρωτα άρχισε να
επελαύνει και να κυριαρχεί σ’ όλον τον Δυτικό κόσμο για πολλούς αιώνες. Ο
συγγραφέας όμως παίρνει το φως που έχει διαθλαστεί μέσα του και το αφήνει να
πλημμυρίσει το βιβλίο. Κι αν με ρωτούσε κάποιος μήπως ξέρω ποια είναι η
υπαρξιακή και η ιδεολογική θέση απ’ την οποία εξαρτώνται τα κύρια
χαρακτηριστικά του ‘Χύμα’, θα έλεγα· μια ονειροπόλα, παιδιάστικη αγάπη του
Αδαμόπουλου για την πραγματικότητα. Θρησκευτική, καθώς συγχέεται -χάρη στην
ομοιότητά της- μ’ έναν απέραντο σεξουαλικό φετιχισμό. Γράφει απλά, γυμνά,
φυσικά. Η αιτία της απλούστευσής του είναι ότι βλέπει την πραγματικότητα σαν
μια ιερή ουσία. Και το Ιερό είναι πολύ απλό.
Αυτός ο ‘ιερατικός’ έρωτας για τον κόσμο
δικαιώνει τις τεχνικές διεργασίες του βιβλίου, αλλά κατά κάποιον τρόπο ισχύει
και το αντίστροφο: Αυτές ακριβώς οι τεχνικές του ‘Χύμα’ (το γυμνό, το απλό)
νομίζω πως αποκάλυψαν στον ίδιο τον συγγραφέα την ένταση του έρωτά του,
απελευθερώνοντάς τον από τις πιθανές τυποποιήσεις που του είχε επιβάλει η
λογοτεχνία: Το πάθος, που είχε πάρει τη μορφή ενός μεγάλου έρωτα για τη
λογοτεχνία και τη ζωή, σιγά σιγά απόδιωξε τον έρωτα για τη λογοτεχνία κι έγινε
αυτό που πράγματι ήταν: Ένα πάθος για τη ζωή.
Κι ακόμη παραπέρα: Στο ‘Χύμα’ ο
Αδαμόπουλος έχει ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με τη γλώσσα (ή μάλλον, με
τη Γλώσσα) και στρέφεται εναντίον της γλώσσας, εναντίον της λογοτεχνίας. Σαν
γύρω του, στις απαρχές· πέρ’ απ’ όλες τις παγίδες, τις θεσπισμένες, δεν ήταν
παρά η Γλώσσα, που τα πρώτα λαχανιάσματα του παιδιού, τα προανθρώπινα πάθη, τα
ήδη σπιλωμένα, να μην τα ομολογούσε.
Το ‘Χύμα’ είναι μια εξέγερση κόντρα στη
νόρμα κατ’ αρχήν και λιγότερο κόντρα στη
φόρμα. Ο Έρωτας στο ‘Χύμα’ είναι πιο
σύγχρονος από κάθε τι σύγχρονο. Είναι σαν ένα φιλμ που ξετυλίγεται
ολοζώντανο μπροστά στα μάτια μας μέσ’
απ’ τα πέντε κεφάλαιά του. Όλα με επικεφαλίδες παρμένες απ’ την ‘Πολιτεία’ του
Πλάτωνα και τα ‘Εις εαυτόν’ του τον Μάρκου Αυρηλίου: ‘Μυξίου ‘έκχυσις’, ‘Αποδυταίον ταις των φυλάκων γυναιξί’, ‘Μη ως μύρια
έτη μέλλων ζειν’, ‘Περί γυναικών κοινά τα των φίλων έσται’, ‘Της αληθείας
φιλοθεάμονες’. Πράγμα που δεν το θεωρώ καθόλου τυχαίο, καθώς ο Αδαμόπουλος
θέλει και εδώ να μας δείξει πού έχει τις ρίζες του, γράφοντας στο σήμερα. Και
μάλιστα χρησιμοποιώντας σε πολλά σημεία ρέοντες φυσικότατους καθημερινούς διαλόγους
που κάνουν το κείμενο ακόμα πιο ζωντανό και οικείο. Μέσα σ’ αυτό, ο ήλιος θα
ξαναγίνει στιλ. Το στιλ αυτό που συνδέει τον ήλιο -τον ήλιο τον αληθινό μ’
εκείνον του βιβλίου- με την ίδια φυσικότητα όπως και την ώρα τους τόπους τις
μνήμες και τις απλές σωματικές περιγραφές, μαζί με λεπτές ψυχολογικές
παρατηρήσεις και μύχιες σκέψεις. Αυτό όμως είναι δουλειά του μοντάζ του συγγραφέα!
Γιατί τελικά το βιβλίο είναι προϊόν που επιτυγχάνεται με διακριτικά κοψίματα
στο συνεχές της λογοτεχνίας· ή μάλλον της ίδιας της ζωής.
Το να κάνεις τέτοια λογοτεχνία είναι σαν
να γράφεις πάνω σε χαρτί που καίει. Το βιβλίο παρατείνει το στιλ, το αποδιώχνει
και το ξαναζωντανεύει με τον πιο ριζοσπαστικό τρόπο: Αυτό που ήταν μια
μεταφορική εικόνα γίνεται πραγματική, εμπλέκοντας το φυσικό, το φως, το γυμνό
σώμα, αλλά και την ψυχή των εραστών.
Αυτή η αίσθηση του σεξ, που αναδύεται απ’
το βιβλίο, κοντράρει τις αναλύσεις του τύπου ‘H κορίντα’ του έρωτα’. Έχουν
υποστηρίξει (Pascal Bοnitrez) πως πρόκειται για αρένα, κορίντα· όπου η ερωμένη
είναι ο ταυρομάχος, κι ο εραστής το θύμα. Μέσα σ’ αυτήν την ταυρομαχική αντίληψη
του έρωτα, τη σχεδόν συμβατική από την εποχή του Georges
Bataille του Michel Leiris και μετά, ο ρόλος του ‘ματαδόρ’
αποδίδεται στον άνδρα, το χτύπημα με την άκρη του ξίφους έχει την έννοια της
διείσδυσης, και το ξίφος... Διόλου δεν αφορούν το ‘Χύμα’ τέτοιες θεωρίες. Το
βίωμα και η απόλαυση έχουν ανάγκη την κυριολεξία μόνο, όχι τις ιδεοληψίες.
Επιλογικά θα έλεγα πως η Δυτική σκέψη
είναι δυναστική· την εξουσιάζει ο Λόγος (la raison, die Vernunft). Οι esthètes
και οι blasés είναι ανήμποροι να κατακτήσουν φυσιολογικά το βάθος. Κι έτσι ο
Έρωτας είναι Εσταυρωμένος. Μαρτύριο. Το κορμί ξεκόπηκε ολότελα απ’ την ψυχή. Και
ποιες είναι οι τελευταίες τρομακτικές ιστορικές κοινωνικο-πνευματικές απορροές
αυτού του διχασμού; Ρομαντισμός, μηχανικός πολιτισμός, που αποσυνθέσανε το
Sexus σε αναρίθμητα κομμάτια, όχι μόνο εντελώς ανίκανα ν’ ανασυντεθούν σε μιαν
έννοια κοσμική, μα αφημένα στο σκοτάδι σαπίζουν διαρκώς· κρυφά ή φανερά μέσα στον
κόσμο μας.
Ο Αδαμόπουλος, όμως, στο ‘Χύμα’ κάνει
παιχνίδι πολύ σοβαρά μόνος του. Πιάνει μια σκυτάλη που κάπου παράπεσε πριν
πολλούς αιώνες, και χωρίς να κοιτά πίσω, τρέχει σ’ έναν σύγχρονο, καινούργιο στίβο.
Στις μέρες μας. Και πασκίζει να κολλήσει πάλι μαζί ψυχή και σώμα. Γι’ αυτό
είναι μοναδικό το ‘Χύμα’: Ο πόθος του αφηγητή για ενιαίο γυμνό αίσθημα - γυμνό κορμί
- γυμνή Ουσία, είναι πανταχού παρών· ειλικρινής, ατόφιος, αλήτικος, αριστοκρατικός.
© Δήμητρα Ρούσσου
Φιλόλογος Εκπαιδευτικός
dhmhtraroussou@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου