Έλα να παίξουμε
μυθιστόρημα
Δημήτρης Χριστόπουλος
Το Ροδακιό
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ΛΕΞΕΙΣ | Στο όνομα της σιωπής • Fractal
Στο όνομα της σιωπής
Τα παιδιά που έμειναν παιδιά έρχονται και μας βρίσκουν
τις πιο ανύποπτες ώρες. Κάτι παράφορα βράδια της άνοιξης τρυπώνουν απ’ τις
χαραμάδες, ανάβουν ένα κερί, ανοίγουν το παλιό μπαούλο και κάθονται να παίξουν
με τα παροπλισμένα τους παιχνίδια.
(σσ. 104-105).
Όταν τον Φεβρουάριο του 1992
επιστρέφει στο νησί της μητέρας του, τη
Σίφνο, ο Στέργιος Σιδέρης ως αγροτικός γιατρός, δεν ξέρει ακόμη πως λίγο να
σηκώσει το πέπλο της λήθης, θα ξεπηδήσει από κάτω το αποκοιμισμένο παιδί που
ήταν κάποτε και θα ζητήσει εξηγήσεις για όλα όσα ήταν βυθισμένα στην ένοχη
σιωπή. Καθώς θα ψάχνει τα ίχνη του εξαφανισμένου το 1942 θείου του, όταν ήταν
ακόμη το Σπυριδωνάκι ή Σπυ επτάχρονο παιδί, (Πενήντα χρόνια πουθενά δε βρέθηκε το καημένο το παιδί· ολούθε κυλά όπως
το νερό της θάλασσας. Επτά χρονώ άνοιξε η γη και το κατάπιε), θα προσεγγίζει ολοένα και περισσότερο τα δικά
του ίχνη, από την παιδική του ηλικία, την τραυματισμένη ανεπανόρθωτα από έναν
κακοποιητικό πατέρα. (Ήταν τότε που οι
λέξεις μέσα στο μυαλό του αποσυνδέθηκαν από τα πράγματα. Πώς να πεις «μπαμπά»
δίχως εκείνη τη σουβλιά στο στομάχι;).
Οι δύο ιστορίες θα
αλληλοϋποστηρίζονται, θα αλληλοερμηνεύονται, με συνδετικό τους νήμα τη μνήμη
που διαρκώς θα αποκαλύπτει μικρές ψηφίδες, θα τις δένει μεταξύ τους, μέχρι να
συμπληρωθεί όλη η εικόνα, καθαρή πλέον αλλά και άλλο τόσο τρομακτική. Ποιος,
όμως, γλίτωσε ποτέ από το παιχνίδι του μυαλού, που εδώ θα συμπεριλάβει τις δύο
γιαγιάδες (την πεθαμένη προγιαγιά Στεργιανή και την εν ζωή γιαγιά Μαργαρώ) τη
μητέρα και τον πατέρα του Στέργιου, τον άρχοντα του νησιού Φραγκίσκο Πατριαρχέα
(τον Κανάγια που τον τρέμουν οι ντόπιοι)
τον καθηγητή Φάνη Γκίκα (με το ημιτελές έργο της ζωής του), τον αγγειοπλάστη
Λεωνίδα, τη Μυρτώ (αγάπη ήταν ή φόβος;).
Ο αφηγητής θα χρησιμοποιήσει
το πρώτο πρόσωπο σε μια σύντομη εισαγωγή, εξηγώντας γιατί τώρα δίνει διέξοδο
στη γραφή, τώρα που πια ο πατέρας του δεν ζει, θα επιλέξει, όμως, σε όλη την
αφήγηση την εν μέρει αποστασιοποιημένη τριτοπρόσωπη φωνή· ένα έμμεσο σχόλιο,
ίσως, για τη δυσκολία να μιλήσεις για όσα κρύβονται εκεί, στην καρδιά του σκότους. «Έλα να παίξουμε», μόνο που αυτό δεν ήταν
παιχνίδι, ήταν η παγίδα της σιωπής, στην οποία εγκλωβίστηκε ο Στέργιος. Να μη
μιλήσει, να μην πει τα ανείπωτα μαρτύρια, να κλείσει την κραυγή του σε μια
διαρκή σιωπή, με όλο αυτό να φέρει το ένδυμα ενός παιχνιδιού, μια παραπλάνηση
της παιδικής αθωότητας. Τώρα, ως ενήλικας, θα αντέξει να αφαιρέσει τα φτιασίδια;
Ψάχνοντας να βρει τι απέγινε το άλλο παιδί, το Σπυ, ξέρει πως αναπόφευκτα
βυθίζεται και στο δικό του παρελθόν – ένα χαμένο παιδί κι αυτός.
Τελικά η σιωπή ήταν που αποφάσιζε όλ’ αυτά τα χρόνια ποιος θα ζήσει, ποιος θα χαθεί, και τις ζωές μας μυστικά κυβερνούσε. […] Και το μικρό παιδί αόρατο και πανταχού παρόν δεν ησυχάζει λες κι η γη δεν το χωρεί, σέρνοντας μια μυστική λιτανεία από παιδιά που δεν πρόλαβαν. Όποιος έχει καθαρή ψυχή, μπορεί να την ακούσει τις πιο σκοτεινές νύχτες που στήνουν καρτέρι στους περαστικούς, να παίξουνε μαζί τους κρυφτό, μπάλα και τσούνια. (σ. 142).
Ο Φάνης, που εμπιστεύθηκε στον
Στέργιο το ημιτελές μυθιστόρημά του, στην ουσία τον παρακίνησε να δώσει άλλη
κατεύθυνση σ’ αυτό, να αφηγηθεί τη δική του ζωή, να γίνει δημιουργός του μυθιστορήματος
της ζωής του, κάτι ανάμεσα στην αλήθεια και την επινόηση. Αυτό κάνει και ο
Χριστόπουλος σε ό,τι γράφει. Έχοντας παρακολουθήσει τη γραφή του τα τελευταία
χρόνια, ξέρω πως η αξία της (αδιαμφισβήτητη και βραβευμένη άλλωστε) δεν
έγκειται μόνο στα θέματα που επιλέγει και στον τρόπο που τα αφηγείται,
προσιδιάζοντας σε εκείνους τους παλαιούς παραμυθάδες (λόγιους και μη) που ο
λόγος τους σαγηνευτικός, μας παρέσερνε να εισχωρήσουμε μέσα στις ιστορίες τους.
Είναι που οι δικές του ιστορίες μοιάζει να έχουν αντληθεί από τις ζωές μας,
τόσο κοντινές στην αλήθεια τους σε εμάς μα και τόσο μακρινές, σαν παραμύθι που
το ακούς και, ενώ ξέρεις πως είναι μύθος και γλυκιά παραμυθία, λίγο αντέχεις να
μην το αγγίξεις και αυτό στη δική του «αλήθεια». Το συγγραφέα δεν τον διαβάζουμε· εκείνος πρώτος μας διαβάζει, γράφει
ο Φάνης στην προμετωπίδα του βιβλίου του που δίνει στον Στέργιο. Αυτό ισχύει
στην περίπτωση του Χριστόπουλου. Γι’
αυτό και οι ιστορίες του έχουν τη δική τους ξεχωριστή αξία· αυτές πρώτες μας
έχουν «διαβάσει».
Τα λόγια του Τζιμ Μόρρισον (Για Εκείνους οι οποίοι προς το Θάνατο
καλπάζουν/ Για Εκείνους που προσμένουν/ για Εκείνους που νοιάζονται)
«προλογίζουν» το βιβλίο. Στο εξώφυλλο η φωτογραφία (προσφορά της Σοφίας
Αρμελινιού) μας εισάγει στο παιχνίδι –που παιχνίδι δεν είναι, κι ας προσκαλεί
«έλα να παίξουμε»– και στην παιδική αθωότητα την ποικιλοτρόπως τρωθείσα. Μια φυλακή ο κόσμος και ο καθένας εκτίει τη
σιωπή του, θα πει ο Χριστόπουλος. Στο όνομα αυτής της σιωπής γράφει, γι’
αυτήν μιλάει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου