Συζητώντας
με αφορμή ένα βιβλίο
Πάνος
Ιωαννίδης
Ο
χορός της μέλισσας
εκδόσεις
Κέδρος
με
τον Πάνο Ιωαννίδη
συνομιλεί η Διώνη Δημητριάδου
- «για κάθε όψη υπάρχει και η σκιά της». Αυτό
σκέφτεται ο ήρωάς σας, ιδιωτικός ντεντέκτιβ Πέτρος Ριβέρης, προβληματισμένος
για την καθαρότητα των φαινομένων. Θα μπορούσε αυτή να είναι μια γενικότερη
αρχή, πέρα από τα δεδομένα της ιστορίας σας;
Ναι, θα μπορούσε! Έχουμε μια δολοφονία, συγκεκριμένα τη
δολοφονία του Αλέξανδρου Χρηστίδη, σημαίνοντος μέλους της κοινωνίας της
Θεσσαλονίκης. Υπήρξε αντιστασιακός επί δικτατορίας των συνταγματαρχών,
πρωτοποριακός αιρετός της τοπικής αυτοδιοίκησης, ενώ στη δύση της καριέρας του
τόλμησε να υποστηρίξει δομές της κοινωνικής και της αλληλέγγυας οικονομίας. Η χήρα του, αναθέτει στον
ιδιωτικό ντετέκτιβ Πέτρο Ριβέρη να εξιχνιάσει τη δολοφονία του συζύγου της. Αυτός
ψάχνει στο περιβάλλον του Χρηστίδη, το οποίο αποτελείται από προοδευτικούς και
συντηρητικούς ευκατάστατους baby boomers της Θεσσαλονίκης. Όμως καθώς προχωράει στην έρευνά του,
ανακαλύπτει κάποια ενδιαφέροντα κείμενα που έχουν γραφεί γι’ αυτόν και τον
περιμένουν σε κεντρικά σημεία της πόλης. Πρόκειται για τη σκιά της έρευνάς του,
η οποία συγκροτεί μια γενικότερη αρχή, όπως εύστοχα θέσατε, του νουάρ
μυθιστορήματος. Κατά κανόνα, τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, ή κάθε σημαίνον
μπορεί να έχει περισσότερα του ενός σημαινόμενα.
- Θελήσατε με το δεύτερο μυθιστόρημά σας να
πείτε πολύ περισσότερα από όσα είθισται να απασχολούν ένα τυπικό νουάρ. Είναι, ενδεχομένως, το έγκλημα ένα «όχημα»
προκειμένου να καταθέσετε τις απόψεις σας πάνω σε κοινωνικά και πολιτικά θέματα
που απασχολούν την ελληνική κοινωνία;
Σε κάθε περίπτωση, ναι. Το έγκλημα είναι το πρόσχημα και
συχνά η αφορμή για να ερευνηθούν τα κενά που άνοιξαν με την τέλεσή του.
Προφανώς και η εύρεση του δολοφόνου είναι το βασικό ζητούμενο. Όμως με
ενδιαφέρει πρωτίστως το γιατί συνέβη ένα έγκλημα, και δευτερευόντως το ποιος το
έκανε. Μελετώντας μέσα σε αυτά τα κενά, προκύπτουν οι κοινωνικές και κατ’
επέκταση οι πολιτικές διαστάσεις του. Πιστεύω ότι οι δικές μου απόψεις δεν
ενδιαφέρουν το αναγνωστικό κοινό τόσο, όσο οι απόψεις των ηρώων, οι οποίοι έτσι
συστήνονται στο έργο τέχνης.
- Φυσικά το μεσογειακό νουάρ έχει εγγενή την
κοινωνική διάσταση. Συνειδητά, λοιπόν, η επιλογή σας σ’ αυτή την εκδοχή
αστυνομικής λογοτεχνίας;
Είναι συνειδητή επιλογή,
στο μέτρο που σε επιλέγει το ίδιο το είδος για να το υπηρετήσεις.
Προσωπικά, αν δεν είχα διαβάσει Μονταλμπάν, Ιζζό και Καμιλέρι, μπορεί να έκανα
κάτι άλλο. Όμως ήταν τόσο βαθύ το δέος, όταν γνώριζα το έργο αυτών των
συγγραφέων, που ένοιωσα με τη μία ότι δημιουργικά ανήκω στο μεσογειακό νουάρ.
Το μεσογειακό νουάρ είναι εκείνο το λογοτεχνικό υβρίδιο που ενώνει το κλασικό
αστυνομικό αφήγημα με το μοντέρνο μυθιστόρημα προβληματισμού.
- Εκπροσωπείτε μια γενιά που γεννήθηκε μέσα στη
μεταπολίτευση και μόνον τον απόηχο μιας περισσότερο ηρωικής και επαναστατικής εποχής
έχει γνωρίσει – κι αυτό μέσα από τις αφηγήσεις των μεγαλυτέρων που συχνά
αμφισβητούνται από τους νεότερους για την αλήθεια τους. Ωστόσο επιλέξατε
να οδηγήσετε τον χρόνο της ιστορίας σας
εν μέρει πίσω σ’ εκείνη την εποχή. Η προσέγγισή σας είναι απότοκο μιας
ιδεολογικής συγγένειας με το κλίμα εκείνων των χρόνων;
Έχω μεγαλώσει με τη μυθολογία της μεταπολίτευσης, πολιτική,
λαογραφική και καλλιτεχνική. Οι αφηγήσεις των οικείων μου, φίλων μεγαλύτερων σε
ηλικία από μένα, όπως και τα βιώματα των γονέων αρκετών φίλων μου, διαφώτισαν
την αντίληψή μου. Προφανώς και έχω επηρεαστεί, συνειδητά και ασυνείδητα. Είναι
καλό να υπάρχει κάτι τόσο σημαντικό πριν από εσένα· έχεις δηλαδή μια γερή
παράδοση, στην οποία μπορείς να βασιστείς για να δημιουργήσεις και να βάλεις το
δικό σου λιθαράκι. Όμως, όπως έγραψε ο Adorno: πρέπει να έχεις βαθιά μέσα σου την παράδοση για να τη
μισείς σωστά. Θα ήθελα να διευκρινίσω ότι στα μάτια μου ο Άλέξανδρος Χρηστίδης και
οι άνθρωποι που του μοιάζουν και ζουν μαζί μας, στα μάτια μου είναι θετικοί
ήρωες. Και ας έχουν παρεκκλίνει στην πορεία για διάφορους λόγους. Δεν είμαι
κριτής κανενός, είμαι συγγραφέας και γράφω αυτό που αντιλαμβάνομαι. Θεωρώ δε τον
ιδεολογικό πόλεμο που δέχεται η λεγόμενη «γενιά του Πολυτεχνείου» ως απέλπιδα
προσπάθεια νεοφιλελευθέρων και νεοφασιστικών κύκλων να σβήσουν τα σπουδαία ίχνη
της στην Ιστορία.
- Να επιμείνω λίγο στο ίδιο θέμα. Η σημερινή
γενιά πόσο απέχει ως προς την ιδεολογική καθαρότητα από τις προηγούμενες;
Προφανώς μιλάμε για διαφορετικό ιστορικό και
κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο. Είμαι γεννημένος το 1978 και θυμάμαι πεντακάθαρα
την πτώση του τείχους του Βερολίνου, την κατάρρευση των σοσιαλιστικών
καθεστώτων και ό,τι ακολούθησε. Η γενιά του Αλέξανδρου Χρηστίδη ήξερε ότι η
εύρεση μιας αξιοπρεπούς εργασίας, ειδικά για το μορφωμένο κομμάτι της, ήταν
κάτι το αυτονόητο και-ορθώς-πάλευε για τα υπόλοιπα και το κάτι παραπάνω. Η δική
μου γενιά γνωρίζει, ότι με εξαίρεση τις λίγες θέσεις του δημοσίου τομέα, και
τις ακόμα λιγότερες αξιοπρεπείς θέσεις του ιδιωτικού τομέα, η μετανάστευση γίνεται
μονόδρομος. Η αλήθεια αυτή είναι πιο πικρή, δυστυχώς για το πιο μορφωμένο
κομμάτι της. Χρεωθήκαμε επιλογές στις αποφάσεις των οποίων δεν συμμετείχαμε, με
αποτέλεσμα η κρίση να πλήξει περισσότερο το μέλλον μας. Είναι δύσκολο να
απαντήσω αν είμαστε ιδεολογικά πιο λαγαροί ή όχι. Θυμάμαι πάντως ότι στις
πορείες φωνάζαμε για αξιοκρατία και δικαιοσύνη και ότι ένας άλλος κόσμος είναι
εφικτός.
- Στο βιβλίο σας, εκτός από τα πρόσωπα, κυρίαρχη είναι και η
παρουσία του χώρου – εν προκειμένω της Θεσσαλονίκης. Θα έλεγα μάλιστα πως είστε
από τους ελάχιστους πεζογράφους που τοποθετούν τους ήρωές τους μέσα σε ένα σαφώς
διαγραφόμενο χώρο, ως προς τη μορφή του και την ιστορία του. Συνειδητή επιλογή
σας και αυτή;
Ναι, σαφέστατα. Κατά την άποψή μου η Θεσσαλονίκη είναι η
πλέον μεσογειακή πόλη της χώρας. Είναι λιμάνι, είναι προσφυγούπολη και κυρίως
έχει μια τρισυπόστατη ιστορία. Μέχρι την απελευθέρωσή της και την πυρκαγιά του
1917, διαβιούσαν ειρηνικά στους κόλπους της Έλληνες, Εβραίοι και Οθωμανοί. Μια
βόλτα στα μνημεία της πόλης μπορεί να προσφέρει στον επισκέπτη μια άμεση γεύση
της πολυδιάστατης ιστορίας της. Πέρα από όλα αυτά, δεν παύει να είναι η πόλη
όπου πρωτοσυνάντησα τον βαθύτερο εαυτό μου, και δη τον συγγραφικό. Και φυσικά εξακολουθώ να τον συναντώ
παρατηρώντας τις μεταβολές που υφίσταται η πόλη. Είμαι βαθιά δεμένος με τη
Θεσσαλονίκη, και από τις ομορφότερες στιγμές μου είναι να περπατώ μόνος ή με
την καλή μου πάνω στο δέρμα της. Σκόπιμα συνεπώς τοποθετείται η ιστορία του
Χορού της μέλισσας στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Τα σημεία όπου αφήνονται τα
κείμενα στον Πέτρο Ριβέρη, σχηματίζουν μια πολεοδομική κυψέλη μεταξύ τους.
Εντός αυτής της κυψέλης βρίσκεται άλλωστε και το γραφείο του, και φυσικά η λύση
του γρίφου της δολοφονίας του Αλέξανδρου Χρηστίδη. Η Θεσσαλονίκη είναι κατά
κάποιον τρόπο, η πρωταγωνίστρια του βιβλίου.
- Ας έρθουμε στις τεχνικές της γραφής σας.
Πολυπρόσωπο το βιβλίο σας, όχι μόνο γιατί πολλά πρόσωπα κυκλοφορούν μέσα του
αλλά κυρίως γιατί δανείζετε τη συγγραφική σας φωνή σε πολλά από αυτά για να
μιλήσουν σε μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Τι εξυπηρετεί αυτή η επιλογή;
Όπως προείπα, ήθελα να μιλήσω γι’ αυτό που κρύβεται πίσω από
ένα έγκλημα, όχι για το έγκλημα αυτό καθ’ εαυτό. Στο μεσογειακό νουάρ σημασία
έχει γιατί συνέβη ένα έγκλημα, και όχι τόσο ποιος το έκανε. Ο Πέτρος Ριβέρης
αρχίζει και καταλαβαίνει τι συμβαίνει όταν διαβάζει τα πρωτοπρόσωπα κείμενα που
έχουν γράψει τέσσερα νέα παιδιά σαν αυτόν. Η Κάλλια, ψυχολόγος με περιστασιακή
απασχόληση, η Νάντια, γόνος μιας εκ των ισχυρότερων οικογενειών της πόλης, ο
Αντρέας, λέκτορας πολιτικής οικονομίας και ο Γιάννης, άνεργος πατέρας δύο
παιδιών, κρατάνε τις οκτώ κορυφές της κυψέλης εντός της οποίας συντελείται ο
χορός της μέλισσας. Ήθελα να δώσω φωνή στη γενιά μου, που συχνά είτε δεν
μπορεί, είτε δεν θέλει να μιλήσει ευθέως για όλα αυτά που της συμβαίνουν, τα
οποία είναι μοναδικά, από ιστορική οπτική. Υπάρχει δηλαδή η τριτοπρόσωπη
αντικειμενική αφήγηση με επίκεντρο τον ντετέκτιβ Πέτρο Ριβέρη, που ερευνά στο
περιβάλλον του νεκρού και από την άλλη πλευρά η αλήθεια των τεσσάρων νέων: μιας
ψυχολόγου που τραγουδά ερασιτεχνικά, μιας πάμπλουτης δικηγόρου που δεν μπορεί
όμως να τεκνοποιήσει, ενός νέου πανεπιστημιακού και ενός ανέργου πατέρα δύο
παιδιών.
- Ο εγκιβωτισμός μιας δεύτερης ιστορίας μέσα στην αρχική ίσως ξαφνιάζει και φαίνεται
να λειτουργεί παράπλευρα με την κύρια, ωστόσο ο αναγνώστης σας σελίδα τη σελίδα
ανακαλύπτει την άρρηκτη σχέση των δύο. Πράγματι μοιάζει να ακολουθεί η πλοκή
σας ένα γεωμετρικό σχέδιο, όπως είπατε. Με αφορμή αυτό να σας ρωτήσω αν
σχεδιάζετε λεπτομερώς την ιστορία σας πριν τη γράψετε.
Οι αφηγήσεις των τεσσάρων νέων, συνιστούν τις αιχμηρές
γωνίες της κυψέλης και η κυρίως ειπείν ιστορία τον πυρήνα της. Ήθελα να γράψω
για τον φόνο της μεταπολίτευσης, ο οποίος εκφράζεται μυθιστορηματικά με τη
θανάτωση του Αλέξανδρου Χρηστίδη. Δολοφονείται από έναν άγνωστο που εισβάλλει
στο κτήμα του ντυμένος μελισσοκόμος, τη μέρα που αυτός γιορτάζει το εφάπαξ του.
Και ήθελα συνάμα πίσω από τα στερεότυπα και τις μυθολογίες αυτής της περιόδου
της ελληνικής ιστορίας, κατά τη διάρκεια της οποίας γεννήθηκα, μεγάλωσα και
ωρίμασα, να γράψω για την ανθρώπινη, την πολύ ανθρώπινη αλήθεια. Που συχνά δεν
φαίνεται, παρά στο έμπειρο ή στο πονεμένο μάτι.Σχεδίασα δύο ιστορίες που
γίνονται στην πράξη μία και αυτό λαμβάνει χώρα μέσα από ένα εξίσου τραγικό
γεγονός που δένει αμετάκλητα και οριστικά τις ζωές των τεσσάρων νέων. Σ’ αυτό
βοήθησε και η φοβερή πολεοδομία της Θεσσαλονίκης, όπως σχεδιάστηκε από τον
Ερνέστο Έμπραρ.
- Συνεχίζοντας την
προηγούμενη ερώτηση, δεν σας κατευθύνουν καθόλου στην εξέλιξη της πλοκής οι ήρωες
σας, ώστε να τους ακολουθήσετε εσείς στις «επιλογές» τους; Δεν σας ξαφνιάζουν
ποτέ; Σκέφτομαι τα λόγια του Παμούκ, με τα οποία προλογίζετε το βιβλίο σας: Μόνο το αστυνομικό μυθιστόρημα, που ακόμα
και ο συγγραφέας του δεν θα ξέρει ποιος είναι ο δολοφόνος, θα μπορούσε να
διαβαστεί.
Τα λόγια του Παμούκ οριοθετούν επί της ουσίας την κοινωνική
διάσταση που λαμβάνει εδώ και λίγες δεκαετίες το νουάρ μυθιστόρημα. Γιατί μας
λένε ότι ακόμα και ο συγγραφέας που γράφει ένα νουάρ μυθιστόρημα βρίσκεται,
όπως ο κάθε συγγραφέας άλλωστε, σε μια κατάσταση αναζήτησης. Λογοτεχνικής, αλλά
και του εαυτού του ίδιου του εαυτού του. Όταν ξεκίνησα να γράφω τον Χορό της
μέλισσας, δεν γνώριζα τον δολοφόνο. Μου αποκαλύφθηκε στη συνέχεια. Το ίδιο και
οι υπόλοιποι ήρωες, τους όποιους προσπαθώ να καταλάβω και να τους παρουσιάσω
όπως είναι, ανεξαρτήτως αν τους συμπαθώ ή όχι. Υπάρχουν ήρωες φοβερά
χειριστικοί όπως είναι π.χ. ο Αντρέας Γεωργιάδης, ο οποίος μου μοιάζει πολύ,
αλλά όφειλα να τον περιορίσω, και ήρωες ήσυχοι και σπουδαίοι όπως είναι ο
Ορέστης Σκάμανδρος, στον οποίο θα ήθελα να αφιερώσω περισσότερο χρόνο, αλλά η
πορεία της αφήγησης δεν με άφηνε. Θέλω να πω ότι πάνω από όλα είναι το έργο
τέχνης και η ελλειπτική του πορεία στον χρόνο, και όχι τι θέλουν να πουν οι
ήρωες. Οφείλω σε τελική ανάλυση να είμαι όσο περισσότερο μπορώ
αποστασιοποιημένος από αυτούς, με έναν μπρεχτικό τρόπο. Και ας είναι πολύ
δύσκολο, γιατί όταν γράφω, είναι σαν να ζω και να αναπνέω μαζί τους.
- Γράφετε χρησιμοποιώντας ευφυώς και
αξιοποιώντας σύμβολα – άλλα πιο εμφανή και άλλα που απαιτούν μια πιο προσεκτική
αποκρυπτογράφηση από τον αναγνώστη. Θέλετε να μας μιλήσετε για τη λειτουργία
τους στην ιστορία σας;
Απίστευτη ερώτηση! Τα σύμβολα που χρησιμοποιώ έρχονται και
με βρίσκουν αυτά μέσα από τα ίδια μου τα βιώματα. Τότε η σημασία του
καλλιτεχνικού μου μηνύματος χρησιμοποιεί τη μορφή και τα περιεχόμενά τους για
να χτιστεί το έργο τέχνης. Σίγουρα, η μέλισσα και ο χορός της, μαζί με την
κυψέλη λένε κάποια πράγματα για την ιστορία, ως τέτοια. Όπως λένε και τα
τραγούδια που λειτουργούν ως μικρά προοίμια στις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, αλλά και
οι δρόμοι της Θεσσαλονίκης όπου διαδραματίζεται το έργο. Πιστεύω ότι χωρίς τα
σύμβολα δεν υπάρχει τέχνη. Δίχως να είμαι και ο πλέον αρμόδιος για τις
αστυνομικές σειρές που σαρώνουν στις μέρες μας, υστερούν του φιλμ νουάρ γι’
αυτόν ακριβώς τον λόγο. Δεν χρησιμοποιούν σύμβολα ως δραματουργικούς αρμούς της
αφήγησης.
- Ο κύριος ήρωάς σας, ο ντεντέκτιβ Ριβέρης, σ’
αυτό το δεύτερο βιβλίο σας, αποκτά πλέον πληρέστερη εικόνα και γίνεται
αναγνωρίσιμος στις αντιδράσεις του και στις σκέψεις του – βοηθά σ’ αυτό και η
χρήση του εσωτερικού μονολόγου. Θα ήθελα να μας τον περιγράψετε και, αν δεν
παρεμβαίνω αυθαιρέτως στο συγγραφικό σας εργαστήρι, να μας πείτε αν κάτι από
τον εαυτό σας έχει η μυθοπλαστική του περσόνα.
Ο Πέτρος Ριβέρης έχει δύο όψεις όπως οι περισσότεροι εξ
ημών. Από τη μία πλευρά είναι ένας συνηθισμένος τύπος που σκέφτεται και ζει όπως
ένας οποιοσδήποτε common sense.
Από την άλλη είναι μια εναλλακτική περσόνα της σύγχρονης Θεσσαλονίκης, ένας
αρνητής της καθεστηκυίας τάξης και συνάμα περιηγητής και παρατηρητής των
αλλαγών της πόλης. Έφυγε από την Ελλάδα στα χρόνια της φούσκας για
βιοποριστικούς λόγους ακολουθώντας το ένστικτο του λαγωνικού του και έγινε
ιδιωτικός ντετέκτιβ στη Ρώμη. Γύρισε στην Ελλάδα στα χρόνια της κρίσης
ακολουθώντας τη συμβία του Αύρα Συκουτρή, όταν εκείνη εκλέχθηκε λέκτορας
συγκριτικής λογοτεχνίας σε ένα περιφερειακό πανεπιστήμιο. Βαθιά μέσα του
πιστεύει ότι ο άνθρωπος αξίζει κάτι καλύτερο από αυτό που βιώνει, αλλά εκφράζει
την πεποίθησή του με πράξεις παρά με λόγια. Και τούτο διότι έχει βιώσει την απώλεια
στο πετσί του από τα γεννοφάσκια του: είναι ο μοναδικός επιζήσας ενός τροχαίου
δυστυχήματος στο οποίο σκοτώθηκαν ο πατέρας και η, έγκυος στην αδελφή του,
μητέρα του. Αν μου μοιάζει σε κάτι είναι σίγουρα η μοναχικότητά του, καθώς έχει
σπουδαίους φίλους αλλά όχι παρέες. Επίσης αμφότεροι λατρεύουμε το εναλλακτικό
ροκ και το σινεμά, ενώ το θαλασσινό νερό μας ηρεμεί· αυτόν περισσότερο καθώς
είναι ερασιτέχνης δύτης.
- Θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει το βιβλίο
σας ξεχωριστό και ιδιαίτερο εστιάζοντας στο πρωτότυπης «κοπής» έγκλημα, με το
οποίο ξεκινά η ιστορία σας. Πώς νομίζετε ότι μπορεί να ανανεωθεί το τοπίο της
αστυνομικής λογοτεχνίας –που είναι πολύ αγαπητή και πάλι στην εποχή μας αλλά
όχι πάντοτε τυχερή στις γραφές που την υπηρετούν;Εννοώ φυσικά εκτός από τη
χρήση πρωτότυπων ευρημάτων όπως το δικό σας.
Σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Πιστεύω ακράδαντα πως η
αστυνομική λογοτεχνία είναι πριν απ’ όλα λογοτεχνία και μετά όλα τα υπόλοιπα.
Παράλληλα θεωρώ ότι το νουάρ, και ειδικότερα το μεσογειακό νουάρ, είναι το
σύγχρονο κοινωνικό μυθιστόρημα έχοντας στοιχεία από το νεωτερικό μυθιστόρημα
προβληματισμού και το λαϊκό αστυνομικό μυθιστόρημα, για να θυμίσω τον σπουδαίο
διαχωρισμό του Ουμπέρτο Έκο. Η ανανέωση μπορεί να γίνει μέσα από την εντατική
μελέτη αυτών των ειδών -ίσως λίγο περισσότερο της μεγάλης λογοτεχνίας- και της
χρήσης νέων εκφραστικών μέσων. Δεν είναι τυχαίο που επέλεξα συνειδητά να
χρησιμοποιήσω τον εγκιβωτισμό ως βασικό εκφραστικό μέσο, όπου τα τέσσερα νέα
παιδιά μάς μιλάνε για τους ίδιους αποκαλύπτοντας παράλληλα πτυχές της
δολοφονίας του Αλέξανδρου Χρηστίδη.
- Το γεγονός ότι συγγραφείς όπως εσείς
ανανεώνετε και εξελίσσετε την αστυνομική λογοτεχνία διευρύνει το κοινό που τη
διαβάζει; Θα μπορούσε ενδεχομένως «Ο χορός της μέλισσας» να ενδιαφέρει και
κάποιον αναγνώστη που ποτέ δεν επιλέγει την αστυνομική πλοκή;
Προφανώς το αναγνωστικό κοινό μας είναι εκείνο που διαβάζει
αστυνομική λογοτεχνία. Η ανανέωση του είδους, όπως υπηρετείται από όσους και
όσες προσπαθούμε να δημιουργήσουμε κάτι νέο, συμβάλλει στην προσέλκυση νέων
αναγνωστών. Έχω τη χαρά να ακούω θετικά σχόλια για τον Χορό της μέλισσας και
από αναγνώστες που δεν διαβάζουν εντατικά αστυνομική λογοτεχνία. Μου έχουν πει,
μάλιστα, ότι δεν γνώριζαν πολλά από το είδος και πως ο Χορός της μέλισσας τους παρακίνησε να ασχοληθούν περαιτέρω.
- Και μια που στη συνομιλία μας αναφέρθηκε ο
όρος «αστυνομική λογοτεχνία», τι θα είχατε να πείτε σε όσους αμφισβητούν τη
λογοτεχνικότητα μιας αστυνομικής ιστορίας;
Αν έχει εδραιωθεί ένα νέο λογοτεχνικό είδος στην Ελλάδα με
την σφοδρή οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας, αυτό είναι το ελληνικό
νουάρ. Προσωπικά ξεκίνησα με ένα διήγημα το «Η γυναίκα από τη Ζυρίχη», που
διακρίθηκε το 2013 στον 1ο διαγωνισμό της ΕΛΣΑΛ. Τότε οι φωνές
αμφισβήτησης ήταν αρκετές· πλέον έχουν λιγοστέψει και αρκούνται σε αρχετυπικά
σχόλια περί παραλογοτεχνίας. Θα τους πρότεινα να μας διαβάσουν και να
συναντηθούμε μετά να συζητήσουμε λογοτεχνικά.
- Εκτός από την πεζογραφία έχετε υπηρετήσει και
την ποίηση με αξιόλογες γραφές. Αν μου επιτρέπετε, όμως, θαρρώ η κλίση σας
είναι περισσότερο προς τη μυθοπλασία, ίσως γιατί έχετε ταλέντο στην ανάπτυξη
μιας ιστορίας και όχι στη συμπύκνωσή της – κάτι που παραπέμπει αφενός στη μικρή
φόρμα, που δεν την
επιλέγετε, αλλά και στον ποιητικό λόγο. Ισχύει αυτό;
Μου λείπει συχνά η ποίηση, ιδιαίτερα όταν αναζητώ τις πιο
αλήτικες λέξεις των γραπτών μου. Όμως ναι, έχετε δίκαιο, η μεγάλη φόρμα με
ενδιαφέρει περισσότερο. Φρονώ ότι η συγγραφή συνιστά μια δομική διαδικασία όπου
η συνθετική ικανότητα διαδραματίζει καίριο ρόλο. Ως γνωστόν, το μυθιστόρημα
συνιστά μια τοιχογραφία της κοινωνίας που ζούμε και των ανθρώπων που την
περιβάλλουν. Θέλω να μιλάω γι’ αυτά τα πράγματα και ο Πέτρος Ριβέρης είναι η
κατάλληλη λογοτεχνική μου περσόνα για να τα εκφράζει όλα αυτά. Άλλωστε ο
ντετέκτιβ μου έχει δραστηριοποιηθεί για χρόνια στο εξωτερικό και έχει λύσει
πολλές υποθέσεις και εκεί. Αργά ή γρήγορα θα γράψω, χρησιμοποιώντας όμως τη
μικρή φόρμα του διηγήματος, για τις περιπέτειες του στην Ευρώπη.
- Βάζετε σε κάποια
κεφάλαια του βιβλίου σας ως moto στίχους από τραγούδια ή
από ποιήματα. Κατά κάποιο τρόπο κατευθύνουν τον αναγνώστη να διεισδύσει
ευκολότερα στις πτυχές της ιστορίας σας ή πρόκειται μόνο για επιλογές
αισθητικής; Εύστοχες, όμως, σε κάθε περίπτωση.
Τα τραγούδια που χρησιμοποιούνται στις αρχές των κεφαλαίων
των αφηγήσεων των τεσσάρων παιδιών, έχουν διττό σκοπό. Από τη μια πλευρά,
λειτουργούν ως σινιάλα κατανόησης του χαρακτήρα τους -ένα για τον καθένα- και
από την άλλη ως σημαίνοντα της αφήγησης, κυρίως μέσω των στίχων τους. Κανένας ήρωας
μυθιστορήματος δεν μπορεί να σταθεί μόνος τους, χωρίς να γίνεται κατανοητός από
τους υπόλοιπους. Και για την ιστορία, τα τραγούδια που ακούγονται είναι τα
εξής: Πίσω από τα καθημερινά πράγματα-Αφροδίτη Μάνου (Κάλλια), Endless Sleeper-The Raveonettes (Νάντια), Suburban war-Arcade Fire (Αντρέας) και Something must break-Joy Division (Γιάννης).
- Ήδη δύο ιστορίες με τον Ριβέρη. Να περιμένουμε
τη συνέχεια; Η ερώτησή μου στην ουσία αφορά όχι τόσο την επινόηση μιας νέας
αστυνομικής ιστορίας (λέτε άλλωστε πως τον προορίζετε ως ήρωα σε πεζά μικρής
φόρμας) αλλά την προσωπικότητα του Ριβέρη και την αντοχή της σε παραπέρα
συγγραφική επεξεργασία στο πλαίσιο νέου μυθιστορήματος. Προσωπικά θεωρώ πως δεν
τον έχετε ακόμη «εξαντλήσει».
Ναι έχετε δίκιο, υπάρχουν περιπέτειες να δράσει και
υποθέσεις να επιλύσει. Ήδη έχει μπλέξει σε μια νέα υπόθεση, που διαδραματίζεται
στη Θεσσαλονίκη και πάλι, λίγο μετά τα capital controls. Σχετικά με την αντοχή του, στο
σινάφι των λογοτεχνικών ντετέκτιβ, όνειρό μου είναι να μεγαλώνω μαζί του και να
καταλαβαίνουμε τους εαυτούς μας και τον κόσμο μας παρέα. Η ελληνική κοινωνία
είναι τόσο περίπλοκη που πάντοτε υπάρχουν φαινόμενα και γεγονότα που χρήζουν
έρευνας και μελέτης, πέρα από αυτό που διακρίνεται στην επιφάνειά της. Επίσης η
ελληνική γλώσσα παραείναι ρέουσα για να σταματήσει να τον συγκινεί με τα σήματα
και τα σύμβολά της.
28 Νοεμβρίου 2019
Ο Πάνος Ιωαννίδης γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1978. Το 2014
κυκλοφόρησε ηλεκτρονικά την ποιητική συλλογή "Ποιήματα της στιγμής και
άλλες ουτοπικές ιστορίες" ενώ το 2016 εκδόθηκε το πρώτο του αστυνομικό
μυθιστόρημα με τίτλο "Τα μωρά της Αθηνάς" (εκδ. Πηγή). Το διήγημά του
"Η Γυναίκα από τη Ζυρίχη", διακρίθηκε στον πρώτο διαγωνισμό της
Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας το 2013. Είναι διδάκτωρ
οικονομικών επιστημών. Ζει στη Δράμα με τη σύντροφό του και τον γιο τους.
Έργα:
(2019) Ο χορός της μέλισσας, Κέδρος
(2017) Λοκομοτίβα, Το Δόντι
(2016) Τα μωρά της Αθηνάς, Εκδόσεις Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου