Patriot
νουβέλα
Μιχάλης Μαλανδράκης
Να επέστρεφα πού; Δεν ήξερα κανέναν
εκεί και δεν ήταν μόνο αυτό το πρόβλημα. Ήξερα τι λέγανε για όσους επέστρεφαν
από Ελλάδα. «Γύρισαν οι Έλληνες», «Ήρθε ο πρωτευουσιάνος που δεν ξέρει να
μιλήσει τη γλώσσα του». Έψαξα σαν τρελός να βρω κάτι, να με κρατήσει στην
Ελλάδα.
Ο Αγκίμ από τη Αλβανία, μετανάστης
στην Ελλάδα για πάνω από δέκα χρόνια, τώρα στα είκοσι τρία του ψάχνει στέρεο
έδαφος να πατήσει. Να μην τον λένε ξένο και Αλβανό, κι ας είναι και τα δύο· το
δεύτερο αληθινό, το πρώτο στα μάτια των
άλλων, που του αρνούνται τη δεύτερη πατρίδα. Γιατί πια νιώθει πως βρίσκεται σε
μια χώρα, που θέλει να τη θεωρεί πατρίδα του, και μιλάει έτσι τα ελληνικά, που κανένας δεν καταλαβαίνει ότι δεν είναι η
μητρική του γλώσσα. Και παίζει ένα θεϊκό κλαρίνο! Με τον τρόπο που μόνο στα
μέρη εκείνα ξέρουν να φυσάνε μέσα του και να βγάζουν ήχο ψυχής, εκείνα τα μέρη
που γειτνιάζουν κι ας θέλουν να μοιάζουν
εχθρικά· Ήπειρος, Βόρειος Ήπειρος και
Αλβανία – πες τους όπως θες τους τόπους, στα κοινά βρίσκεται η ουσία,
όχι σ’ αυτά που τους χωρίζουν.
Όταν έρχεται η σειρά μου, κλείνω τα
μάτια. Θυμάμαι τα πανηγύρια στους γάμους του χωριού. Από έξι χρονών μ’ έσερνε ο
πατέρας μου. Οι κοπέλες στο κέντρο με τις φορεσιές και τα μαντίλια στα χέρια.
Κρατώ την εικόνα στο μυαλό και αρχίζω να φυσάω.
Μπορεί άραγε
αυτό το παίξιμο να του ανοίξει κάποια πόρτα, να βρει την ευκαιρία να αλλάξει η
ζωή του – ή να το πούμε αλλιώς, επιτέλους να βρει μια ζωή να ακουμπήσει; Καμιά
φορά η ευκαιρία βρίσκεται στον δρόμο. Ακριβώς εκεί που παίζει το κλαρίνο του. Η
πρόταση γίνεται από έναν άγνωστό του συμπατριώτη του: να παίξει σε μεγάλο
νυχτερινό κέντρο, να βγάλει λεφτά, να αποκτήσει όνομα. Με μια προϋπόθεση, όμως.
Να γίνει ο «Γιάννης από τα Γιάννενα», να πάψει να είναι ο Αγκίμ από την
Αλβανία. Γίνεται το όνειρο πραγματικότητα; Έτσι φαίνεται. Μόνο που η ζωή δεν
ξέρει από παραμύθια και μαγικά ραβδάκια, που από τη μια στιγμή στην άλλη σου
μεταμορφώνουν μια κοινή κολοκύθα σε βασιλική άμαξα. Αυτή η ονειρεμένη ζωή έχει
το αντίτιμό της – κι αυτό είναι πολύ βαρύ.
Ο Μιχάλης
Μαλανδράκης γράφει μια συγκλονιστική νουβέλα και ως προς το θέμα της και ως
προς τον τρόπο που το χειρίζεται. Και είναι πολύ νέος – μόλις είκοσι τριών
χρονών, όσο και ο ήρωάς του. Έχει πολύ μεγάλη σημασία το γεγονός ότι ένα νέο
παιδί επιλέγει για το πρώτο του βιβλίο τη δύσκολη διείσδυση στον κόσμο ενός
συνομήλικου (και μάλιστα μετανάστη) που αγωνίζεται για την επιβίωση. Πόσο πιο
εύκολο θα ήταν να βάλει στο χαρτί τα προσωπικά του αδιέξοδα –κάποια αληθινά
δικά του και κάποια επίπλαστα ή δανεικά– και έτσι να βρεθεί μέσα στο κλίμα της
εποχής που αγαπά την ομφαλοσκόπηση και τη μοναχικότητα. Αντίθετα, αυτός δείχνει
μια ωριμότητα στην επιλογή του θέματος και
στη γραφή του που ξαφνιάζει. Υψώνεται απρόσμενα πάνω από τους
συνομήλικούς του συγγραφείς αλλά (κι ας φανεί προκλητικό) πάνω και από πολλούς
μεγαλύτερους, που ακόμη ψάχνουν τις ιστορίες των βιβλίων τους γύρω από ανούσια
(συχνά και ανύπαρκτα) θέματα. Με μια μυθοπλασία γρήγορη στους ρυθμούς της, με
μια γλώσσα που ακούγεται τόσο όμορφα στρωτή, σημερινή και πλούσια. Αλλά πάνω
ακόμη κι από αυτά, το βιβλίο του Μαλανδράκη ξεχωρίζει γιατί μπορείς διαβάζοντας
να το «δεις»· η μία εικόνα ξεχύνεται μετά την άλλη δημιουργώντας ένα
λογοτεχνικό τοπίο που δείχνει ολοζώντανα τη ζωή που τρέχει δίπλα στους ήρωες.
Δεν θα πρέπει να είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο συγγραφέας έχει σπουδάσει
σκηνοθεσία. Καθώς διαβάζεις φαντάζεσαι τις σκηνές καρέ καρέ σε μια οθόνη
κινηματογράφου. Σκέφτομαι πως, ακόμη κι
αν κάποια στιγμή δούμε το Patriot σε οθόνη, η λογοτεχνική του εκδοχή θα αποτελεί πάντα
την πρώτη «κινηματογραφική» ανάγνωσή του.
Τολμηρός και
πρωτότυπος σε κάτι ακόμη ο συγγραφέας: φτιάχνει ένα τέλος για την ιστορία από
τα πλέον απρόσμενα και εντυπωσιακά. Όταν τελειώνουν οι λιγότερες από ογδόντα
σελίδες της νουβέλας του, ο αναγνώστης εννοεί πως όποια εξέλιξη κι αν είχε
φανταστεί διαβάζοντας, ο συγγραφέας (ο καλός φυσικά) ξέρει να καθοδηγήσει την
ιστορία στην Έξοδο με τον καλύτερο τρόπο – όχι πάντα όμως με τη παραμυθητική
συμβατικότητα ενός ευτυχισμένου τέλους.
Άφησα για
τελευταίο σχόλιο τον χαρακτηρισμό της ιστορίας ως νουβέλας. Δεν συναντάμε συχνά
κάποιο πεζό που δικαίως να φέρει τον χαρακτηρισμό της νουβέλας, ακριβώς γιατί
οι περισσότεροι για να κατηγοριοποιήσουν ένα πεζό κείμενο απλώς μετρούν τον
αριθμό των σελίδων του (με το ανεπαρκές όσο και αφελές κριτήριο: περισσότερες
από το διήγημα και λιγότερες από το μυθιστόρημα). Το Patriot είναι νουβέλα, όχι για τις μετρημένες
του σελίδες αλλά γιατί κατορθώνει μέσα
σ’ αυτές να δώσει την πλήρη εικόνα του ενός ήρωα, με την απαραίτητη για το
είδος ψυχογράφησή του, τοποθετώντας τον ταυτόχρονα μέσα σε συγκεκριμένο χρόνο
και τόπο, και κυρίως γιατί η πλοκή του εντοπίζεται στο σήμερα – απαραίτητη η
ξεχασμένη αυτή προϋπόθεση για να ονομαστεί ένα πεζό νουβέλα. Το Patriot τα έχει όλα αυτά, ανταποκρινόμενο
στο είδος με τον καλύτερο τρόπο.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου