Ψευδάνθρακας
και άλλες ιστορίες
Ευγενία Μακαριάδη
εκδόσεις Βακχικόν
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
https://www.fractalart.gr/pseydanthrakas/
https://www.fractalart.gr/pseydanthrakas/
τα αμίλητα της μοναχικότητας
Πώς γίνεται
μέσα από είκοσι οκτώ διαφορετικές στη θεματική τους (μερικές και στο ύφος τους)
μικρές ιστορίες να συγκροτηθεί η ενδιαφέρουσα τοιχογραφία της σύγχρονης ζωής,
χωρίς να είναι διακριτά τα σημεία των συνδέσεων; Συχνά συναντάμε συλλογές
διηγημάτων που φιλοδοξούν να αποτελέσουν ένα θεματικό όλον χωρίς όμως να το
κατορθώνουν. Ο Ψευδάνθρακας της
Ευγενίας Μακαριάδη συνδέει τις ιστορίες της μέσα από τους χαρακτήρες τους, αποκαλύπτοντας
την κοινή οπτική τους απέναντι στα τοπία της ζωής – είτε αυτά συνιστούν εικόνες
μιας κοινωνίας που αδυνατεί να εμφυσήσει πνοή στους εγκαταβιούντες σ’ αυτήν
είτε απεικονίζουν τον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων που διεκδικούν ένα μικρό
μερίδιο χαράς ή ευτυχίας, χωρίς ωστόσο να το βρίσκουν.
Οι χώροι που
αποτελούν το πλαίσιο των ιστοριών θα μπορούσαν συλλήβδην να χαρακτηρισθούν
(δανείζομαι το όνομα μιας από τις ιστορίες) απάγκιο
παγκάκι, κι αυτό γιατί οι ήρωές τους φαίνεται να επιθυμούν την έστω και
πρόσκαιρη ανάπαυση από τη βουή του κόσμου, που δεν τους εννοεί και όλο τους
ωθεί στα άκρα – όπως ο καθένας τους ορίζει τα απώτατα όρια της αντοχής του. Κάποιοι
από αυτούς αναλογίζονται την πορεία τους βρισκόμενοι στο γέρμα της ζωής και
αναμετρώνται με μια μοναξιά που σε συγκλονίζει με τη σιωπή της. Η Μακαριάδη
επέλεξε χαμηλούς τόνους στη γραφή της και προτίμησε να αφηγηθεί τις ιστορίες
της με τον μικρότερο δυνατό αριθμό λέξεων· όσες ακριβώς απαιτούνται για να
ολοκληρωθεί η εικόνα της απόγνωσης, της μοναχικότητας και της μοναξιάς, της
αδικίας που σε χτυπάει μέσα στην ψυχή. Και δεν χρειάζονται πολλά λόγια, όταν
αυτό που θέλεις να αποδώσεις στο χαρτί μιλάει από μόνο του και γεννά τον
πολλαπλασιασμό των παραστάσεων στη συνείδηση του αναγνώστη.
Ξεχωρίζω δύο
διηγήματα που θαρρώ αντιπροσωπεύουν επάξια όλα τα υπόλοιπα και απεικονίζουν τις
παραπάνω διαπιστώσεις.
Το πρώτο
είναι Τα Αμίλητα. Ο αφηγητής (ένας από τους πολλούς άντρες που χρίζει
αφηγητές η Μακαριάδη) νιώθει την ανάγκη να διατηρήσει τις μνήμες της ζωής του,
να μη χαθούν όπως ο χρόνος που τον εγκαταλείπει σιγά μα σταθερά, κι έτσι
ακουμπά πάνω στη γραφή – είτε με τα διαβάσματά του στις γραφές των άλλων είτε με
το να βάζει στο χαρτί όσα θυμάται· ένα δικό του, προσωπικό καταφύγιο:
Σκυμμένος στο γραφείο μου, πάνω από
μισό αιώνα, διαβάζω και αναπνέω τη σκόνη από τα χνάρια των μεγάλων, «Ο Φάρος»
της Βιρτζίνια Γουλφ, «Η Δίκη», «Η Μεταμόρφωση», «Επιστολή προς στον πατέρα» του
Φραντς Κάφκα, προφανώς έχω αδυναμία στην «Επιστολή προς στον πατέρα». Δεν
θυμάμαι να σας πω πότε διάβασα τη «Φόνισσα φραγκογιαννού» του Παπαδιαμάντη,
όμως το σίγουρο είναι ότι δεν κοιμήθηκα για μέρες μετά. Κοντεύω στη σύνταξη, τι
θα κάνω ύστερα; Θα αναπνέω τη σκόνη των βιβλίων και θα συνεχίσω, εφ’ όσον η
μνήμη το επιτρέπει, το γράφειν για τα αμίλητα της μοναχικότητάς μου.
Το άλλο
είναι το Απάγκιο Παγκάκι. Εδώ μια
άλλη μοναξιά, μια διαφορετική απελπισία. Μια μοναχική γυναίκα που μιλάει με
τους τζάνκι και τους κερνάει σοκολάτες, μα όταν εξιστορεί τη ζωή της
(συμπυκνωμένη σε δύο σελίδες όλη την αδικία που της στέρησε όσα θα ήθελε) σ’
αυτόν που κάθεται δίπλα της στο παγκάκι, συναντά την άλλη μοναξιά, την άλλη στέρηση:
Δεν την διέκοψα όσο μιλούσε, ήμουν
τόσην ώρα ακίνητος, κρύωνα, έφτυνα στο χώμα όταν εκείνη δεν με κοιτούσε, είχα
τα μάτια σκεπασμένα με μαύρα γυαλιά, κοιτούσα τον δρόμο από πάνω έως κάτω σαν
χαμαιλέοντας. Πήρα το κουτί με τις σοκολάτες αγκαλιά, μπούκωσα δυο, ενόσω ζούσα
την αγωνιώδη στέρηση της πρέζας· δεν ξέρω αν ψιθύρισα ή φώναξα, φτωχή μου γυναίκα
κάνα ψιλό να μου έδινες. Είμαι χαρμάνα.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου