Γιώργος Ρούσκας
Πεντάγραμμο φεγγάρι
ποιητικό μονόπρακτο
εκδόσεις Σοκόλη
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
https://diastixo.gr/kritikes/texnes/11527-pentagrammo-feggari
https://diastixo.gr/kritikes/texnes/11527-pentagrammo-feggari
Τα ελάφια και ο λύκος
Η Γυναίκα. Η ποιητική και θεατρική γραφή. Ο
δεκαπεντασύλλαβος, ο ελεύθερος στίχος και η πρόζα. Μια συνομιλία με τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Γιάννη
Ρίτσου ή μια (ποιητικῇ ἀδείᾳ) μεταγραφή της, συνέχειά της και προέκτασή της με
τον εντελώς προσωπικό τρόπο του Γιώργου Ρούσκα.
Μια Σονάτα Θηλυκόφωτος. Η
Γυναίκα με τα Μαύρα, η εμβληματική φιγούρα της έμπνευσης του Ρίτσου βρίσκει στο
μονόπρακτο του Γιώργου Ρούσκα την ηχώ της φωνής της και συνεχίζει τη μοναχική
της πορεία. Σαν να ξαναδιαβάζει τον εαυτό της μέσα στο αρχικό κείμενο και να
μιλάει ανάμεσα στους στίχους προσθέτοντας πτυχές ανείπωτου ως τώρα λόγου.
Στο σκηνικό, που επιλέγεται και περιγράφεται στις
σκηνοθετικές/ποιητικές οδηγίες, μια κεντημένη εικόνα σε λινάτσα στερεωμένη στον
τοίχο τραβάει την προσοχή:
[…] δείχνει δύο ελάφια
ανάμεσα σε δέντρα και πολύχρωμα λουλούδια που σκύβουν να πιούνε νερό. Στην
άκρη, αριστερά, ένα λύκος κρυμμένος τα παρατηρεί.
Από την αρχή επιβάλλει την παρουσία της η υποψία του
κινδύνου. Μαζί με το (επίσης σκηνοθετημένο) φεγγάρι που εισβάλλει από το
ανοιχτό παράθυρο ως ιλαρό φεγγαρόφωτο,
η γυναικεία παρουσία που συλλογιέται δένει απολύτως την προσωπική της μοναξιά με
τα πράγματα που δημιουργούν τον λιτό της χώρο. Παλιά όσο και ο χρόνος που
γράφει πάνω τους. Σημάδια του αρχαίου και αναλλοίωτου πόνου της ψυχής. Η φωνή
της Γυναίκας συνοδευμένη από έναν Χορό
τριών άλλων θηλυκών φωνών, που σαν μνήμη από αρχαία τραγωδία θα παρεμβαίνουν
στον δικό της μονόλογο. Η πρώτη Φωνή σμιλεμένη από τη Μοίρα, που πάνω από θεούς
και δαίμονες κι από ανθρώπους ταπεινούς θέλει να ορίζει τα μελλούμενα· έμπειρη
φωνή, και πώς να την αντιπαλέψει; Η δεύτερη Φωνή σκληρά χαρακωμένη από τη Μνήμη,
που ξεπηδά απρόσκλητη για να φέρει στην επιφάνεια του νερού όλα τα
καταβυθισμένα στη λήθη· αδύνατον να μην την ακούσει. Και η τρίτη Φωνή,
παραληρηματική, όπως αρμόζει σε κάθε χειμαρρώδη εξομολόγηση· βαθιά ψυχαναλυτική
του έσω κόσμου να την καλεί σε έναν εξαίσιο ίλιγγο στην άκρη του γκρεμού. Και
οι τρεις μαζί οι Φωνές συνιστούν τον ιδιότυπο αυτό Χορό που παρεμβαίνει,
σχολιάζει και καταγράφει. Μια παρουσία που διεκδικεί από τη Γυναίκα την αλήθεια
της εκμυστήρευσης. Είναι ταυτόχρονα μια εξωανθρώπινη παρουσία (όσο αυτονομείται
ως φωνή διαφορετική από αυτή του προσώπου) αλλά και μια εσωτερική διάσταση της
γυναικείας φωνής που ακούμε. Ο τρόπος που χρησιμοποιεί ο Ρούσκας για να μας
δώσει την ανατομία της ψυχής του προσώπου που μιλάει αποβαίνει απολύτως
ψυχαναλυτικός και ιαματικός. Μόνο για τη Γυναίκα άραγε;
Ο Φόβος, ο Πόνος, ο Χρόνος, τρεις υποστάσεις (ή μήπως μία;),
που ψυχαναγκαστικά εναποθέτουν πάνω στην εξομολόγηση μια θαμπή (πιο θαμπή από
τον καθρέφτη του σκηνικού) πνοή αμφισβήτησης της αλήθειας της και επισήμανσης του
φθοροποιού της χαρακτήρα συνομιλώντας μέσα από τους στίχους της Σονάτας με τον άλλο ποιητή.
Ο Φόβος. Ναι, αλλά δεν
είναι μόνο αυτός. Μάλλον είναι και ο δίδυμος αδερφός του. Ο Πόνος. Δεν μπορώ ν’ αντέξω κι άλλον. Ίσως
πάλι να είναι ο Χρόνος. Πώς να φιλιώσω μαζί του; Γιατί να δυσκολεύομαι, αφού
«δεν υπήρξε ο χρόνος κ’ η φθορά του», υπήρξε;
Αναρωτιέται η Γυναίκα. Εισχωρούν βαθιά στη σκέψη της τα
χρονικά διαστήματα, παρατηρεί πάνω της τα σημάδια. Δεν τη βοηθά ο λόγος του
ποιητή. Ή μήπως κάτι άλλο αυτός εννοεί;
Στο Πεντάγραμμο Φεγγάρι επιστρατεύονται όλες οι ποιητικές
εκδοχές για να ανασυρθεί από τον προσωπικό της βυθό η αναλυόμενη Γυναίκα. Ο
αρχαίος τρόπος του Χορού μαζί με τον επινοητικό εξαίσιο δεκαπεντασύλλαβο της
δημοτικής παράδοσης αλλά και με τους νέους ποιητικούς δρόμους που φθάνουν από
τον έμμετρο ως τον πεζόμορφο στίχο. Και όλα αυτά σε μια σκηνική πρόταση νέας
μορφής· άλλωστε και η Τέταρτη Διάσταση
του Γιάννη Ρίτσου – κομμάτι της οποίας είναι και η Σονάτα του Σεληνόφωτος – φέρει τα στοιχεία της θεατρικής
παρουσίασης.
Η ποιητική αρωγή φαίνεται όμως να λειτουργεί, καθώς ο
υψηλόπνοος λόγος του Άγγελου Σικελιανού έρχεται να φωτίσει τους δρόμους της
ψυχής με την «Ιερά Οδό» να φέρνει στο προσκήνιο τη βασανισμένη μορφή της
αρκούδας και τη Γυναίκα να ταυτίζει τη μοίρα της μαζί της. Έτσι όπως έχει
φθάσει στο ύστατο σκαλί της ταύτισής της με το ταπεινωμένο ζώο, δεν μένει πλέον
παρά μόνον ο δρόμος της ανάτασης. Είναι
και η μουσική που επιμένει να υπογραμμίζει χαμηλόφωνα τη βαθιά εξομολόγηση, τον
απολογισμό ζωής. Νιώθει σαν ένα κομμάτι από το άχθος της να φεύγει από μέσα της.
Εκείνη, ’λαφροΐσκιωτη,
νιώθει να ξαλαφρώνει.
Είναι που συναντήθηκε
πρώτη φορά μ’ εκείνον.
τον εαυτό της τον
κρυφό, τον καταπιεσμένο.
Αφήνεται στη μουσική.
Τα μάτια ’μέσως κλείνει.
Πάει ταξίδ’ αλαργινό,
πουλί σ’ αποδημία.
Οι τρεις Φωνές, που ξεπηδούν μέσα από τους τοίχους και τα
πράγματα που στοιχειώνουν το δωμάτιο, συνομιλούν μαζί της, σαν μια φωνή εσωτερική δική της, συνομιλούν και
μέσα από την ξένη παρουσία, του Νέου που επινοήθηκε στη Σονάτα του Ρίτσου σαν όχημα και προβολή της επιθυμίας, της
ανεκπλήρωτης έστω. Εκεί, δεν είχε και τόση σημασία, μας έλεγε ο ποιητής, αν η
γυναίκα ακολούθησε τον Νέο έξω από το σπίτι· σημασία είχε μόνον η προσωπική της
έξοδος από τον περίκλειστο χώρο των αναμνήσεων. Εδώ, στο Πεντάγραμμο Φεγγάρι, στην
έξοχη αυτή μεταγραφή της Σονάτας,
πάλι το τοπίο είναι δυσερμήνευτο, αν η ερώτηση που θέτουμε ως αναγνώστες αφορά
και τα δυο πρόσωπα. Είναι, όμως, η σωστή ερώτηση;
Ίσως θα πρέπει ολοκληρώνοντας την ανάγνωση να θέσουμε την
ερώτηση: Ποιος κρατάει στο χέρι του το κλειδί της επιλογής; Κι αν η απάντηση
είναι: η Γυναίκα, τότε θα πούμε πως είμαστε ελεύθεροι να ορίσουμε τη ζωή μας,
πέρα από την εκβιαστική επίδραση που ασκεί πάνω μας ο Χρόνος. Κι αν όχι, αν οι
άλλοι, ο όποιος Άλλος σαν μια καταλυτική παρουσία πάνω μας ενεργεί για
λογαριασμό μας, ή ακόμα αν ο Χρόνος αποφασίζει για τις κινήσεις μας καταργώντας
την επιθυμία, τότε πάλι θα πούμε πως είναι αναμενόμενη η ανθρώπινη αδυναμία.
Ποιος άνθρωπος έλυσε
το μυστήριο του χρόνου; Της ζωής; Του θανάτου; Μόνο η Ποίηση πλησιάζει· όλο και
πλησιάζει, μα το ξέρει και η ίδια πως στην Ιθάκη αυτή δεν θα φτάσει ποτέ. Καλά
τα είπε ο Καβάφης.
Το μονόπρακτο του Γιώργου Ρούσκα, θα μπορούσε να είναι μια
προσωπική ραψωδία, μια προσέγγιση (ποιητική και θεατρική) της αναζήτησης του
ανθρώπου για την εσωτερική του αλήθεια. Με πρόσχημα το άλλο ποίημα, με όχημα
προωθητικό και μεταποιητικό του λόγου τη Γυναίκα της ποιητικής ιστορίας, μίλησε
προς εαυτόν και αλλήλους. Το πώς ο καθένας αποδέκτης του Πεντάγραμμου Φεγγαριού θα διαβάσει το έργο, εναπόκειται στην
ευαισθησία της ανάγνωσης πίσω από τις λέξεις (αυτές μόνον αφορμές είναι) αλλά
και στο θάρρος της προσδοκώμενης ενσυναίσθησης.
Ακούτε; Το ραδιόφωνο
να παίζει συνεχίζει.
Οι νότες βγάζουνε φτερά,
τρυπώνουν στη γυναίκα.
Γίνοντ’ ιπτάμενα
κλειδιά στ’ αμόνι του κορμιού της·
σφυρήλατα, πολύτροπα,
σίδερο με ασήμι.
Αρχίζουν ανελέητα μέσα
της να γυρνάνε,
να ξεκλειδώνουν
κλειδωνιές, πάγιες αγκυλώσεις,
αμπάρες πεποιθήσεων,
κολλήματα, ’ντιλήψεις,
ν’ ανοίγουν
σιδερόπορτες της έσω φυλακής της.
Οι ενοχές του φύλου
της ως μεντεσέδες τρίζουν
-άλλοι της τα φορέσανε
ετούτα τα λουκέτα-
και νιώθει πάλι
Άνθρωπος. Άνθρωπος σαν και πρώτα.
Κι αν πει κανείς πως εδώ πρόκειται μόνο για τη γυναίκα
(παραπέμπει εκεί και η ζωγραφιά του εξωφύλλου από τον Μιχάλη Αμάραντο), για τη
γυναικεία φύση που μας αποκαλύπτεται, καλό είναι να σκεφθούμε πως η καταβύθιση
στον εσώτερο εαυτό είναι μια ανθρώπινη συνθήκη που δεν χαρίζεται σε κανέναν
απολύτως κι ούτε λογαριάζει άντρα ή γυναίκα. Στην περίπτωση αυτή, το
ποιητικό/θεατρικό μονόπρακτο του Γιώργου Ρούσκα απευθύνεται σε όλους μας. Η
Γυναίκα των στίχων του ας είναι μόνο η ποιητική αφορμή. Τα ελάφια της σκηνικής
εικόνας αφορούν κι εμάς. Και ο λύκος είναι πάντα εκεί, κρυμμένος να λογίζεται
ευτυχής καθώς παρατηρεί σε αναμονή το εκλεκτό του θήραμα.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου