Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

"Εγώ, ο Σίμος Σιμεών" του Γιάννη Ξανθούλη εκδόσεις Διόπτρα η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr http://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/9468-simos-simeon


"Εγώ, ο Σίμος Σιμεών"

του Γιάννη Ξανθούλη

εκδόσεις Διόπτρα
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr http://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/9468-simos-simeon






η απομυθοποίηση των μύθων

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν έδωσε ο Γιάννης Ξανθούλης τα πρώτα δείγματα της γραφής του, υπήρχε μια έξαρση στην πεζογραφία· πολλοί οι νεόκοποι συγγραφείς με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ο καθένας, αλλά και με κάποια κοινά γνωρίσματα, τα οποία υπογράμμιζαν μια στάση απέναντι σε μια πολιτικά φορτισμένη πραγματικότητα. Ο Γιάννης Ξανθούλης τότε αποτελούσε μια χαμηλόφωνη, προσωπική γραφή, στην οποία αναζητούσαμε τα δικά μας βιώματα, έχοντας λίγα χρόνια πριν βγει από μια επταετία φίμωσης του λόγου. Όλα γύρω μας κραύγαζαν, άλλοτε με αληθινή φωνή και συχνότερα με κατασκευασμένα προσωπεία, επιζητώντας την προσοχή μας. Ερχόταν, λοιπόν, μια νέα γραφή, που έδινε σημασία στην καθημερινότητα των προσώπων, έδειχνε κατανόηση στις αδυναμίες, πρότεινε το χιούμορ πίσω από εικόνες και λέξεις. Και η θεματολογία του, ενδιαφέρουσα και συχνά πρωτότυπη, έκανε τη διαφορά σε μια εποχή που πολλοί έγραφαν (συχνά με καλή πένα) χωρίς όμως να έχουν προσδιορίσει επακριβώς το θέμα τους. Ωστόσο, τις περισσότερες φορές υπήρχε ένα πρόβλημα με τη δομή των γραπτών του. Ενώ ξεκινούσε με τις πιο ευοίωνες προδιαγραφές, στη συνέχεια δεν κατάφερνε να ολοκληρώσει με την ίδια ένταση το θέμα του. Όσοι επιμείναμε να τον διαβάζουμε δικαιωθήκαμε στην επιλογή μας. Τα τελευταία χρόνια έδειξε μια ενδιαφέρουσα αλλαγή στη διαχείριση των θεμάτων του («Ο θείος Τάκης», «Η δεσποινίς Πελαγία», «Η εκδίκηση της Σιλάνας», «Ο γιος του δασκάλου»). Ειδικότερα, όταν παρουσίασε το μυθιστόρημα με τον τίτλο πρόσκληση-πρόκληση «Την Κυριακή έχουμε γάμο», φάνηκε ότι είχε συμφιλιωθεί με την ανάγκη να χτίσει ολοκληρωμένες ιστορίες πάνω στα έτσι κι αλλιώς ενδιαφέροντα και πρωτότυπα θέματά του. Περιμέναμε την επόμενη πρότασή του. Και ήρθε αυτό το πρόσφατο «Εγώ, ο Σίμος Σιμεών» να επιβεβαιώσει μια αλήθεια που συχνά σκεφτόμαστε για τους συγγραφείς που ανανεώνουν συχνά την επαφή τους με το αναγνωστικό κοινό. Η γραφή που έχει εγγενή καλά χαρακτηριστικά, όσο περνούν τα χρόνια και δοκιμάζεται σε πολλά νέα έργα, τόσο ανακαλύπτει τη βαθύτερη φύση της, τόσο βρίσκει τον τρόπο να δώσει τον πιο ώριμο εαυτό της. Νομίζω πως ο Γιάννης Ξανθούλης αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής της πραγματικότητας.

Ο ήρωας του μυθιστορήματος, ο Σίμος, δηλώνει την παρουσία του από τον τίτλο μ’ εκείνο το απόλυτο Εγώ, που προτάσσεται του ονόματος, αλλά και από το εξώφυλλο (ζωγραφιά του συγγραφέα), που δείχνει το υπερμέγεθες κεφάλι του χαρισματικού αυτού παιδιού να προβάλλει πάνω από το χωριό (ίσως κωμόπολη κατά τους υπολογισμούς των κατοίκων), σαν να αναδύεται από τα σωθικά του αλλά να υπερίπταται ταυτοχρόνως. Αν μάλιστα σκεφθούμε πόσο χαμένος στον χάρτη (ίσως ανύπαρκτος) είναι αυτός ο τόπος, η Χαλκόπολη, μια άχρωμη κωμόπολη στην Ανατολική Μακεδονία (μεταξύ Σερρών, Δράμας και Καβάλας), τότε δίνεται μεγαλύτερη προσοχή σ’ αυτό το εξέχον κεφάλι του παιδιού. Καμιά φορά οι τόποι μάς ξαφνιάζουν με τα τέκνα που κυοφορούν στα σπλάχνα τους. Το ίδιο και οι οικογένειες. Και, φυσικά, είναι μια από τις αρετές της μεγάλης αφήγησης να ορίζει το πλαίσιο, μέσα στο οποίο ο κεντρικός ήρωας μπορεί να κινηθεί και να ξεχωρίσει, χωρίς να ισοπεδώσει τους υπόλοιπους χαρακτήρες. Ταυτόχρονα αυτοί οι δευτεραγωνιστές δίνουν την εντύπωση ότι είναι απολύτως απαραίτητοι για τη διαμόρφωση του ήρωα, που εδώ δίνει και το όνομά του στο μυθιστόρημα. Το Εγώ που προτάσσεται και το όνομα που ακολουθεί μας οδηγεί να φανταστούμε την πορεία του Σίμου Σιμεών (γραμμένο έτσι το όνομα προς διάκριση από τα ομοειδή) ανάμεσα στους συντοπίτες του (και στα πρόσωπα της οικογένειάς του) που από τη μια αδυνατούν να τον κατανοήσουν αλλά από την άλλη προσπαθούν να αλλάξουν τη ζωή του, να την κάνουν σαν τη δική τους, ισοπεδωμένη και ανούσια. Ένα με το χώμα αυτής της θλιβερής άκρης της ελληνικής επικράτειας.

Τι δουλειά είχε στη Χαλκόπολη ένα τέτοιο παιδί; Ήταν κάπως σαν να χάριζαν σε αγροτική οικογένεια της περιοχής μια καμηλοπάρδαλη. Τι θα την έκαναν; Το πολύ πολύ να την έζευαν με τα βόδια στο άροτρο…

Ο Σίμος γεννήθηκε για να ξεχωρίσει. Ο ορφανός, με τους δυο γονείς του όμως εν ζωή·  ένα εύρημα συγγραφικό από τα πιο κομβικά για την πλοκή, που μέχρι το τέλος θα αποκαλύπτει στοιχεία ανατρεπτικά για την πρόσκαιρα διαμορφωμένη άποψη του αναγνώστη. Η πλοκή, λοιπόν, σε μια από τις καλύτερες εκδοχές της, να ξεχωρίζει μέσα στα θολά νερά της  νεοελληνικής πεζογραφίας. Χαρακτήρες που εξελίσσονται και ξαφνιάζουν με τις μεταλλάξεις τους. Πρόσωπα που αγγίζουν τον Σίμο, τον συναναστρέφονται, τον επηρεάζουν (έτσι νομίζουν) και επηρεάζονται απ’ αυτόν, αναζητούν τις γνώσεις του (εντυπωσιακές για τα μόλις 11 χρόνια της ζωής του), θαυμάζουν την παραδοξότητα του χαρακτήρα του, την αυτονομία του, την αυτάρκειά του.

Γούσταρε που ένιωθε αυτόνομος, υπό τη χαλαρή προστασία ενός πατέρα-παρωδία. Αισθανόταν σαν τον Χάκλμπερι Φιν, που τον προτιμούσε από τον Τομ Σόγιερ, ίσως γιατί εκπροσωπούσε τον απόλυτα ηρωικό αλητάκο που δεν θα γινόταν ο ίδιος ποτέ. Να όμως που ήθελε να πιστεύει, και του άρεσε, ότι απόψε έπαιζε τον προκλητικό ρόλο ενός εξόριστου σε μιαν αφιλόξενη γη, όπου θα έπρεπε να μάθει να ζει…

Είναι, λοιπόν, αληθινός ο χαρακτήρας αυτός;

Από την ώρα που ο αναγνώστης θα θέσει αυτή την ερώτηση, αρχίζει στην ουσία του το παιχνίδι του συγγραφέα μαζί του. Γιατί, στην πραγματικότητα έχει τεθεί η λανθασμένη ερώτηση. Ο αναγνώστης σιγά σιγά θα το συνειδητοποιήσει αυτό. Το σωστό ερώτημα θα ήταν: όλο αυτό που εκτυλίσσεται στις σελίδες του βιβλίου είναι αληθινό; Και δεν εννοώ εδώ την αληθοφάνεια της μυθοπλασίας, που αποτελεί έτσι κι αλλιώς συνθήκη προς έρευνα στη λογοτεχνία. Εννοώ τον μύθο μέσα στον μύθο. Το κατά πόσο, δηλαδή, η ιστορία που μας αφηγείται ο συγγραφέας είναι πράγματι αυτό που φαίνεται. Το σκηνικό μέσα στο οποίο τοποθετεί τους ήρωές του είναι υπαρκτό γι’ αυτούς ή αποκύημα της φαντασίας τους; Ζουν τα πρόσωπα της ιστορίας ή κάποιος «γράφει» τη ζωή τους παίζοντας μαζί τους ως προς τον βαθμό που αυτά το συνειδητοποιούν;

Καθόταν και φανταζόταν πως η ζωή του ήταν αφήγημα, προφορικό ή γραπτό δεν είχε σημασία, κάποιου παράξενου παραμυθά. […] Όπως και να ’χε το ζήτημα, ο Σίμος προτιμούσε να είναι δημιούργημα ενός συγγραφέα, παρά του ασαφούς Θεού.

Και αυτός ο κάποιος μπορεί να είναι άλλος από τον συγγραφέα; Η Χαλκόπολη που δεν υπάρχει σε κανένα χάρτη, ο Σίμος που και γεννήθηκε και όχι (κατά μια σκηνοθεσία απίστευτη), ο πατέρας που και υπάρχει αλλά και άγνωστος είναι (κατά μια δεύτερη ευφυή εκδοχή της πλοκής), η Σάσα, μητέρα του Σίμου (ή μήπως όχι;) με τις αστρολογικές προβλέψεις (δικές της ή του Σίμου;), τέλος οι παράδοξες μορφές των λευκοφορεμένων αντρών (ασπροπουκαμισάδες) που υπάρχουν και δεν υπάρχουν, μπορούν όμως να καθοδηγούν τον Σίμο στη θέαση της μελλοντικής του ζωής. Μα, αν ο σκηνοθέτης όλων αυτών των εκδοχών ζωής είναι ο συγγραφέας, τότε ο Σίμος ποιος είναι;


Ο Ξανθούλης σε όλα του τα μυθιστορήματα γυρνά προς τα πίσω τον χρόνο. Δεν είναι τυχαία η εικόνα που μας δίνει με τον ήρωα να βλέπει τον εαυτό του σε μελλοντικό χρόνο να παρατηρεί ένα πίνακα του Έντουαρτ Χόπερ ( Ένας ζωγράφος που «κατάφερνε να ερμηνεύει την πρόζα του χρόνου»). Ψάχνει τις μνήμες του, τις μεταμφιέζει σε μυθοπλαστικές εικόνες, σε πρόσωπα/ήρωες των ιστοριών του. Αναμενόμενο, όπως είναι φυσικό, σ’ αυτή την ιστορία η συνειδητοποίηση της μεταμφίεσης να γίνεται από την ανώτερη αντίληψη που ξεχωρίζει ανάμεσα στους ήρωες. Ο Σίμος θα ξαφνιαστεί πρώτος, θα αναρωτηθεί, θα ψάξει, θα ανακαλύψει. Και στο τέλος… θα τα ξεχάσει όλα. Γιατί δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο συγγραφέας είναι ο δημιουργός και του μύθου και της όποιας αλήθειας εμπεριέχεται σ’ αυτόν. Κι αν η λογοτεχνία στη βαθύτερη εκδοχή της είναι ένα παιχνίδι (αλίμονο αν δεν είναι), τότε όλα καταλήγουν άθυρμα στα χέρια του δημιουργού, που μόνος με τις παντοδύναμες λέξεις του κατασκευάζει οικοδομήματα για να γκρεμίσει αμέσως μετά, αν νιώσει πως ικανή δόση πραγματικότητας έχει ήδη δώσει. Πόσο αντέχουν οι προσωπικές μνήμες να μυθοποιούνται;

«Κι αν όλα αυτά είναι ψεύτικα;» Του μπήκε πάλι η σφήνα της αμφιβολίας. «Κι αν όλα είναι έτσι στημένα εξαιτίας μου;» Ίσως να ζούσε σε ένα αληθοφανές σκηνικό, όπως το είχε φανταστεί κάποιος που τον βασάνιζε με μια καθημερινότητα που θα αποδεικνυόταν στο τέλος ένα απλό συγγραφικό τέχνασμα.

Και έχει επιπλέον τη δύναμη να γελάει με όλο αυτό. Στην αφιέρωση του βιβλίου νομίζω ότι τα λέει όλα:

Στις αξέχαστες παρέες, που μαζί γελάσαμε μέχρι δακρύων

Το βέβαιο είναι ότι ο αναγνώστης αυτής της παράξενης ιστορίας θα γελάσει πολύ. Ίσως το γέλιο να μην πηγάζει μόνο από το χιούμορ (διακριτό χαρακτηριστικό του ύφους του Ξανθούλη) αλλά από τη βαθύτερη έννοια του κωμικού στοιχείου, άρρηκτα δεμένου με το τραγικό υπόβαθρο της ζωής. Έχουμε εξοβελίσει την κωμωδία ως καθημερινότητα από τη σοβαρή (μάλλον σοβαροφανή) ζωή μας, ως μη αρμόζουσα στα αστικά μας ήθη. Την επιτρέπουμε, ωστόσο, στο Θέατρο, στην Τέχνη, ίσως γιατί εκεί κατά σύμβαση δεχόμαστε την κωμική όψη των πραγμάτων. Ο Γιάννης Ξανθούλης αναποδογυρίζει την εικόνα με τον Σίμο του. Κωμική (μέσα στην τραγικότητά της) είναι η ιστορία του. Μόνο που μέσα της έχει κρύψει την απομυθοποίηση του μύθου της. Δεν είναι η ιστορία κωμική· η ζωή είναι αστεία. Ή αλλιώς, όπως θα πει ο ήρωας κάποια στιγμή: Η ζωή είναι άγρια. Μπορεί να είναι και το ίδιο.  Από τη στιγμή που ο συγγραφέας παίζει με το ίδιο το υλικό της γραφής του, ανοίγει το τοπίο για μια λογοτεχνία κατ’ αρχήν (δηλαδή κατά βάσιν) ενδιαφέρουσα. Κι αν το προχωρήσουμε ακόμα πιο πέρα, το τοπίο αυτό είναι ανεξάντλητο· ο αναγνώστης μπορεί πλέον να κάνει το δικό του αναγνωστικό παιχνίδι, τα υλικά είναι μπροστά του και ο δρόμος ανοιχτός. Πιστεύω ότι ο Γιάννης Ξανθούλης προτείνει μια νέα αναγνωστική οδό, μια ανανέωση της μυθοπλασίας. Το ενδιαφέρον είναι ότι το κάνει αυτό χρησιμοποιώντας τις παραδοσιακές αφηγηματικές τεχνικές, δοκιμάζοντας ως τα άκρα τους γνωστούς αφηγηματικούς τρόπους. Δεν πελαγοδρομεί σε ασάφειες και δεν επιχειρεί να εντυπωσιάσει με δυσνόητα ευρήματα. Με την απλότητα και την ειλικρίνεια του δοκιμασμένου πεζογράφου απομυθοποιεί τους μύθους του, συγγραφικούς και προσωπικούς.



Διώνη Δημητριάδου




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου