Ποιήματα του Σταύρου
Φωτίου
από τη συλλογή του «Θαμπά
Πυροτεχνήματα»
(εκδόσεις Οδός Πανός)
μαζί με σχέδια του Χρήστου
Αλαβέρα
και ένα κριτικό σχόλιο
Την ποίηση του Σταύρου Φωτίου την
κυβερνά μια θλίψη. Όταν γυρνά στο παρελθόν αντικρίζει τα απατηλά που γέμιζαν τα
νεανικά του χρόνια – διακρίνει στους διαφορετικούς δρόμους που πήραν οι τότε
σύντροφοι, λίγο πιο βολεμένοι, κάπως πιο ανεκτικοί στα όσα πέρασαν από μπροστά τους.
Ο ίδιος διεκδικεί μια στάση κριτική, αμείλικτη συχνά, κυρίως κρατά την ελπίδα
μιας διαρκούς κίνησης που θα ’θελε να διαφεντεύει τη ζωή του. Όταν διαψεύδεται,
τότε η ποίησή του γίνεται πιο σκοτεινή, αναπόφευκτα συμμαχεί με τις ‘Μεσανύχτες’, που μπορεί να κάνουν το
τοπίο πιο ζοφερό, ωστόσο γεννούν τον ποιητικό λόγο με μεγαλύτερη ειλικρίνεια και
ευθύτητα. Γιατί, βασικό γνώρισμα του Φωτίου είναι η απουσία μιας μεταμφίεσης
των συναισθημάτων του. Μέσα στην υποδειγματική λιτότητα των στίχων του επιλέγει
τα ουσιαστικά και τα επίθετα, με γνώση της χρήσης τους, ώστε να δώσει το
μέγιστο του νοήματος μέσα από το ελάχιστο της μορφής. Αξίζει να εισχωρήσει ο
αναγνώστης του πίσω από τις λέξεις για να δει το χρώμα της γραφής του. Κυρίαρχη
η θαμπή πατίνα του χρόνου και της διάψευσης, εκεί που καταργούνται τα όνειρα και
οι έρωτες φθίνουν. Άλλωστε δεν έχει νόημα να βλέπεις πυροτεχνήματα και να ξεγελιέσαι
ότι το θέαμα θα έχει διάρκεια. Περισσότερο κερδίζει τη ματιά του η σωρευμένη
δυστυχία των αδύναμων ανθρώπων, που επιτέλους κάποιος πρέπει να μιλήσει για τη δική
τους ζωή. Κάποιος να τους βάλει μέσα στον λόγο του, κυρίαρχες προσωπικότητες
που μοιάζουν αόρατες φιγούρες όσο οι άλλοι τους αγνοούν. Έχει πολλές αμαρτίες η
ποίηση που μέσα στρέφει όλο και περισσότερο αγνοώντας το δράμα γύρω της. Όσο όμως
απομακρύνεται από το μοναχικό (και αλαζονικό) εγώ, τόσο θα συναντά δρόμους δημιουργικούς, τόσο θα ανακαλύπτει την
αλληλεγγύη και τη ζεστασιά της προσφοράς. Ο Σταύρος Φωτίου δείχνει να κατανοεί
την αλήθεια αυτή.
(Διώνη Δημητριάδου)
Στο πούλμαν του Ε΄Αρρένων
Θεσσαλονίκης
Άπειροι του τότε
ιδιαίτεροι
με τους διαβήτες
στρώναν στα θρανία
κύκλους
συντροφιάς.
Γεύομαι τα όνειρα
-βουτυράκι στο
ψωμί-
μνήμες πασπαλίζω,
γλυκερό το
σάλιο μου.
Οι παλιοί μου
φίλοι
οι συμμαθητές
μες στην
πείρα τώρα οι «πετυχημένοι»
… λείπουν οι
χαμένοι
οι ακίνητοι.
Στο σπίτι μου οι τοίχοι
είναι βρώμικοι.
Χιονίζει μέσα
γκρι ασβέστη
το ταβάνι.
Στο δάπεδο τα
ξύλα
έχουν χώμα
θολά τα
τζάμια, βλέμμα
ακυρώνουν,
ασάλευτων
ηρώων από
κόμικς
αμίλητων· στη
σκόνη
πεταμένων.
Τετράποδες αναπνοές
δίποδες απουσίες
οργώνουν
τα δωμάτια.
Σαλεύουν τα
βράδια.
Το γέρμα του σήμερα
υγραίνει το
αύριο
άχρωμα.
Θολώνει η
ομίχλη σκιές
απ’ το χθες
-
στο χθες
που προσμέναμε τα ρόδινα χρώματα·
η δύση του θόλου
π’ αφήναμε όνειρα.
Κι η σάρκα που ξέραμε
μια ανάμνηση έμεινε
μια στάχτη ανώνυμη
στο γκρι της ανέχειας
και χρώμα χειμώνα.
Ημέρες που πέρασαν
την ώχρα των τοίχων ξεβάφουν
και μένει στα δάχτυλα,
στους διακόπτες π’ ακουμπούν
‘‘μια βαρετή συνήθεια’’
για λίγο παραπάνω φως·
να στεφανώσει άχρωμα
υγρού Δεκέμβρη σούρουπο.
Μη βλέπουμε
τις νύχτες μόνο
σαν καταφύγιο· υπάρχουν κι άστοργες
πωρωμένες απ’ τη μέρα και τα ξαφνικά
καμώματά της, βαράνε άσχημα.
Μαύρη φόδρα το σκοτάδι συμμαχεί
με λεπίδες· γεννάει ‘Μεσανύχτες’.
Τρυπιέται από προβολείς· ανέχεται
τυφλά βόλια· καταδίδει…
Υπεράσπισε μόνο το θόλο
τους αστρικούς σχηματισμούς που
σταθερά ορίζουν πορείες.
Τις νύχτες που η καλοσύνη ζαλίζεται
το φεγγάρι -νάρκισσος-
στρογγυλεύει ή μικραίνει
απ’ τα τραγούδια που του χαρίσανε
και δεν εμφανίζει την πλάτη… μήπως
κι όλα αλλάξουν.
Υπάρχουν και νύχτες προδότρες.
Γεια σας
ρε μάγκες
άστεγοι. Κρύα
κι αυτή νύχτα
κρεβάτι το παγκάκι σας
στο φωτισμένο κέντρο.
Κι αυτή πολυτέλεια;
η γόπα δε σας λείπει
μάρκα της αρεσκείας σας
αν ψάξετε θα βρείτε.
Τώρα με το κομφούζιο
στο αλαλούμ της πόλης
σκουπίδια έχει· άφθονα,
γεμάτες οι σακούλες.
Η ίδια δα απόλαυση
η ίδια αφθονία όπως
στα ράφια των αστών·
γεμάτα τα ψυγεία
-πάγος και το ξημέρωμα-
ούτε αυτό σας λείπει…
Εσείς, γαμώ την τύχη σας
δεν έχετε το άγχος μήπως
και λείψει ο σολομός
στην τωρινή μας κρίση.
Άστατοι
έρωτες
ασήμαντων ανθρώπων
που στη βαθειά προσήλωση
πιέζουνε backspace στη ζωή τους
κι αναβαπτίζουν κύτταρα·
αφήνονται στο όνειρο.
Βαθειά κατάνυξη π’ όσο κρατήσει.
Ο χρόνος κάνει ‘πλάκα’
σαν δείχνει να ζαλίζεται
απορυθμίζεται – συνερωτεύεται…
κι όταν αποχωρήσει, όλοι
σαφώς αξίζουνε
εκτός τ’ ανάξιου Κρόνου.
Αυτοί
που με το βλέμμα τους
ψάχνουνε το λιμάνι
κάθετα, μέχρι το βυθό
σκουπίδια διακρίνουν.
Θολά νερά· απόβλητα
αυτό που τους φοβίζει
κι όχι τα άσπρα αφρολέξ
που με το κύμα σπάνε…
Σ’ αντίθεση τα λόγια σου
κρυστάλλινα, διδακτικά
σαν να τ’ ακούω τώρα –
ευχάριστα, δυσάρεστα…
μια μπόχα
αφιλόξενη στην όσφρηση
αφήνουν
και κάτι σαν εμετικό
κάτι ανάβει μέσα μου
σαν την παραφροσύνη.
Όζει και είναι γλυκερό
αυτό που ευωδιάζει.
Πολλές
επιθυμίες
που μένουν ανεκπλήρωτες
και αμαρτίες, πειρασμοί
στο Ύστερα, στο Έπειτα
φθίνουν παρατημένες.
Ένα εργάκι η ζωή μου και
κυλά αρσενικά, ασθενικά
όμως παράξενα τραβά
κακές συνήθειές της
σ' ιάσεις απαράδεκτες
οι κάποιες αφορμές της -
Χαμηλωμένα σύννεφα, λάμψεις
ψηλά στον ουρανό
σκεπάζουν προτερήματα
ίσως τον ίδιο το Θεό
και ακούγονται·
δε φαίνονται
θαμπά πυροτεχνήματα
οι άτονες μας ιαχές.
Έτσι και
σήμερα
Ανοίγω τα χέρια
το κορμί μου ένας σταυρός.
Αγκαλιάζω· τους παλμούς
ν’ αφουγκραστώ μα
‘άδειο’ σώμα κρέμεται πάνω μου.
(Επίλογος)
Σταύρος Φωτίου
(από την ποιητική
συλλογή «Θαμπά Πυροτεχνήματα», εκδόσεις
Οδός Πανός, 2016)
Τα εμβόλιμα
εικαστικά είναι του Χρήστου Αλαβέρα
Ο Σταύρος Φωτίου γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Τελείωσε το
Ε΄Γυμνάσιο Αρρένων. Σπούδασε Literatur στο LITERATUR J.W.G.K. FFM., ΣΤΗ
Φρανκφούρτη. Ασχολείται με τον έμμετρο λόγο. Εξέδωσε το βιβλίο Αμάρτυρους
Τύπους, το 2010. Τιμά τους ποιητές, χωρίς να είναι μέλος λογοτεχνικών εταιρειών
και ανταποκρίνεται εγκάρδια στην ευαισθησία των.
(από το αυτί της ποιητικής συλλογής Θαμπά
Πυροτεχνήματα)
Επιμέλεια και σχολιασμός: Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου