Διαβάζοντας μια έξοχη
γραφή
Βιργίλιος Βεργής
πέντε ποιήματα από τη συλλογή
"Noir λαξευμένο" (εκδόσεις Ιωλκός)
(σχόλιο: Διώνη Δημητριάδου)
μαζί με έξι πίνακες του Ιερώνυμου Μπος
Η ωριμότητα και η ηλικία ίσως δεν
συμβαδίζουν πάντοτε. Δύσκολο να το πιστέψει κανείς έχοντας στο μυαλό τις εμπειρίες
που συνιστούν το σώμα της ζωής, την πείρα. Ωστόσο, χρειάζεται καμιά φορά
(σπάνια οπωσδήποτε) να αναθεωρείται αυτή η θέση, όταν συναντάμε μια γραφή που
αναδεικνύει την ώριμη θέαση της ζωής, αν και ανακόλουθη με το νεαρό της ηλικίας
της. Ο Βιργίλιος Βεργής ήδη στη δεύτερη ποιητική του συλλογή ερευνά το τοπίο
των εύλογων ερωτημάτων του ανθρώπου. Ποια τα όρια που μπορούμε να κινηθούμε; Κι
αυτή η ανώτερη και αόρατη και ανεύθυνη δύναμη πόσο μπορεί να μας καθορίσει; Κι αν
μας καθορίζει, ποια η στάση μας απέναντί της; Ποια η δύναμη της δικής μας παρέμβασης,
έστω ως θρασύτατης απεύθυνσης προς αυτήν;
Η μνήμη, πάλι, πόσα αποθηκευμένα μάς χρωστάει, έτσι αιφνιδιαστικά να
αναδύονται από τα βάθη της; Κι εμείς; Τάχα θρασείς πάλι να είμαστε απέναντί της,
σαν δεν την καταδεχόμαστε επιλέγοντας, βρε αδερφέ, καμιά φορά την απολεσθείσα
από τη διασωθείσα μνήμη; Ποια δύναμη (εσωτερική αναμφίβολα) μας ωθεί (τους ελάχιστους
εξ ημών) στη υπέρβαση των ορίων της ταπεινής μας φθαρτότητας σε μια άνωθεν
κλήση; Να είναι αυτοί τάχα οι άγιοι που αγγίζουν τη θέαση του απόλυτου ή μήπως
να είναι αυτοί που συντηρούν με νύχια και με δόντια ό,τι ακόμη σώζεται μέσα τους
ανθρώπινο; Τέλος, τι κάνει μια σχέση των δύο να απογειώνεται σε σχέση-σύμπλευση,
σε ένωση αποθεωτική που τίποτα δεν την αγγίζει, που τίποτα δεν την καταργεί, ακόμη
και μέσα στην απώλειά της; Ίσως η συμπαντική συνωμοσία των φυσικών σωμάτων,
μήπως η εξάντληση της υπομονής και η αναπόφευκτη τότε ανασύνταξη του εαυτού για
να αντέξει τη διατήρηση της ερωτικής γεύσης μέσα στη βεβαιότητα της απώλειας
των αγγιγμάτων; Μα, όλα αυτά τα ερωτήματα για να τεθούν (όχι για να απαντηθούν
τα αναπάντητα έτσι κι αλλιώς) δεν απαιτείται η ώριμη και κατασταλαγμένη θέα στον
κόσμο; Θέτω έτσι κι εγώ την ερώτηση αυτή
θεωρώντας την συμβατικά και λογικά αναπάντητη, καθώς διαβάζω την ποίηση του
Βιργίλιου. Εκτός αν η ποίηση μέσα στα υπόλοιπα θαυμαστά της έχει και τη δυνατότητα
να εκμαιεύσει από τον ταλαντούχο δημιουργό την ικανή σύνοψη εμπειριών, ώστε να
σταθεί ο ώριμος στίχος θρασύς (ευτυχώς) απέναντι σε μια ζωή που λιγοστά ακόμη
χρόνια μετρά. Μια έξοχη γραφή!
(σχολιασμός: Διώνη Δημητριάδου)
Λατρεύω την
ανυπαρξία σου, Θεέ μου·
μου επιτρέπει
να σου απευθύνομαι.
Προσκυνώ την
αϋλότητά σου·
ντύνει με
αποδραστικά φτερά την ελευθερία μου.
Προσεύχομαι με
βεβαιότητα μονάχα σε σένα, Κύριε·
έχω ακλόνητη
πίστη στη σιωπή σου.
(Χωρίς
απεύθυνση)
Να μη
διαμαρτύρεται έτσι αυθαίρετα η μνήμη
πως δεν την
καταδέχτηκα.
Ας πάψει πια
να με εκβιάζει με το σκληρό χαρτί της λήθης.
Δεν είναι που
φοβάμαι να θυμάμαι,
είναι που
κατανόησα πια από πού πηγάζει το τόσο ανυπόφορο
βάρος της.
Οι μνήμες, οι
πιο βαθιά ριζωμένες,
πριν καν
προφτάσουν να βαφτιστούν αναπόληση
από μακριά
ξεπροβάλλουν απέραντη την απώλεια.
(Η διαμαρτυρία
της μνήμης)
Δεν έζησαν
ποτέ άγιοι ανάμεσά μας.
Μη μιλάτε για
τέτοιους σαν κάποτε να υπήρξαν.
Στον κόσμο
ήρθαν μονάχα άνθρωποι που πόνεσαν
και διεκδίκησαν
την αποκτήνωσή τους.
Κι άνθρωποι
που βασανίστηκαν πολύ
να παραμείνουν
μέχρι το τέλος άνθρωποι.
(Περί
αγιοσύνης)
Λέω να ρίξω
απόψε ολόκληρη τη θάλασσα
επάνω στη
γραφή μου.
Να μην
ξεχωρίζεις
ποιων δακρύων
λύσσα,
ωμή αλμύρα
πρώτη σε
σκοτώνει.
Λέω να θάψω
και ό,τι περίσσεψε απ’ τον ουρανό
σε κάποιο
λαίμαργο σεντόνι, φθινοπωρινό,
να μην
ξεχωρίζεις αν είναι
πουλί που
ξεψυχά ό,τι σου καταλογίζει το χώμα
ή της σιωπής
η διαμαρτυρία που απελπίστηκα ν’ ακούσεις.
Λέω να μη σου
γράψω τίποτα,
μήπως και
κατασκευάσουν θάλασσα κι ουρανός
ενδιαμέσως
πιο πειστικά
άλλοθι απομακρύνσεων
ν’ αποκοιμηθεί
το παράπονο του αγίνωτου,
να περάσει με
τίμιες δόσεις απώλειας
άλλο ένα βράδυ
αξημέρωτης ανάγκης.
(Στοιχείων
απώλεια)
Έτσι πάντοτε
φορτωμένη καταφθάνει στο κατώφλι μου, η
άνοιξη.
Με πλήθος τις
δικές της νεογέννητες προσμονές, σαν
πολυσπούδαστη
μομφή να μου τις φορτώνει.
Στενό μαρκάρισμα
μου κάνουν οι μνήμες, ηχηρές ξεχύνονται
με ορμή και
γέρνουν στο απολεσθέν και στο δυσκατάκτητο.
Οι μυρωδιές
που φέρνουν τα χελιδόνια
σαν κάτι από
σένα να θυμίζουν, ψιθυρίζουν αλλοτινά γνώριμες
λέξεις
αλληλοσυγκρουόμενες.
Ίσως να
φταίει η τρικυμία των λουλουδιών – δεν ξεχωρίζω ποια
τρικυμία έμβιου
πρώτη με σκοτώνει.
Ραντίζουν τα
μελίσσια τη γύρη γειτονικών ερώτων
και δε μου περισσεύει
πια κανένα κουράγιο να προσποιούμαι
τάχα πως κάθε
άνοιξη
δε
συλλογίζομαι πόση ακόμα άνοιξη δεν πρόφτασες να μου
φέρεις.
(Εαρινή
σημείωση)
(Βιργίλιος Βεργής, από τη συλλογή «Noir λαξευμένο»,
εκδόσεις Ιωλκός,
2017)
Ο Βιργίλιος Βεργής
γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1995. Σπουδάζει
Δραματολογία στο Τμήμα Θεάτρου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κι
ασχολείται με τη σκηνοθεσία. Αγαπά πολύ το ροκ, τα βιβλία κι όλα τα
συγκροτήματα των εφηβικών του χρόνων. Ασχολείται με τα περισσότερα λογοτεχνικά
είδη κι αρθρογραφεί στα μέσα για κοινωνικοπολιτικά και καλλιτεχνικά ζητήματα. Η
πρώτη του ποιητική παρουσία ήταν με τη συλλογή «Ερέβους έλευσις εφηβική
καταμέτρησις», εκδόσεις Ιωλκός, 2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου