Δευτέρα παρουσία
Τζούλια Γκανάσου
εκδόσεις
Καστανιώτη
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 + ΛΕΞΕΙΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ | Όλοι εμείς οι αδύνατοι, κι όμως τόσο δυνατοί • Fractal
Όλοι εμείς οι
αδύνατοι, κι όμως τόσο δυνατοί
«Γιατί;» ψέλλισε η Όλγα ως άνω μέρος του διττού
σώματος, σχεδόν χωρίς λαλιά. «Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά;» (σ. 20). Η κομβική ερώτηση που εμπεριέχει όλο το νέο
μυθιστόρημα της Τζούλιας Γκανάσου, ερώτηση όχι μόνον της Όλγας αλλά κάθε
νοήμονος ανθρώπου που βρίσκεται εν μέσω μιας ολοκληρωτικής καταστροφής, μιας εκ
θεμελίων ανατροπής του κόσμου του, όπως τον ήξερε. Ένας παράλογος πόλεμος (μα,
και κάθε πόλεμος δεν είναι παρά τη λογική;) ξεσπά την οργή του πάνω στους
αθώους, που λογίζονται ως παράπλευρες απώλειες, καταχωρίζονται ως αριθμός
θυμάτων συλλήβδην στην καταγεγραμμένη ιστορία, και έτσι λησμονείται η αξία
άνθρωπος ως μοναδική οντότητα που δικαιούται να έχει μια αξιοπρεπή, βιώσιμη
ζωή.
Η Γκανάσου δεν είναι βέβαια η πρώτη ούτε η
μόνη που, με αφορμή τον παραλογισμό του πολέμου (όλο και πιο συχνή πλέον η
παρουσία του σήμερα), επιλέγει τη θεματική του
βιβλίου της. Η διαφορά έγκειται στον τρόπο που η συγκεκριμένη θεματική
έχει την ικανότητα να ανοίξει τον ορίζοντα, ώστε να προκύψουν διαδοχικά
πολλαπλές διαφορετικές αναγνώσεις. Αυτή η γραφή –γνωστό και από προηγούμενες
καταθέσεις– γνωρίζει πώς, με τον πιο αποτελεσματικό (συχνά αιφνιδιαστικό) τρόπο,
να διευρύνει το αρχικό της θέμα. Εδώ η πλοκή της ιστορίας, εκκινώντας από μια
καταστροφή (χωρίς να ορίζεται ο χρόνος και ο τόπος, καθώς εφιαλτική η ομοιότητα
της βίας όπου γης) που επικεντρώνεται σε δύο γυναίκες (τη γιαγιά Όλγα και τη
εγγονή Άννα), που θα επιχειρήσουν μια πολύ δύσκολη διαφυγή προς τα σύνορα,
σύντομα θα δείξει την αποσύνθεση του κόσμου, σε διαφορετικά επίπεδα, την απαξίωση
της ανθρώπινης υπόστασης, ταυτόχρονα, όμως, τη μετάλλαξη της αδυναμίας σε δύναμη.
Τα ερωτήματα που θέτει το
βιβλίο πολλά· άλλωστε αυτό είναι ένα από τα κριτήρια για να συγκαταλεγεί ένα βιβλίο στην καλή, τη
δημιουργική λογοτεχνία, σε άμεση επαφή με τον αναγνώστη της. Και εδώ, για μια
ακόμη φορά, η Γκανάσου αποδεικνύει πως ανήκει στις πιο ενδιαφέρουσες νέα
παρουσίες στον κόσμο της λογοτεχνίας, και μάλιστα στο είδος της μεγάλης
αφήγησης, δηλαδή του μυθιστορήματος. Εδώ κάποια από αυτά τα ερωτήματα:
-
Πώς μπορεί η
αδύναμη ανθρώπινη οντότητα να έρθει αντιμέτωπη με το μέγεθος της βίας και της
σκληρότητας που μοιάζει σε πολλά επίπεδα να την ξεπερνά;
-
Είναι δυνατόν δύο
σώματα να γίνουν ένα, μπροστά στην ανάγκη της επιβίωσης; Η Όλγα που δεν μπορεί
να περπατήσει, γίνεται το «κεφάλι», η σοφή παρατήρηση, η γνώση, για την Άννα
που είναι τα «πόδια», η απαραίτητη κίνηση. Στην πορεία της ιστορίας τα δύο
σώματα εξασκούνται και τελικά μαθαίνουν πώς να αλληλοσυμπληρώνονται, μέχρι που
δύσκολα μπορεί κανείς να διακρίνει το κάθε ένα σώμα χωριστά. Εύστοχη η διττή
εικόνα του εξωφύλλου, που μοιάζει να είναι αντανάκλαση, αλλά δεν είναι. Ίσα ίσα
μεταποιεί το ένα σώμα στο άλλο.
-
Ταυτόχρονα, πόσο
δύσκολη είναι η αναγκαστική, η γρήγορη ενηλικίωση, μέσα στις φλόγες ενός
πολέμου; Η Άννα, μόλις δεκαεπτά χρονών,
θα πρέπει να φέρει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, το βάρος της ηλικιωμένης και
ανήμπορης Όλγας.
-
Είναι δυνατόν
κάποιοι να προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τον αναβρασμό του πολέμου για να
μετατρέψουν ένα καταφύγιο σε φυλακή, να «επιλέξουν» ποιοι θα επιβιώσουν και
ποιοι όχι, στη λογική του κέρδους;
-
Η γυναίκα μέσα
στον πόλεμο, είναι ο αδύνατος κρίκος μιας μακράς αλυσίδας, βιώνοντας τη βία επάνω
της ακόμα και σε καιρό ειρήνης, την καταπίεση από τον εκάστοτε ισχυρότερο, ή θα
ανακαλύψει την εγγενή της δύναμη να δίνει ζωή και να μην την καταστρέφει;
-
Αλλά, και όσοι
αγωνίζονται να διασώσουν όχι μόνον τη ζωή τους μα και τις αυτονόητες αξίες
τους, την ελευθερία, το δίκαιο, την ειρήνη, την αλληλοϋποστήριξη, θα βγουν
άραγε νικητές ή θα τους καταπιεί το χάος που δημιουργείται γύρω τους;
-
Έχουν, ίσως,
ιδιαίτερη σημασία οι σελίδες του Ρουσντί και του Μάρκες που οι δυο γυναίκες
παίρνουν μαζί τους μαζί με τα λιγοστά απαραίτητα για την επιβίωσή τους;
Λογοτεχνικό εύρημα σε κάθε περίπτωση.
- Τέλος, όταν η ελπίδα στους θεούς εξαντλείται, όταν μια «δευτέρα παρουσία» μοιάζει γράμμα κενό, μήπως είναι μόνο στα χέρια του ανθρώπου, του αδύναμου και φθαρμένου, του θνητού και φθαρτού, η δυνατότητα της ανάπλασης του κόσμου;
Η Γκανάσου με απόλυτο
ρεαλισμό στη γραφή της –ίσως ένας τρόπος για να απογειωθεί κατόπιν, σε εύστοχη
αντίστιξη, η ιστορία της σε επίπεδα αμιγούς ποιητικότητας– περιγράφει
αφηγείται, χρησιμοποιεί όλα τα μέσα που της παρέχει η τέχνη της γραφής. Ο
στόχος επιτυγχάνεται, η ιστορία της «λειτουργεί», μοιράζεται, κοινοποιεί τη
βασική της ιδέα όσο και τις παράπλευρες,
όλες σημαντικές.
Απόσπασμα
«Θα σου φτιάξω μια χώρα που δεν θα σε διώχνει…» είπε
το αγόρι.
«Θα σου φτιάξω μια χώρα που δεν θα σε πληγώνει…»
απάντησε το κορίτσι και άγγιξε τα χείλη του αγοριού, φίλησε τα χείλη του
αγοριού ξανά και ξανά, και το αγόρι κράτησε το κορίτσι σφιχτά ενώ έκλαιγαν και
ξεκαρδίζονταν, ενώ έκλαιγαν και ονειρεύονταν ώσπου ήχησε ένα πηγαίο
τραγούδισμα, ένας ξέφρενος ύμνος, οι άνθρωποι χόρευαν, χαμογελούσαν, φιλιόνταν,
αγκαλιάζονταν, ναι, οι άνθρωποι εκείνοι και εσείς και εμείς, όλοι, ναι, εμείς
οι λειψοί, οι δειλοί, οι αδύναμοι κι όμως τόσο δυνατοί, εμείς οι φοβισμένοι κι
όμως τόσο θαρραλέοι, οι ματαιωμένοι, οι χαμένοι, οι φθαρμένοι, οι απροστάτευτοι
επιζώντες ενήλικοι, οι διψασμένοι για ζωή. (σ. 268).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου