Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2024

Γκυστάβ Φλωμπέρ Όπως θέλετε Λύσσα και αδυναμία Μετάφραση: Έφη Κορομηλά Εκδόσεις Ερατώ η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

 

Γκυστάβ Φλωμπέρ

Όπως θέλετε

Λύσσα και αδυναμία

Μετάφραση: Έφη Κορομηλά

Εκδόσεις Ερατώ

 η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Gustave Flaubert‎‎: «Όπως θέλετε – Λύσσα και αδυναμία»




Η θεματική του θανάτου, και μάλιστα με ακραία ρεαλιστική γραφή, ξαφνιάζει ίσως αρχικά ως επιλογή για έναν έφηβο (σε ηλικία από δεκαπέντε έως δεκαεπτά χρονών) που κάνει τις πρώτες του απόπειρες να χειριστεί τον εν τέχνη λόγο. Πολύ μακριά από τα συνήθη πρωτόλεια και αμήχανα ποιητικά εγχειρήματα ή τις ερωτικού περιεχομένου εκμυστηρεύσεις, συχνά εν είδει ημερολογιακών καταγραφών, ο νεαρός Γκυστάβ Φλωμπέρ επιλέγει να ασχοληθεί με τον θάνατο σε μια από τις πιο φρικώδεις εκδοχές του. Δύο από τα δεκατέσσερα κείμενα της νεανικής αυτής περιόδου έχουμε για πρώτη φορά μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα από την Έφη Κορομηλά, στις καλές εκδόσεις Ερατώ. Και ναι, είναι σημαντικό να διαβάζουμε τις πρώτες γραφές ενός από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, γιατί μπορούμε να ακούσουμε τις πρώτες του ανησυχίες, να δούμε πού εστιάζει το συγγραφικό του ενδιαφέρον ή, ακόμα, να διακρίνουμε τα ίχνη της μετέπειτα πορείας του. Η γλώσσα και η σύνταξη συχνά ξεφεύγει από τους κανόνες, έχουμε επαναλήψεις ή άσκοπο βερμπαλισμό –όλα δικαιολογημένα από τον νεαρό της ηλικίας του– ωστόσο έχει μια ορμή που συναρπάζει, μια αφήγηση που σε αρκετά σημεία σε παρασύρει να δεις «ζωντανά» όσα διαδραματίζονται. Να σημειώσουμε εδώ το γεγονός ότι η μεταφράστρια, και πολύ ορθά, δεν έκανε επεμβάσεις επιμέλειας στο κείμενο, ώστε να βγει πιο σωστό σύμφωνα με τους γραμματικούς κανόνες, αφήνοντας έτσι τη νεανική γλώσσα να μιλήσει με την αρχική αυθεντικότητα, χωρίς τη μεταποίησή της από μια ενήλικη ματιά.

Στην πρώτη ιστορία (Όπως θέλετε) παρακολουθούμε την τραγική ιστορία ενός πλάσματος/τέρατος (που προέκυψε μέσα από ένα πείραμα) να προσπαθεί να ισορροπήσει την τρυφερότητα που κρύβει στην ψυχή του με την αποκρουστική του όψη. Οι απέλπιδες προσπάθειές του να εκφράσει τον έρωτά του θα τον οδηγήσουν σε αποτρόπαιες πράξεις, τις οποίες ο νεαρός Φλωμπέρ περιγράφει με τον ρεαλισμό που κατόπιν θα τον αναδείξει σε έναν από τους πιο εμβληματικούς του εκπροσώπους.

 


Ακολούθησε παρατεταμένη σιωπή. Δεν της απάντησε και κάρφωσε πάνω της ένα λαίμαργο βλέμμα, – έπειτα πήγε ακόμα πιο κοντά, έπιασε με τα δυο χέρια του τη μέση της και έδωσε στον λαιμό της ένα καυτό φιλί που η Αντέλ το ένοιωσε σαν δάγκωμα ερπετού. – Είδε τη σάρκα της να κοκκινίζει και να πάλλεται. […] Πώς να μην μπορεί να της πει ούτε μια λέξη, – να μην μπορεί να απαριθμήσει τα μαρτύριά του και τον πόνο του και  να μην έχει να της προσφέρει άλλο από τα δάκρυα ενός ζώου και τους αναστεναγμούς ενός τέρατος. (σ. 89).

 

Στη δεύτερη ιστορία (Λύσσα και αδυναμία) έχουμε ένα από τα πρώτα δείγματα ενός συναρπαστικού, δραματουργικά, θέματος, όπως αυτό ενός ανθρώπου που βρίσκεται θαμμένος και προσπαθεί να βγει στην επιφάνεια, σπάζοντας το φέρετρο που τον εμποδίζει. Τι συμβαίνει, αλήθεια, κάτω από το χώμα μιας ταφής; Μου έρχεται στον νου το εξαιρετικό μυθιστόρημα του Βασίλη Αλεξάκη, Πριν, που παρακολουθεί τη «ζωή» κάτω από τις πλάκες του νεκροταφείου, στα σκαμμένα λαγούμια επικοινωνίας των νεκρών, κάτω από τους δρόμους της πόλης. Εδώ,  βέβαια, στην ιστορία του Φλωμπέρ, έχουμε ένα σκηνικό φρίκης.

 

Έμεινε για ώρα ασάλευτος, μην τολμώντας να σαλέψει – ώσπου θέλησε να κάνει μια τελευταία προσπάθεια που θα τον σκότωνε ή θα τον έσωζε. Το πρόσφατα ανασκαμμένο χώμα δεν θα του αντιστεκόταν, ήθελε να σηκωθεί απότομα και να το ανοίξει στα δυο με το κεφάλι του. Η απόγνωση τρελαίνει. Σηκώθηκε, αλλά η σανίδα του φέρετρου χαμήλωσε πάνω απ’ το κεφάλι του, την είδε – έπεσε. (σ. 126).

 

Δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί να μας ξαφνιάζει μια τέτοια γραφή, με δεδομένη, φυσικά, την ηλικία του Φλωμπέρ, όταν επινοεί ανάλογες σκηνές. Αν κοιτάξουμε, όμως, τα βιογραφικά του στοιχεία, θα δούμε ότι μεγάλωσε σε ένα σπίτι δίπλα στο νοσοκομείο της Ρουέν, όπου ο πατέρας του ήταν διευθυντής, με τον κήπο του να γειτνιάζει στο νεκροτομείο. Συχνά, από τα παράθυρα του νεκροτομείου είχε παρακολουθήσει τα πτώματα και τη διαδικασία της νεκροτομής. Λέει ο ίδιος: «Μεγάλωσα ανάμεσα σε όλες τις ανθρώπινες δυστυχίες, από τις οποίες με χώριζε ένας τοίχος. […] Ίσως γι’ αυτό έχω μερικές φορές μια στάση κυνική και πένθιμη. Δεν αγαπώ τη ζωή και δεν φοβάμαι τον θάνατο». Αν αυτή την παράμετρο τη συνδυάσουμε με τη συνακόλουθη με την εφηβεία τάση για απομόνωση και σκέψη, για αναζήτηση, για απάντηση σε θεμελιώδη ερωτήματα που σ’ αυτή την ηλικία γεννώνται μαζί με την αναγκαία αμφισβήτηση, όπως η ύπαρξη μιας ανώτερης δύναμης, το μυστήριο του θανάτου, η ζωή μετά τον θάνατο, η ερωτική σχέση, αλλά και η αναγκαστική σχεδόν συμμόρφωση με τους γενικά αποδεκτούς κανόνες της κοινωνικής συμβίωσης, δεν είναι να απορούμε πώς ο νεαρός Φλωμπέρ θέλησε με τα γραπτά του αυτά να σείσει λίγο τον μανδύα της συμβατικότητας. Εξοικειωμένος άλλωστε με το γεγονός του θανάτου, έκανε την επιλογή του. Από εκεί και πέρα, δούλευε μέσα του η πάντα ευεργετική παρατήρηση του κόσμου γύρω του, και η φαντασία του που ανέτρεπε όλα τα δεδομένα, επινοώντας ένα νέο σκηνικό, ακόμα κι αν αυτό ήταν φρικιαστικό. Η θεματική του θανάτου και η αμφισβήτηση για την ύπαρξη της θεϊκής αγαθότητας ήταν ένας τρόπος να δείξει ότι μπορεί να δει λίγο πιο πέρα από όσα του επέτρεπε η ηλικία του. Όπως εδώ, στο απόσπασμα από τη δεύτερη ιστορία:

 

Πρώτα αμφέβαλε για τον Θεό, ύστερα τον αρνήθηκε ύστερα τον περιγέλασε ύστερα έβρισε αυτήν τη λέξη. Μπα, έλεγε μέσα του γελώντας μ’ ένα ψεύτικο γέλιο, πού είναι ο δημιουργός των συμφορών; Πού είναι; ας έρθει να με ελευθερώσει, αν υπάρχει. Σε αρνούμαι λέξη που εφηύρε ο ευτυχισμένος, σε αρνούμαι, δεν είσαι τίποτ’ άλλο από μια δύναμη μοιραία και ηλίθια σαν τον κεραυνό που πέφτει και καίει. (σ. 122).

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου