Κώστας Λογαράς
Όταν βγήκε απ’ τη σκιά
μυθιστόρημα
εκδόσεις Καστανιώτη
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress
«Όταν βγήκε απ’ τη σκιά» του Κώστα Λογαρά (κριτική) (bookpress.gr)
Ο Ερρίκος
κάθεται στο γραφείο και φαντασιώνεται τον κόσμο του. Εγώ, αντίθετα, θέλω να τον
ζω. Μέσα σε ελάχιστες λέξεις
συνοψίζεται εδώ ένα από τα επίπεδα στα οποία διαρθρώνεται η πρόσφατη ιστορία
του Κώστα Λογαρά, που έρχεται σε μια φυσική συνέχεια στην πλούσια πεζογραφική
του παρουσία, πιο ώριμη στη γραφή της, πιο πολύμορφη στις προσεγγίσεις της. Γιατί,
η σχέση των δύο κεντρικών προσώπων, αν και αναγνωστικά γίνεται πρώτη αντιληπτή,
δεν είναι η μόνη στην πλούσια θεματική του βιβλίου.
Ωστόσο, από αυτήν ξεκινούν όλα. Σε ένα πρώτο επίπεδο
ανάγνωσης, δύο άνθρωποι, που ο καθένας τους έχει ως σημείο αναφοράς και
ταυτότητας έναν διαφορετικό κόσμο, θα
έρθουν σε επαφή και θα αποφασίσουν να πορευτούν μαζί. Εφικτό ή όχι, φαντάζει
στα μάτια τους μοναδική επιλογή. Τουλάχιστον για τη γυναίκα, τη Μαρυλλίδα
(Μάριαν για τον άντρα της) όλο αυτό συνιστά την ανάγκη φυγής από το ασφυκτικό
περιβάλλον του μικρού τόπου καταγωγής της, κάπου στην ορεινή Μακεδονία. Τι σημαίνει, όμως, για τον
αρχιτέκτονα-μηχανικό Ερρίκο Μαλτέζο, που τα όρια της δικής του ζωής ανοίγονται
πολύ πιο πέρα από τις επαγγελματικές του δραστηριότητες, σε ένα πεδίο τόσο
κοινωνικό όσο και πολιτικό; Η εποχή της μεταπολίτευσης ταιριάζει στη φιλοδοξία
των ανθρώπων, παρακινώντας τους σε ένα πεδίο δράσης που για χρόνια είχαν
στερηθεί. Κι αν για τον ίδιο αρχίζει
ένας αγώνας με στόχο την προσωπική διάκριση και συν τω χρόνω την επιβολή πάνω
στους άλλους, ποιος ο προσωπικός αγώνας της γυναίκας του, που θα γνωρίσει πάλι
τον εγκλωβισμό της σε ένα διαφορετικής ποιότητας (κι όμως παρόμοιας πίεσης)
ασφυκτικό περιβάλλον; Έχει μάθει να ζει συμφιλιωμένη με τη φύση, με τα φυσικά πράγματα να τη δένουν
μυστικοί δεσμοί επικοινωνίας, άγνωστοι για τον τόσο διανοούμενο όσο και τεχνοκράτη
Ερρίκο. Γι’ αυτήν ο κόσμος είναι γεμάτος γεύση και οσμή. Από την άλλη εκείνος
είναι έτοιμος να ισοπεδώσει κάθε αξία μέσα του (αν υπήρχε αρχικά) προκειμένου
να πετύχει τους σκοπούς του. Όσο για τη γυναίκα του, πιστεύει ότι θα μπορέσει
να την αλλάξει – εύκολη η επιβολή εξουσίας γι’ αυτόν που λογίζεται ανώτερος
πνευματικά. Από την αρχή της ιστορίας ο Λογαράς (πότε με πρωτοπρόσωπη φωνή και
πότε με συγγραφική απόσταση αφηγηματικής παντογνωσίας) θα δείξει το άτοπο της
συμβίωσης, κι ας κρατά ήδη, όταν ξεκινά το βιβλίο, πάνω από τριάντα χρόνια.
Μέσα από αυτή την παράταιρη σχέση διαφαίνεται ένα δεύτερο επίπεδο, πιο ευρύ, που ξεπερνά τη συγκεκριμένη ιστορία και προκαλεί την αναγνωστική πρόσληψη. Διαχρονικό το θέμα της σύγκρουσης δύο κόσμων: αυτός της γνώσης που πηγάζει από την εκπαίδευση και τη λογιοσύνη απέναντι σ’ αυτόν που η γνώση έχει τις αφορμές της στα φυσικά πράγματα. Για τον πρώτο τα τεκμήρια επιστημοσύνης αρκούν για να επιβληθεί απέναντι σε ό,τι χαρακτηρίζει ως αμάθεια και αμορφωσιά ή, στην καλύτερη περίπτωση, αφέλεια, καθώς η οίηση που δίνει η δύναμη ενισχύει την αλαζονεία μιας εξουσίας αρχικά πνευματικής. Για τον δεύτερο ό,τι απομακρύνει από τη σοφία του φυσικού κόσμου και την πείρα της απλής (όμως πλούσιας σε εμπειρίες) ζωής, είναι επιφανειακό και αβαθές σε νόημα ή, στη χειρότερη περίπτωση, ένα προκάλυμμα για απόκτηση ισχύος και εξουσίας απέναντι στους άλλους, νοούμενους ως κατώτερους.
Κι αν δεχθούμε ότι το περιβάλλον, στα χρονικά του
πλαίσια και στις συγκυρίες που δημιουργούνται, καθορίζει εν πολλοίς τον τρόπο
που τα πρόσωπα δρουν και διαμορφώνουν τη ζωή τους, τότε ερχόμαστε σε ένα τρίτο
επίπεδο ανάγνωσης, ακόμη πιο ενδιαφέρον. Η εποχή της μεταπολίτευσης, μέσα στην
οποία η σχέση των δύο ξεκίνησε (βρισκόμαστε στο 1983) έχει όλη τη δυναμική που
απαιτείται για να βγουν στην επιφάνεια σχέδια φιλόδοξα, για να συγκαλυφθεί ο
αληθινός χαρακτήρας των ανθρώπων. Εποχή πολιτικής δράσης, που όλα τα ανέχεται
ως φυσιολογική αντίδραση σε τόσα χρόνια απαγορεύσεων, διώξεων και «γύψου» που έχουν
προηγηθεί. Ταυτόχρονα, εποχή που νέες προτάσεις ακούγονται, νέα πρόσωπα
εμφανίζονται στο πολιτικό σκηνικό (ακόμη κι αν καπηλεύονται τους αγώνες των
άλλων), με ευρύ πεδίο διεκδικήσεων στον πολιτικό και κοινωνικό χώρο.
Διεκδικήσεις και ποικίλες δράσεις που συχνά έχουν ως απόληξη (ή αρχικό στόχο σε
κάποιες περιπτώσεις) την επίτευξη προσωπικών φιλοδοξιών και την καταρράκωση
αξιών στο όνομα μιας αμφίβολης τελικά δημοκρατίας και ισότητας δικαιωμάτων.
Έχει ενδιαφέρον ο τρόπος που χειρίζεται το θέμα αυτό ο Λογαράς, πέρα από τις
πολλαπλές εκδοχές του που έχουμε δει όλα αυτά τα χρόνια στη λογοτεχνία. Το
κοινωνικό και πολιτικό φόντο της εποχής έρχεται αβίαστα να υπογραμμίσει τη
δράση των προσώπων, χωρίς να κυριαρχεί, χωρίς να καθοδηγεί τη σκέψη. Τόσο στις
προσπάθειες του Ερρίκου να μεταβληθεί σε έναν από τους διαμορφωτές της κοινής
γνώμης, να επιβληθεί στον κοινωνικό και πολιτικό στίβο, να φάνε όλοι τη σκόνη του κατά την προσφιλή του έκφραση (αρχίζοντας
φυσικά από την ευκολία της επιβολής στον οικογενειακό του χώρο, στη Μάριαν που
στέκεται εμπόδιο στην άνοδό του), όσο και στην αντίδραση της Μάριαν, που
χτίζεται αργά αλλά σταθερά ως την τελική της απόφαση, αναπόφευκτα ενθαρρυμένη
από το κλίμα διεκδικήσεων και ελευθερίας που χαρακτηρίζει την εποχή, φαίνεται
καθαρά η επίδραση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας στη ζωή των προσώπων.
Σ’ αυτό τον κόσμο των διεκδικήσεων εστιάζει και ένα
τέταρτο επίπεδο της ιστορίας, που δικαιολογεί και τον τίτλο του. Είναι η
απόφαση της Μάριαν, ως αΜαρυλλίδας πλέον
με την επιχείρηση «Ο κήπος της αΜαρυλλίδας», να βγει από τη σκιά όπου έζησε τόσα
χρόνια. Να αφήσει στην τύχη του ή καλύτερα στην ατυχία του τον Ερρίκο (γιατί
δεν μπορείς να στηρίξεις την καριέρα σου σε απάτες), που έστω και αργά
αντιλαμβάνεται πως χάθηκε η ζωή του. Η κάθε επανάσταση, όμως, κυρίως οι πιο
προσωπικές, έχουν και τα θύματά τους, είτε το επιδιώκεις είτε όχι.
Η αναγνωστική προσέγγιση μπορεί να ανακαλύψει και άλλα
επίπεδα, πέρα από αυτά που παραπάνω αναφέρθηκαν, σ’ αυτό το πολύ ενδιαφέρον
μυθιστόρημα, το ωριμότερο του Κώστα Λογαρά. Ακόμη, όμως, κι αν μείνει στη
γοητεία που ασκεί η γραφή του (αυθεντική και ειλικρινής στις προθέσεις της, με
δουλεμένη καλά γλώσσα, με μείξη χρονικών επιπέδων, με διαλογικά και αφηγηματικά
μέρη σωστά μοιρασμένα), ας θεωρηθεί κέρδος η ανάγνωση.
Διώνη Δημητριάδου
Αποσπάσματα
Των
διανοούμενων τα χέρια είναι αδούλευτα, άσπρα σαν ζυμάρι, παρατηρεί η Μάριαν καθώς τους ακούει να μιλάνε
τρώγοντας, χέρια μόνο για γραφείο.
Ρίχνει μια κλεφτή ματιά και στα δικά της. Δεν ξέρω αν είναι προτιμότερο να έχει
ένας άνθρωπος σώμα ρωμαλέο και υγεία κι όχι μόνο δυνατό μυαλό. Το μυαλό δεν φτάνει για να κάνεις γερά
παιδιά, δίνει συνέχεια στον
συλλογισμό της. (σ. 94).
Στην άσκηση εξουσίας –οποιασδήποτε εξουσίας–
αναδύονται τα ανθρώπινα σκοτάδια. Εδώ βγάζει κανείς ολόκληρο τον εαυτό, όχι
όταν η ψυχή είναι αβέβαιη κι αδύναμη.
Στην πολιτική ακόμα πιο πολύ. Προστατευμένος με την πανοπλία μιας
δύναμης δοτής, μοιάζει να είναι άτρωτος. Αποκτά την αίσθηση της παντοδυναμίας
κι αρχίζει η αποχαλίνωση. Είναι αόρατη η στιγμή της πτώσης, ούτε καν σαν
υποψία, ο καιρός που θ’ ακουστεί ο εκκωφαντικός της γδούπος. Τώρα του ανήκουν
όλα. Και αξιώνει περισσότερα. Γίνεται άπληστος. Το ίδιο με τα άγρια αρπακτικά.
Όσο ακόμα είναι μικρά κι αδύναμα, τα
κρατάς στον κόρφο σου. Σε γδέρνουν όταν βγάλουν νύχια, γίνονται επικίνδυνα, σε
απειλούν και σου ορμάνε, θες από απληστία, θες από φόβο κι ανασφάλεια. (σ. 186).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου