Χαμηλή Βλάστηση
Θάμνοι, Πόες και Μπονσάι
της Μαρίας Στασινοπούλου
εκδόσεις Κίχλη
πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractalhttp://fractalart.gr/xamili-vlastisi/
μικρές προσωπικές καταθέσεις
Μικρές, προσωπικές καταθέσεις.
Έτσι προτιμώ να ονομάζω τη Χαμηλή
βλάστηση της Μαρίας Στασινοπούλου, αλλά και να ξεχωρίζω σε τρεις κατηγορίες
(κατά πως θέλει η ίδια) όσα φυτρώνουν στις σελίδες του βιβλίου της. Ο μέσα
λόγος κυρίαρχος, η εσωτερική φωνή δυνατή, αν και χαμηλόφωνη· ικανή να πιάσει
τον ρυθμό της ανάγνωσης, που δεν απαιτεί τις τυπικές προδιαγραφές στην
προσέγγιση, για παράδειγμα, ενός διηγήματος, προκειμένου να το αγαπήσει. Γιατί,
εδώ βρίσκεται η ουσία αυτής της δεύτερης πεζογραφικής παρουσίας της
Στασινοπούλου – για να κάνουμε τη διάκριση από το υπόλοιπο δοκιμιακό και κριτικό
της έργο. Αυτά τα κείμενα τα αγαπάς. Ίσως χωρίς να ξέρεις ακριβώς τον λόγο,
αλλά και χωρίς να χρειάζεται να τον εξηγήσεις.
«Πού σε
πάνε, ρε μαλάκα» ακούστηκε σπαρακτική η φωνή του πενηντάχρονου Αλέξη, την ώρα
που η νεκρώσιμη πομπή πλησίαζε στο νιόσκαφτο χώμα. Ήταν ο κολλητός σου από την
εποχή με τα κουρεμένα κεφάλια και τα γρατζουνισμένα γόνατα στο Μεσολόγγι·
γιατρός κι αυτός, όπως κι εσύ.
(Φίλοι από τα γεννοφάσκια, από τα Μπονσάι)
Το θέμα εδώ δεν είναι η κατάταξη.
Ας είμαστε βέβαιοι πως το παραπάνω, των σαράντα πέντε λέξεων, δεν χωράει σε
κανένα θεωρητικό καλούπι από αυτά που καθορίζει η Θεωρία της Λογοτεχνίας. Μια
χαρά, ωστόσο, υπερασπίζεται τη μικρή του ύπαρξη μέσα από τη φροντίδα που
απαιτεί ως αυθεντικό μπονσάι.
Είναι εύστοχη η διάκριση των
κειμένων (όλα έτσι κι αλλιώς μικρά σε έκταση) σε θάμνους, πόες και μπονσάι, με την παραπομπή στις ιδιότητες
αυτών των ειδών του φυτικού κόσμου. Οι Θάμνοι
πρώτα, με το άπλωμά τους σε πλάτος, γίνονται εδώ γραφές που φέρουν μέσα τους το
ανάπτυγμα μιας ζωής βιωμένης και απομονώνουν τα περιστατικά, τις ατελείς εικόνες,
που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τον πυρήνα για μια ευρύτερη ιστορία, ίσως
διήγημα. Δεν μεγαλώνουν όμως. Ευτυχώς! Αν μεγάλωναν, θα είχαμε ακόμη μια
συλλογή διηγημάτων μέσα στις πολλές· τώρα η μοναδικότητά τους έγκειται στο
αποτύπωμα που αφήνουν από την εκλεκτή στιγμή που έμεινε στη μνήμη. Και μόνο γι’
αυτές τις στιγμές μιλούν, δεν απλώνουν το σώμα τους παραπέρα, δεν φιλοδοξούν
όλα να τα πουν. Το ταξίδι της γιαγιάς Μαριγώς όσο μακριά φτάνει ο κόσμος, το κάδρο με τη «γνωστή» του θείου
Μανόλη, μια ιστορία με τσάντες και παπούτσια, μια άλλη για τις αντοχές του
έρωτα, μια ηλικιακή συνύπαρξη μέσα στο λεωφορείο, μια ιστορία για τις εσφαλμένες βεβαιότητες των νόμων του
Μέντελ, η στερημένη ζωή της Κούλας, της παραδουλεύτρας, μια βόλτα στο
νεκροταφείο, η ανατομία ενός φιλιού και το εξαιρετικό Αντίδοτο στη μοναξιά:
Μίλαγες για την αφή με την επίγνωση που
μιλάει ο τυφλός για τα μάτια κι έλεγες πως ο Αριστοτέλης τη χαρακτήριζε ‘‘ακριβεστάτην
αίσθησιν’’. «Είναι η κατεξοχήν αίσθηση που αισθητοποιεί τη σωματική παρουσία
του άλλου», μετέφερες τη θησαυρισμένη γνώση. Και θυμόμουνα έναν πρώην φίλο μας,
μπορεί να ’ταν και σοφός -έφυγε γρήγορα-, που στήριζε την ισορροπία του κόσμου
στο χάδι. Και τα πιο παράφορα πάθη, έλεγε, και οι πιο έντονοι έρωτες, ζητάνε
στο βάθος τους ένα χάδι· το χάδι είναι αντίδοτο στη μοναξιά.
(Αντίδοτο στη μοναξιά, από τους Θάμνους)
Οι Πόες ακολουθούν, με την ταπεινή τους όψη, τη βαθιά γνώση πως ποτέ
δεν θα αποκτήσουν κορμό γερό αλλά θα αφήνουν την πρόσκαιρη φύση τους να γέρνει
στο φύσημα του ανέμου. Μικρές μνείες για τους άκληρους, τους αποδιωγμένους της
κοινωνικής «κανονικότητας», για τους ευκολοπροσάρμοστους της ζωής, για τις
μεσοτοιχίες που όλα τα ακούν, για τις παρέες που αίφνης συναισθάνονται την
ηλικία που τις συνδέει, για το χονδρό
χιούμορ που μας δένει ως λαό, για το πώς «γράφουν» τα τοπία μέσα μας, για τις
ιστορίες των ταξιτζήδων, για μια προσευχή σε απρόσμενο χώρο, για τη συμβολή των
ψυχολόγων στις ερωτικές σχέσεις, το πώς «δένουν» άρρηκτα τα τραγούδια με τη ζωή μας, και για ιστορίες με έξυπνα
γκαρσόνια. Θεματικά τα περισσότερα από αυτά τα κείμενα δεν θα πληρούσαν τις
απαιτήσεις μιας εμπεριστατωμένης αφήγησης. Είναι με τον ταπεινό τους χαρακτήρα
που συγκινούν, όπως ταράζεσαι όμορφα σαν αντικρίσεις δυο τρεις ξεχασμένες
παπαρούνες ανάμεσα στα χόρτα.
Άκληρος: ο ακτήμων, ο χωρίς κλήρο γης, αλλά
και ο άτεκνος, ο χωρίς κληρονόμους· ο χαμένος από χέρι και στη μια περίπτωση
και στην άλλη. Για όλους τους χαμένους στενοχωριόμουν, για όλους υπέφερα,
ερήμην τους· ήταν κάτι που κουβάλαγα, δεν ξέρω από πότε, δεν ξέρω γιατί, και
δεν μπορούσα να ελέγξω.
(Σήμερον εμού, αύριον ετέρου, ουδέποτε του
ιδίου, από τις Πόες)
Αν η αξία που κουβαλούν οι Θάμνοι και οι Πόες έγκειται στην απλότητα και την ταπεινότητα των θεματικών
επιλογών, στα Μπονσάι αποκαλύπτεται και
η τέχνη της γραφής. Η μικρή φόρμα, εντελώς απαιτητική μέσα στη συντομία της και
εξαιτίας αυτής, συμπυκνώνει στο ελάχιστο της έκτασής της όσα θα χωρούσαν
αναπτυσσόμενα σε μεγαλύτερες επιλογές λογοτεχνικής γραφής.
Εδώ, καταφέρνει η
Στασινοπούλου να εσωκλείει στην κάθε μία από τις λιλιπούτειες ιστορίες της όλη
τη μοναξιά, την τραγικότητα, τον αυτοσαρκασμό, την επίγνωση του χρόνου που
περνά, τη βίωση της απώλειας των προσώπων, και άλλες ανθρώπινες συνθήκες που
δεν χρειάζονται πάντα τη μεγάλη ανάλυση· συχνά προτιμούν την ελλειπτικότητα του
λόγου για να βιωθούν:
Δεν έλεγε την ηλικία της ποτέ.
«Δεν την κρύβω, παιδάκι μου, φοβάμαι να την
ακούω, αγριεύομαι».
(Αυτοπροστασία, από τα Μπονσάι)
Άκουσα πρόσφατα κάτοικο των πολύπαθων,
κοντινών στη γειτονική τουρκική ακτή νησιών μας να αφηγείται ότι πρόσφερε σε
έναν Σύρο πρόσφυγα νερό και φαΐ και τον περιέθαλψε. Εκείνος, φεύγοντας, του
είπε: «Δεν έχω τίποτε να σου δώσω για να σε ευχαριστήσω. Πάρε, σε παρακαλώ, το
κλειδί του σπιτιού μου στη Συρία· αυτό έχω μόνο». Πρόσφερε τη μοναδική αυταπάτη
του, ότι θα μπορούσε τάχα να γυρίσει κάποτε πίσω.
(Η μοναδική αυταπάτη, από τα Μπονσάι)
Αν είναι κάτι που δένει όλες τις
ιστορίες του βιβλίου μεταξύ τους, αυτό είναι η αίσθηση μιας φυσικής φθοράς που
τις διατρέχει, άλλοτε πιο φανερά κι άλλοτε σαν υποψία κάτω από την επίφαση μιας
ακμαίας ακόμη ζωής. Στις μεγαλύτερες από αυτές το σώμα που φθίνει κάνει αισθητή
την παρουσία του μέσα από κάποιο γύρισμα της πλοκής. Στις μικρότερες αρκεί
συχνά μια λέξη. Η επεξεργασία του ελάχιστου σημαντικού, ώστε να αποδοθεί σε όλο
του το νοητό εύρος, αναδεικνύει και την ωριμότητα και την τέχνη της γραφής· η
επιλογή άλλωστε της μικρής φόρμας (δουλεμένης σε τρεις διαφορετικές εκδοχές
της) δείχνει και την επίγνωση των
δυνατοτήτων του συγκεκριμένου είδους.
Στο εξώφυλλο (ο σχεδιασμός από
την Ούρσουλα Φωσκόλου) βλέπουμε σε παράταξη τα ταπεινά φύλλα. Μοιάζουν τόσο
πολύ το ένα με το άλλο, ωστόσο κανένα δεν είναι ίδιο με κανένα. Η ξεχωριστή
αξία του ταπεινού και όμορφου, η μοναδικότητα των στιγμών της ζωής, που
έρχονται μέσα στις ιστορίες για να δηλώσουν τη δική τους σημαντική παρουσία.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου