Δευτέρα 18 Ιουνίου 2018

Το κόκκινο και το άσπρο διηγήματα της Ελένης Στελλάτου εκδόσεις Πόλις η πρώτη δημοσίευση στην Bookpresshttps://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/stellatou-eleni-polis-to-kokkino-kai-to-aspro-dimitriadou


Το κόκκινο και το άσπρο
διηγήματα
της Ελένης Στελλάτου
εκδόσεις Πόλις
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpresshttps://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/stellatou-eleni-polis-to-kokkino-kai-to-aspro-dimitriadou





το χρώμα της φυγής

19 ιστορίες μικρές, κάποιες πολύ μικρές, στο πρώτο βιβλίο της Ελένης Στελλάτου. Διεκδικεί η κάθε μία απ’ αυτές την αυτονομία της, απαιτεί ως είδος την πληρότητά της. Με τη σειρά της η συστέγαση κάτω από τον ένα τίτλο υπονοεί ίσως τη συσχέτιση (εμφανή ή αδιόρατη) μεταξύ τους. Επιθυμητό αυτό σε μια συλλογή διηγημάτων που θα πρέπει να αποδείξει το αφηγηματικό νήμα της σύνδεσης πέρα φυσικά από την ομοιομορφία στην επιλογή του ύφους και της γλώσσας.

Από το εξώφυλλο αρχίζει να ξετυλίγεται αυτό το νήμα φέρνοντας στον νου παλιές μνήμες από παιδικά παιχνίδια, ξύλινα λουστραρισμένα αλογάκια για μια πρώτη γνωριμία με το άλλο «παιχνίδι», αυτό της ζωής. Το παιχνίδι  που ο ήρωας της πρώτης ιστορίας, ο Ευάγγελος Κ. κάπου εκεί στο τέλος της το χάνει, ενώ μια άλλη οπτική της ζωής (ζωή όμως κι αυτή) προβάλλει στη δεύτερη ιστορία, λίγα τετράγωνα πιο κάτω· γιατί οι χαρακτήρες του βιβλίου επικοινωνούν και μεταξύ τους όχι μόνο στον χρόνο (ή σε ό,τι ο καθένας εικάζει ως χρόνο) αλλά και στον χώρο. Μια παραλιακή πόλη να ατενίζει τη θάλασσα, και οι ήρωες να διαπραγματεύονται τη φυγή τους – έτσι ή αλλιώς, ο καθένας με τον τρόπο του. Η μνήμη των ανθρώπων χτίζει τα κομμάτια της με όλες τις αισθήσεις, με ό,τι μπορεί κάθε φορά να αποθηκεύει. Καμιά φορά βάφεται σε κόκκινο ή άσπρο, άλλοτε μυρίζει λεμόνι, φρεσκοκομμένο και αγαπητικό στην προσφορά του, όπως στην ιστορία (μια από τις καλύτερες) «Λεμόνια». Αξίζει να παρατηρηθεί η λιτότητα στους τίτλους των διηγημάτων, συχνά μια ή δυο λέξεις που δίνουν την  ουσία της κάθε ιστορίας αναδεικνύοντας με τον καλύτερο τρόπο τη λειτουργία του ουσιαστικού και θέτοντας στο περιθώριο τη χρήση του ρήματος – όμορφη άποψη για τη χρήση της γλώσσας.

Οι ιστορίες, αν και μικρές στην έκτασή τους, προλαβαίνουν να δώσουν δύο βασικά χαρακτηριστικά της μικρής αφήγησης. Πρώτα, τη φυσιογνωμία του προσώπου που γύρω του πλέκεται η ελάχιστη πλοκή· τα πρόσωπα αυτά θα τα συναντήσουμε και σε άλλες ιστορίες, στα πίσω πλάνα είτε ως παρουσίες είτε ως απουσίες, πάντοτε αναγνωρίσιμα. Δεύτερο, ανιχνεύουμε το ύφος μιας γραφής ενδιαφέρουσας, που ξέρει πότε να σταματήσει έχοντας δείξει (με τον κρυπτικό συχνά τρόπο της – δεν είναι κατ’ ανάγκη όλα ερμηνεύσιμα από τον συγγραφέα, πάντα υπάρχει ο ευαίσθητος αναγνώστης) όσα πρέπει και έχοντας αφήσει στην άκρη τα περιττά. Άλλωστε, να το πούμε αυτό ξανά και ξανά, η μικρή φόρμα έχει τεράστιες απαιτήσεις. Δεν αποτελεί τον «εύκολο» προθάλαμο της μεγάλης αφήγησης. Είναι δύο εντελώς διαφορετικά είδη – θα μπορούσαμε να πούμε πως το ένα αποτελεί τον αντίποδα του άλλου. Εδώ, λοιπόν, η Στελλάτου δείχνει να έχει κατανοήσει και τη δυσκολία και τη φυσιογνωμία μιας μικρής ιστορίας, που θα πρέπει να τα έχει όλα με τον πιο σύντομο -πλην περιεκτικό- τρόπο οικονομώντας τη γραφή της. Η μικρή αφήγηση πρέπει να ξέρει τα όρια της εστίασης, να επιλέξει τη λεπτομέρεια και να την αφηγηθεί· άλλωστε δεν έχει τον χρόνο με το μέρος της, εννοώ τον χρόνο της ανάγνωσης, και πρέπει να κερδίσει τον αποδέκτη της μέσα στο ελάχιστο της έκτασής της και του δικού του αναγνωστικού χρόνου.

Η Στελλάτου κατορθώνει κάτι ακόμα: γνωρίζοντας τα όρια της ρεαλιστικής αφήγησης αλλά και της συγκίνησης που πηγάζει από την εικόνα, συχνά αφήνει στο τέλος της ιστορία της όχι το πλέον εντυπωσιακό του λόγου της αλλά το πιο ικανό να κινητοποιήσει τον εσωτερικό κόσμο του αναγνώστη της.

Τώρα ο κόσμος είναι πηχτός, μια ευχαριστημένη μάζα που κυματίζει αδιάκοπα στον παραλιακό πεζόδρομο. Στο ύψος των ματιών της, βουλιάζοντας στα χνώτα από τις ομιλίες, όλοι τους αγκομαχάνε αδιαμαρτύρητα. Το βλέπει καθαρά στα απελπισμένα βλέμματα των μωρών, όλες τις φορές που το καρότσι της διασταυρώνεται με τα δικά τους.

(από το «Όνειρο σε τέσσερις ρόδες»)

Οι ήρωες και οι ηλικίες τους, οι μνήμες και η λήθη τους συναντώνται απρόσμενα καμιά φορά και συνδιαλέγονται. Κι αν κανείς αναρωτηθεί τι μπορεί ο καθένας να δώσει στον άλλο, η απάντηση έρχεται στο τέλος μιας από τις ιστορίες:

Ε, κάθε ένας με τα δικά του. Γι’ αυτό σου λέω, το παν είναι να νιώσουν ότι μπορείς να καταλάβεις, όποτε το χρειαστούν εσύ να μπορείς να καταλάβεις.

(από την ιστορία «Ο μαθητευόμενος»)

Όσο οι ήρωες προσεγγίζουν ο ένας τον άλλο -είτε ενσυνείδητα είτε όχι- τόσο έχεις την αίσθηση ότι επιθυμούν τη δραπέτευσή τους άλλοι από το τοπίο της μονότονης επαρχιακής πόλης είτε από τη ζωή που οι ίδιοι έφτιαξαν ή ανέχθηκαν από άλλες πιεστικές δυνάμεις. Καμιά φορά θα ήθελαν να φύγουν από τη βασανιστική μνήμη, την ενοχή – κάτι πολύ δύσκολο, όταν η μνήμη έχει χρώμα.

Οδηγεί και το τηλέφωνο χτυπάει και πάντα μια μπάλα θα φταίει, κάποιοι ουρλιάζουν, το χρώμα του αίματος σε ροζ μπουφάν φαίνεται σαν πηχτό καφέ, ορμάει και ψηλαφεί τον σφυγμό της, τα βήματα του φύλακα έρχονται πάλι, τρίβει τα μάτια του δυνατά. Ένα ημίφως σέρνεται, η ανατολή άρχισε κιόλας να ψιθυρίζει.

[…]

Πετάγεται επιτέλους καθιστός, βγάζει από το μαξιλάρι τον φάκελο. Είναι λευκός και σφραγισμένος και κάποια στιγμή πρέπει να τον ανοίξει κι ας είναι γραμμένο στη θέση του αποστολέα με μεγάλα παιδικά γράμματα το όνομα Άννα.

(από την ιστορία «Το κόκκινο και το άσπρο»)

Οι ήρωες των ιστοριών σκέφτονται τη ζωή τους, γυρνούν πίσω, φεύγουν να ξεφύγουν, συμβιβάζονται, μπερδεύουν τον χρόνο, θυμούνται και αφηγούνται. Μπροστά τους η θάλασσα προκλητική για μια φυγή όσο και αδιέξοδη για τους άτολμους ή τους παραιτημένους. Είναι εκεί για να τους ενώνει με το τοπίο της· άλλοι απλώς να την κοιτάζουν, άλλοι να βουτούν μέσα της, και άλλοι να την έχουν μέσα τους τρικυμισμένη σαν βάσανο ή ατάραχη σαν λήθη.

[…] τα μάτια του πλημμύρισαν αλμύρα, μπήκε στη θάλασσα, το νερό του βάρυνε αμέσως τα παπούτσια, ανέβηκε στα πόδια του, στα γόνατα, στους μηρούς, ώσπου του έφτασε στη μέση κι εκεί σταμάτησε. Μεγάλοι κύκλοι ξεκίνησαν από το σώμα του και άρχισαν να απλώνουν. Η θάλασσα σύντομα έμεινε κι αυτή τελείως άηχη.

(από την ιστορία «Λουτροθεραπείες στο ηλιοβασίλεμα»)

Πιστεύω πως πρέπει να σχολιαστεί θετικά το γεγονός ότι πρόκειται για το πρώτο βιβλίο της Ελένης Στελλάτου, τουλάχιστον το πρώτο που βλέπει το φως της έκδοσης, μια που κανείς δεν μπορεί να ξέρει ούτε πότε γράφτηκε ούτε αν έχουν προηγηθεί άλλες συγγραφικές απόπειρες που περιμένουν υπομονετικά κι αυτές κάποια επαφή με το ευρύ κοινό. Είναι ένα βιβλίο στο οποίο δεν υπάρχουν εμφανείς ατέλειες, αμηχανίες που να προδίδουν κάτι το πρωτόλειο· αντιθέτως, αισθανόμαστε μια ωριμότητα τόσο στη θεματική του όσο και στην επιλογή της μορφής (ύφος και γλώσσα), αλλά και μια αίσθηση ειλικρίνειας απέναντι στον αναγνώστη. Δείχνει η συγγραφέας ότι προσπάθησε να δει συνολικά το πρόβλημα της γραφής, με καθόλου ευκαιριακό τρόπο ή τη βιασύνη μιας δημοσιοποίησης των ιστοριών της. Και σαν να ομολογεί ότι αυτό το περιεχόμενο είναι που μπορεί αυτή τη στιγμή να δώσει στον αναγνώστη της, σαν αυτή να είναι η τωρινή της προσφορά στην υπόθεση της λογοτεχνικής αφήγησης, χωρίς το άγχος να φορτώσει το κείμενό της με όσα δυνητικά μπορεί να αφηγηθεί. Μοιάζει να ξέρει να περιμένει. Όλα αυτά με το βάρος τους, τη σημασία τους σε κάθε περίπτωση.



Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου