Σάββατο 13 Ιουλίου 2024

Ρέα Γαλανάκη Πού ζει ο λύκος; Εκδόσεις Καστανιώτη η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

 

Ρέα Γαλανάκη

Πού ζει ο λύκος;

Εκδόσεις Καστανιώτη

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Ρέα Γαλανάκη: «Πού ζει ο λύκος;» (diastixo.gr)

 


Ω λύκε, το δικό της σώμα γίνεται τώρα ελεύθερο και απαγορευμένο, αρσενικό και θηλυκό, βασανιστήριο και θαύμα, το μέσα και το έξω από το τζάμι, το άφοβο και φοβισμένο, τ’ αήθικο κι ασκητικό. (σ. 62).

 

Λόγος επιλεκτικά αλληγορικός, μεταφορικός, πεζός στη μορφή αλλά σε ευθεία επικοινωνία με την ποίηση. Πρόκειται για το έργο της Ρέας Γαλανάκη Πού ζει ο λύκος;, που πρωτοεκδόθηκε το 1982 και τώρα επανακυκλοφορεί, γιατί είναι από πολλά χρόνια εξαντλημένο αλλά γιατί έχει ακόμη και σήμερα (ή κυρίως σήμερα) τη σημασία του, διαφορετική φυσικά κάτω από διαφορετικές συνθήκες, ωστόσο με την ιδιαίτερη αξία της. Η αφιέρωση, Για τις παρέες από το ’67 ώς το ’74, σαφώς ορισμένη χρονικά από τα χρόνια της δικτατορίας, έχει ακόμη τη νοηματική δυναμική της τόσο ως μνήμη των συντρόφων της σκληρής εκείνης εποχής όσο και ως αναγκαία μνεία των προσωπικών ορίων, που καμιά φορά υπάρχουν ακριβώς για να υπερβαίνονται.

Το αφηγηματικό/ποιητικό κείμενο χωρισμένο στα δύο (Το σπίτι, Το διαμέρισμα), απηχεί το πέρασμα σε μια δύσκολη (λόγω συνθηκών) ενηλικίωση, με προσωπικές καταγραφές από την παρανομία και την αντιδικτατορική δράση· μια ζωή (μοιρασμένη κι αυτή σε ιδιωτικό και σε συλλογικό τοπίο) που περικλείεται μέσα σε λίγες σελίδες, στις οποίες τα νοήματα συμπυκνώνονται (ο ποιητικός τρόπος εμφανής) για να απλωθούν κατόπιν στα όρια της αναγνωστικής πρόσληψης (όσο οι μνήμες κρατούν) και να φανούν οι διαστάσεις τους σε όλη τους την έκταση. Ευφυής ο τίτλος, με τον λύκο να ξεφεύγει από τον παραδοσιακό του ρόλο, όπως μας τον δίδαξε το παραμύθι, για να αποδώσει με τον συμβολισμό του ένα άλλο νόημα στην «τοιχογραφία» της εποχής και στον χαρακτήρα της γενιάς εκείνης.



Έχοντας μελετήσει όλο το έργο της Γαλανάκη, ας μου επιτραπεί η διαπίστωση ότι σταδιακά πέρασε από τον ποιητικό στον πεζό λόγο, χωρίς ποτέ, ωστόσο, να γράψει καθαρόαιμα πεζά, ευτυχώς να πω. Πάντοτε στην πεζογραφία της ανιχνεύεται ένα πολύτιμο υπόγειο και υπόρρητο πέρασμα, που επιτρέπει την επικοινωνία ανάμεσα στο ρεαλιστικό πεδίο και στην αναίρεσή του, ανάμεσα στην κυριολεκτική και στη μεταφορική σημασία των γραφομένων, ανοίγοντας έτσι τον ορίζοντα μιας διττής ή πολλαπλής ερμηνείας. Και αυτό είναι ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ευρηματικής αυτής γραφής. Θα έλεγα, επομένως, ότι η Γαλανάκη ουδέποτε εγκατέλειψε τον ποιητικό λόγο, όσο κι αν δοκιμάστηκε με επιτυχία στις δυσκολίες και τις απαιτήσεις της μικρής ή της μεγάλης αφήγησης. Έχοντας αρχίσει να γράφει μέσα στις ιδιόμορφες συνθήκες της δικτατορίας, με τον κίνδυνο συνυφασμένο με την καθημερινότητα, τις διαρκείς αναμετρήσεις με το αδύνατο που έπρεπε να καταστεί δυνατό, προκειμένου να κερδηθεί τόσο η επιβίωση όσο και η αναγκαία ηθική υποχρέωση της συμμετοχής σε έναν αγώνα που μακάρι να ήταν, αλλά δυστυχώς δεν ήταν, συλλογικός, το λογοτεχνικό ύφος δεν γινόταν παρά να είναι πολύτροπο. Άλλωστε, στην ουσία η γραφή μία είναι, πολλές οι μορφές της. Όταν λίγα χρόνια μετά το τέλος της δικτατορίας (το βιβλίο άρχισε να γράφεται το 1979) γράφει για την τότε εποχή, χρησιμοποιεί την αλληγορία του παραμυθιού, την υποκρυπτόμενη σημασία των λέξεων κάτω από υπαινιγμούς και μεταφορικότητα, αποδίδοντας έτσι το κλίμα που επικρατούσε και δεν επέτρεπε, με τίμημα τη δίωξη, την κυριολεξία αλλά ανάγκαζε σε μια δισημία.

 

Έξω από το μικρό διαμέρισμα της το δέντρο της πλατείας πράσινο. Έξω απ’ το μπάνιο οι σωλήνες του φωταγωγού. Δεν εσκαρφάλωσε ούτε την πρώτη, ούτε τη δεύτερη φορά που τη συνέλαβαν στα ξεραμένα τους κλωνάρια. Η Παύλα είναι κρυμμένο δέντρο, είναι λοιπόν η δυνατότητα να δραπετεύσει σκαρφαλώνοντας στο ίδιο της το σώμα. Άλφα ωμέγα ο πόθος του άντρα. Άλφα ωμέγα ήσυχος ο ύπνος ο μετά τον έρωτα. Καφές, τσιγάρο. Λύκε, ω λύκε, μοναξιά. Λύκε, ω λύκε, αγλωσσία. Λύκε, ω λύκε, άπειρη ενοχή. Βαθιά κι ηδονική. (σ. 45).

 

Διαβάζοντας και το εκτενές Υστερόγραφο, «προσωπικό υστερόγραφο» το ονομάζει η ίδια, νιώθω ότι αξίζουν δύο επισημάνσεις. Η μία αφορά την ανάγκη να δοθούν κάποιες «εξηγήσεις» στο κείμενο του βιβλίου αυτό καθεαυτό· θα έλεγα ότι είναι μια μικρή καθοδηγητική οδός που ξεδιαλύνει τη μεταφορικότητα και τις αλληγορίες, προκειμένου να αποδώσει με σημερινούς όρους τις μνήμες. Η άλλη, και πιο ενδιαφέρουσα στη δική μου ανάγνωση, απηχεί την ανάγκη να φανεί η διάσταση ανάμεσα στις απαιτήσεις της τότε εποχής για συλλογικό αγώνα και στη μικρή ανταπόκριση στους κόλπους του ελληνικού λαού. Είναι σαφής η φράση της Γαλανάκη: «Αυτοί οι “όλοι εμείς” ήμασταν λίγοι», που αλλού αποκτά μεγαλύτερη δραματικότητα προσεγγίζοντας καλύτερα την αλήθεια των πραγμάτων: «Αυτοί οι “όλοι εμείς” ήμασταν λίγοι, ήμασταν ελάχιστοι». Γιατί, προφανώς και ένα μεγάλο μέρος του λαού ήταν ιδεολογικά απέναντι στο ανελεύθερο καθεστώς, ωστόσο σε περιόδους κρίσης είναι η ενεργή συμμετοχή που μετράει. Κι αν θέλουμε να προχωρήσουμε ακόμη πιο πέρα, εκτός από την πολιτική δράση, οι καιροί έδωσαν την ευκαιρία για αποστασιοποίηση από στερεότυπες αντιλήψεις που αφορούν την προσωπική ζωή, τις προσωπικές «επαναστάσεις» που συχνά οδηγούν και στις ευρύτερες. Πόσοι πραγματικά ακολούθησαν;

Το βιβλίο της Γαλανάκη, όπως κι αν διαβαστεί, ως ροή ποιητικού λόγου με τις υπόρρητες αλήθειες του ή ως μια αφήγηση μιας δύσκολης, βίαιης ενηλικίωσης, η ουσία είναι ότι λειτουργεί σήμερα, πενήντα χρόνια μετά την αποκατάσταση του δημοκρατικού καθεστώτος, σαν μια υπενθύμιση πως πολύ λίγο απέχει η προσωπική και συλλογική ελευθερία από την αναίρεσή της, κάτω από όποιες συνθήκες· όσο η μνήμη καταργείται ή, ακόμη χειρότερα, θυμάται και εννοεί μεν, αλλά διαστρέφει την αλήθεια, τόσο πιο απειλητικός ο ορίζοντας. Γράφει στο Υστερόγραφο:

 

[…] ένα δικό μου υστερόγραφο θα διευκόλυνε τον ανυποψίαστο σημερινό αναγνώστη να διασχίσει τον θεοσκότεινο λαβύρινθο εκείνης της εποχής, τον δε μνήμονα αναγνώστη να αναστοχαστεί. (σ. 100).

 

Κρατώ για το τέλος τη σημαδιακή κατάληξη του Υστερόγραφου:

 

Η δε αφιέρωση του βιβλίου «Για τις παρέες από το ’67 ώς το ’74» παραμένει για μένα ζωντανή και τρυφερή παρά τα πενήντα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει.

 

Διαφαίνεται, έτσι, ένας ακόμη λόγος, ο πιο συναισθηματικός, που οδήγησε στην απόφαση της επανέκδοσης. Να μην ξεχαστεί, να μείνει ζωντανή και τρυφερή η μνήμη των ανθρώπων, της παρέας εκείνης, όσα πρόσωπα κι αν αριθμούσε. 

 

Διώνη Δημητριάδου

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου