Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2024

Αυτο-κοινωνιο-παραμυθία Δημήτρης Καρακίτσος εκδόσεις Ποταμός η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

Αυτο-κοινωνιο-παραμυθία

Δημήτρης Καρακίτσος

 εκδόσεις Ποταμός

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Ό,τι αξίζει να σωθεί • Fractal (fractalart.gr)

 



 

Ό,τι αξίζει να σωθεί

 

‘Τώρα η νύχτα διαβρώθηκε’, γράφω σε ένα παλιό μου διήγημα. ‘Τώρα η θάλασσα έχει το χρώμα της στάχτης. Τώρα το παρόν έγινε παρελθόν, και η ιστορία τούτη ας ξεχαστεί προτού τη δει το φως της μέρας’. Αλλά, σκέφτομαι, γιατί να ξεχαστεί αυτή η ιστορία; Ή είναι κι αυτή χωρίς νόημα; (σσ. 116-117).

 

Σε προηγούμενο βιβλίο του Δημήτρη Καρακίτσου (Για να μην αποτύχουμε όπως οι Μπιόρλινγκ και Καλστένιους, εκδ. Ποταμός, 2022) είχε επισημανθεί η διάθεση του συγγραφέα, με όχημα τη μυθοπλασία, να παρουσιάσει μια «άσκηση γραφής», που να ερευνά τα απώτερα όρια της λογοτεχνικής επινόησης αλλά και την πληθώρα τεχνικών που αυτή εφευρίσκει, με το κεντρικό μοτίβο/θέμα να βρίσκεται στα όρια ανάμεσα στο  πραγματικό και στο φαντασιακό. Και πράγματι, ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα απόπειρα να δείξει πώς γεννιούνται οι ιστορίες και, κυρίως, πώς γράφονται. Τώρα, στο πρόσφατο βιβλίο του, προχωράει ακόμα πιο απροκάλυπτα στην πρόθεσή του, μέσα από μια (εδώ) αυτοβιογραφική εξιστόρηση, να μιλήσει για την αρχική συγγραφική επιλογή, δηλαδή τι αξίζει να αποτυπωθεί και να μοιραστεί με τους άλλους, να μην το καταπιεί η λήθη. Ένα είδος αυτο-αξιολόγησης των προσωπικών βιωμάτων.

Πρόκειται για μια ιστορία αγάπης που αποκαλύπτεται σιγά σιγά, με τον ρυθμό που η μνήμη επιλέγει, με τον δικό της αυτόνομο μηχανισμό, να μιλήσει για όσα αντέχουν να ειπωθούν. Καθόλου τυχαία, η εξιστόρηση ξεκινά με ένα όνειρο, το οποίο δεν εννοεί να τελειώσει, αφού το ονειρικό, φαντασιακό στοιχείο (κατά την προσφιλή συνήθεια του γράφοντος) τείνει να εισχωρήσει στην πραγματικότητα, επεκτείνοντας τη δική της αλήθεια ή, συχνά, καταργώντας την. Πότε, στην ουσία, ενηλικιωνόμαστε, μοιάζει να ρωτάει ο ήρωας/αφηγηματικό υποκείμενο, πότε υπερβαίνουμε το όριο της παιδικής ηλικίας, πότε αναιρούμε μέσα μας τη δυναμική του ονείρου; Μπορούμε, άραγε, ες αεί να «συνομιλούμε» με τα άλλα όντα γύρω μας, τα ζώα που εισχωρούν στον κόσμο μας με τη δική τους σοφία; Επιστρέφοντας στην παιδική αθωότητα, βρίσκουμε μια, έστω βολική, ερμηνεία του παρόντος; Ή όλα μύθος είναι και αδίκως ταλαιπωρούμαστε;



 

Η αλήθεια είναι ότι το πρώτο πράγμα που ξεχνάμε μεγαλώνοντας είναι ότι τα ζώα μιλούν στα μικρά παιδιά. Μπορεί όχι σ’ όλα τα παιδιά, για μας όμως, σ’ εκείνο το χωριό στην άκρη του κόσμου, ένας παραμυθάς σκύλος ήταν αληθινός όσο ένα γδαρμένο γόνατο. (σ. 113).

 

Ο Δοσίθεος, το άλογο της παιδικής του ηλικίας που δραπέτευσε από το τσίρκο γιατί ήθελε την ελευθερία του, τώρα επιστρέφει και διεκδικεί μια θέση δίπλα του· μόνον αυτός το βλέπει και το ακούει, με τη δική του βοήθεια βρίσκει το παλιό τετράδιο με μια ιστορία γραμμένη μέσα (δική του ή όχι;), μαζί του θα περιπλανηθεί στο παρελθόν, με δική του προτροπή θα μιλήσει γι’ αυτήν.

 

[…] «Κι αφού αναρωτήθηκες πριν: επειδή όλα είναι δίχως νόημα – γι’ αυτό σου ’δωσα το τετράδιο. Μια τέτοια ιστορία θες. Δεν ξέρω τι πιστεύεις, αλλά αυτό που έχεις στο μυαλό σου, δεν γίνεται».

«Τι εννοείς;»

«Δεν αλλάζει έτσι ο κόσμος. Θα πρέπει να γίνεις Θεός πρώτα. Και μετά να φτιάξεις έναν κόσμο από την αρχή. Αυτή θα ήταν η ιστορία των ιστοριών. Αλλά τρέχα γύρευε, οπότε ξέχνα τα εν ονόματι και ξεκίνα απ’ τη δική σου ιστορία.

»Απ’ την πηγή άλλωστε δεν μαζεύουμε το νεράκι;» (σσ. 105-106).

 

Ένα μικρού σχήματος βιβλιαράκι, με κάτι λιγότερες από εκατόν είκοσι σελίδες, όλο κι όλο. Κι όμως, για μια ακόμη φορά η γραφή του Δημήτρη Καρακίτσου ανοίγει δρόμους τόσο απόλαυσης (αναμφισβήτητη η γοητεία της) όσο και ερμηνείας. Είτε διαβάσει κανείς την ιστορία του ως αυτοβιογραφική αποτύπωση, είτε ως ένα ανοιχτό σε εκδοχές κοινωνικό σχόλιο που ξεπερνά το προσωπικό βίωμα, είτε ως παραμυθία (με τον διττό της χαρακτήρα, ως μύθευμα, παραμύθι, αλλά και ως παρηγορητικό λόγο κατά την ετυμολογία: παραμυθία = παρηγοριά), η γραφή αυτή δικαιώνει τον τίτλο της με την τριπλή σημασία. Άλλωστε ποιος μπορεί να προσδιορίσει το σύνορο ανάμεσα στην επινόηση και την πραγματικότητα, ποιος μπορεί να καθορίσει πότε μια γραφή είναι απολύτως αυτοβιογραφική και πότε η επινοημένη μυθοπλασία ακουμπά πάνω στα αληθινά βιώματα μεταλλάσσοντάς τα; Σε κάθε περίπτωση, έχουμε  μια γραφή που θα ξαφνιάζει με την πρωτοτυπία στη θεματική της ή (όπως εδώ) με την αλήθεια της. Μια γραφή που δεν μπορείς να την εντάξεις εύκολα σε μια κατηγορία, μπορείς, όμως, να τη σκέφτεσαι συχνά. Κι αυτό είναι το πιο σημαντικό.


Διώνη Δημητριάδου

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου