Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2024

Πολύ αργά πια Claire Keegan μετάφραση: Μαρτίνα Ασκητοπούλου εκδόσεις Μεταίχμιο η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

 

 

Πολύ αργά πια

Claire Keegan

μετάφραση: Μαρτίνα Ασκητοπούλου

εκδόσεις Μεταίχμιο

η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

«Πολύ αργά πια» της Κλερ Κίγκαν (κριτική) − Τακτοποιώντας σκέψεις και αναμνήσεις (bookpress.gr)

 

 


Μια άσκηση ύφους στη φόρμα του μικρού

 

Ακόμη μια εξαιρετική «άσκηση» στη φόρμα του μικρού (στην ουσία του ελάχιστου) από την Κλερ Κίγκαν, μια από τις σημαντικότερες σύγχρονες παρουσίες στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Το Πολύ αργά πια (σε μετάφραση της Μαρτίνας Ασκητοπούλου, όπως και τα άλλα δύο βιβλία που κυκλοφορούν από τις ίδιες εκδόσεις) αριθμεί μόλις 50 σελίδες καθαρού κειμένου, άλλη μια απόδειξη για την ικανότητα να ενσωματώσει σε τόσο μικρή έκταση τη βασική ιδέα της ιστορίας, να κάνει ανάγλυφους και περίοπτους, τους χαρακτήρες της, να χειρίζεται με τέτοιο τρόπο τις λέξεις, ώστε να εγκιβωτίζει μέσα τους περισσότερα από όσα αυτές ως κώδικας δηλώνουν. Πράγματι, λίγοι συγγραφείς κατορθώνουν να προσελκύσουν τον αναγνώστη τους, να τον κάνουν «συμμέτοχο» στην αποκρυπτογράφηση των σημαινόντων ή, έστω, στη συνέχιση όσων διαβάζει, μέσα από τη δική του πλέον ερμηνεία. Η σημασία, άλλωστε, που η ίδια δίνει στην αναγνωστική συμμετοχική διαδικασία, φαίνεται και από τη δήλωσή της πως οι μικρές ιστορίες της δεν είναι και τόσο μικρές όσο φαίνονται, καθώς απαιτούν μια δεύτερη ανάγνωση· στην ουσία, λέει, πρέπει να «διπλασιάσεις», εσύ ο αναγνώστης, τις σελίδες.

Διαβάζοντας το Πολύ αργά πια, ίσως περισσότερο από τα άλλα της βιβλία, έχεις την αίσθηση πως δεν σε ενδιαφέρει τόσο το θέμα, όσο το ίδιο το κείμενο με την ιδιότυπη γοητεία που σου ασκεί, από την πρώτη κιόλας σελίδα. Κάτι που θα εντοπιστεί και στη συνέχεια, σαν να στήνεται ένα παιχνίδι εικόνων με τον εξωτερικό χώρο σε αντίθεση με τον εσωτερικό. Η ιστορία ξεκινάει με έναν «θρασύτατο» ήλιο που εισβάλλει από το παράθυρο στο γραφείο του Κάχαλ, του ήρωα της ιστορίας. Αυτός, βλέπει το φως και οσμίζεται τον αέρα καθηλωμένος μπροστά στον υπολογιστή του· από την αρχή η αίσθηση, ο προϊδεασμός ίσως, της αποστασιοποίησης από τη ζωή, την αλήθεια των πραγμάτων, από όσα, εν τέλει, μπορεί να αντέξει. Θα τον δούμε να αποκλείει από τον δικό του ιδιωτικό, περίκλειστο χώρο, το γέλιο των παιδιών στην παιδική χαρά, κλείνοντας το παράθυρο και τραβώντας τις κουρτίνες, για να νιώσει καλύτερα. Θα αντιληφθεί πως ποτέ δεν έχει ανέβει στους κατάφυτους λόφους γύρω από τη  πόλη του. Θα ακολουθήσουν και άλλες σκηνές που θα υπογραμμίζουν την απόσταση που χωρίζει αυτό που υπάρχει με αυτό που αντιλαμβάνεται ή την αδυναμία του να αισθανθεί, να νιώσει αυθεντικό συναίσθημα, αντικαθιστώντας το με  τη λογική πρόσληψη όσων συμβαίνουν· πώς γίνεται, όμως, μια εκδήλωση αγάπης, για παράδειγμα, γι’ αυτόν να είναι μόνο υπόθεση αντίληψης, και αυτή υπό ισχυρή αμφισβήτηση; Υπάρχει μόνο μία σκηνή, εξαιρετική στη «λεπτουργία» των φραστικών της μέσων αλλά και στον συμβολισμό της, που ο Κάχαλ θα μοιάζει ζωντανός, όταν θα κυνηγήσει μια σφήκα που παραβίασε την ησυχία του, μιμούμενος τις σπασμωδικές της κινήσεις, μέχρι που θα τη στριμώξει και θα τη σκοτώσει, ενώ διάφορες γυναικείες παρουσίες θα του έρχονται στο μυαλό καθώς την καταδιώκει.

Παρακολουθούμε τις σκέψεις του, μια Παρασκευή του Ιουλίου, κλεισμένος στο σπίτι του για να περάσει ένα μοναχικό τριήμερο, αλλάζοντας κανάλια και πίνοντας σαμπάνια, την «τακτοποίηση» των αναμνήσεών του, ό, τι έχει απομείνει από μια σχέση που παρ’ ολίγο θα τον οδηγούσε σε ένα γάμο, όμως διήρκεσε όσο μια ατυχής απόπειρα συγκατοίκησης· αυτό που φανταζόταν στη βάση των δικών του αναγκών, διαψεύστηκε οικτρά, όταν η αρραβωνιαστικιά του, η Σαμπίν, έφερε τον δικό της κόσμο μέσα στον δικό του, στην ουσία όταν αντιμετώπισε αυτό που πάντα κρατούσε μακριά του, δηλαδή την πραγματικότητα.



Η Κίγκαν θα εγκιβωτίζει στον ιδιωτικό κόσμο του ήρωά της σύντομες σκέψεις που θα επεκτείνονται στη σημασία τους, σαν ο Κάχαλ να προσπαθεί να ενσωματώσει τον εαυτό του στον κόσμο των άλλων γύρω του. Έτσι, θα προβληματιστεί πώς γίνεται η ζωή να συνεχίζεται, τάχα αδιάφορη για τα βάσανα των ανθρώπων, ή αλλού, θα μεταφέρει τη δική του αδυναμία να αντιμετωπίσει με σθένος τη ζωή σε γενικότερη ανθρώπινη αδυναμία. Ακόμα ο ήρωας μοιάζει να διακατέχεται από μια μορφή μισογυνισμού  μέσα από τις αντιδράσεις του, τις σκέψεις του, τις δικαιολογίες που δίνει στον εαυτό του για τη συμπεριφορά του, χρεώνοντας στη σύντροφό του (και γενικεύοντας στις γυναίκες) την αδυναμία συνεννόησης, αλλά και μέσα από τα λόγια της ίδιας της συντρόφου του, που θα τον εντάξει στη γενικότερη μισογυνική στάση των ανδρών. Προσωπικά, θαρρώ πως η Κίγκαν προχωράει πιο πέρα από μια κοινότοπη (δυστυχώς έτσι κατάντησε) αναφορά σε μια τάση μισογυνισμού. Η ευρύτερη σκέψη που με έμμεσο τρόπο έρχεται στον ήρωα, με άμεσο όμως στον αναγνώστη, αφορά τη διαχείριση των διαπροσωπικών σχέσεων, την ευθραυστότητά τους, όταν ο καθένας από τους δύο δεν είναι έτοιμος, ή αδυνατεί εντελώς να παραχωρήσει κάποιον χώρο στον άλλο, να μοιραστεί μαζί του τον κόσμο του με αναγκαία γενναιοδωρία αισθημάτων. Όταν θα το νιώσει αυτό ο ήρωας, θα καταλάβει πόσο πλέον αργά είναι, και μέσα στη μέρα που έφτασε πια στο τέλος της αλλά και μέσα στη ζωή του.

Ωστόσο, ακόμη κι αν αυτό είναι το θέμα της ιστορίας, εξακολουθεί να σε προσελκύει αναγνωστικά το κείμενο περισσότερο ως λέξεις, εύθραυστες όσο και οι στιγμές της ζωής, αν δεν τις χειριστείς σωστά, αν δεν φθάσεις μέχρι τον πυρήνα τους, αν επιλέξεις κι εσύ να μείνεις απ’ έξω, ψυχρός αναγνώστης που ψάχνει εναγωνίως το θέμα του βιβλίου. Άλλωστε, τα ανθρώπινα τραύματα, όταν ιστορούνται, μπορεί να φανούν απλά και απόμακρα ή αλλιώς να οδηγήσουν σε μια συχνά απρόσμενη εμβάθυνση. Εδώ η Κίγκαν προσφέρει, πέρα από τις ποικίλες ίσως θεματικές προεκτάσεις, μια άσκηση γραφής, που μετράει περισσότερο από μια ευφάνταστη θεματική. Ας αναλογιστούμε (με το θράσος και την αυθαιρεσία μιας αναγνωστικής πρόσληψης, και όχι απλώς με τη στερεότυπη φράση, που ισχύει πάντως: τηρουμένων των αναλογιών) τον ομότεχνό της Τζέημς Τζόυς, όταν εγκλώβισε στον Οδυσσέα του όλη την ιστορία του μέσα σε μία και μοναδική μέρα, που του έδωσε τη δυνατότητα με την τέχνη του να απλώσει τη θεματική του, όμως, ακόμη πιο πολύ έκανε αίσθηση με την τεχνική της γραφής του.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Απόσπασμα

 

Αφουγκράστηκε τη σιωπή για ένα δυο λεπτά, έπειτα άκουσε ένα βουητό και συνειδητοποίησε ότι μια σφήκα είχε μπει μέσα, και πετούσε γύρω γύρω, πήγαινε πέρα δώθε και χτυπούσε πάνω σε διάφορα αντικείμενα στο σαλόνι. Πήρε από το πάτωμα ένα από τα παπούτσια του που ήθελαν γυάλισμα και άναψε το φως, κι έπιασε τον εαυτό του να τρέχει πίσω της, να μιμείται τις σπασμωδικές κινήσεις της. Θυμός κυλούσε με ορμή στο αίμα του και, κάποια στιγμή, όταν ήταν όρθιος πάνω στον καναπέ προσπαθώντας, χωρίς επιτυχία, να την πλησιάσει, σκέφτηκε τη Μόνικα, εκείνη την ξένη καθαρίστρια στις σκάλες, και πώς τον κοίταγε όταν την προσπέρασε τη μέρα που θα ήταν κανονικά η μέρα του γάμου του· αλλά και τη Σύνθια, και πώς του είχε χαμογελάσει το πρωί και πώς είχε πάει τη Σαμπίν, εν αγνοία του, στο Σέλμπουρν.

«Γαμημένες καριόλες». Του ακουγόταν καλύτερα στον πληθυντικό, πιο βαρύ.

Συνέχισε να κυνηγάει τη σφήκα, κάνοντας όλο και πιο παράτολμες κινήσεις, μέχρι που εκείνη πέταξε πάλι προς το παράθυρο για να τον αποφύγει,  και τη στρίμωξε ανάμεσα στο τζάμι και το περβάζι και τη σκότωσε. (σσ. 49-50).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου