Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2023

Γιάννης Ξανθούλης Μαρινέλλα Οι νύχτες που έγιναν μεσημέρια εκδόσεις Διόπτρα η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

 

Γιάννης Ξανθούλης

Μαρινέλλα

Οι νύχτες που έγιναν μεσημέρια

εκδόσεις Διόπτρα

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Γιάννης Ξανθούλης: «Μαρινέλλα» (diastixo.gr)


 

«[…] ξανοιγόμασταν στα εσώτερα μιας βιογραφίας που δεν ήταν ακριβώς μονόλογος. Ούτε βιογραφία, γιατί την αντιμετώπιζα μεν ως ιστορικό πρόσωπο, που όμως με τσιγκλούσε να θυμηθώ κι εγώ δικά μου παράλληλα γεγονότα, αν και έχουμε εννιά χρόνια διαφορά». (σ. 1).

Πράγματι, ο Γιάννης Ξανθούλης γράφει ένα κείμενο που ούτε βιογραφία το λες ούτε, όμως, και μυθοπλασία, στα πλαίσια των χαρακτηριστικών του είδους. Ούτε είναι εύκολο να περικλείσει σε ένα βιβλίο μια ζωή-ποταμό, όπως αυτή της Μαρινέλλας, πολύ περισσότερο αν όσα προσπαθεί να αποτυπώσει στον γραπτό λόγο συμπλέκονται με δικά του ενθυμήματα. Όπως υπογραμμίζει ο ίδιος: «Έτσι προχωρήσαμε, φωτίζοντας με μεσημβρινό φως νύχτες ή και μέρες μιας ζωής από χώμα, φωνή, έρωτα, μόχθο και πολλή αγάπη. Κι έγινε ένα βιβλίο που, χωρίς να είναι a priori βιογραφία, άρχισε να μοιάζει με δικό μου μυθιστόρημα». Το αποτέλεσμα είναι μια χειμαρρώδης αφήγηση που, ξεπερνώντας αναπόφευκτα τη γραμμική χρονική ακολουθία, ξανοίγεται σε μια «τοιχογραφία», όπου οι εικόνες μπερδεύονται γλυκά και αγαπητικά. Όσο για τα γεγονότα αυτά καθεαυτά, συγκροτούν τελικά μια ζωή πολύ ενδιαφέρουσα και, παράλληλα, σκιαγραφούν μια εποχή που πλαισιώνει στο φόντο με τα δικά της μέτρα όλη την ιστορία – η μικρο-ιστορία της προσωπικής ζωής απολύτως δεμένη με τη μεγάλη ιστορία των σημαντικών γεγονότων του συλλογικού βίου.

Σκέφτομαι πως μόνον ένας «μάγος» της αφήγησης –ας μου επιτραπεί ο όρος που μοιάζει υπερβολικός, χωρίς ωστόσο καθόλου να είναι– θα μπορούσε να βυθιστεί σε μια ζωή τόσο πλούσια σε γεγονότα αλλά και σε ανατροπές, να το γεμίσει από τις συνήθεις του παρεκβάσεις γεμάτες από δικά του προσωπικά βιώματα και μνήμες, κι όμως στο τέλος το κείμενό του (η συγγραφική ή η δημοσιογραφική φωνή) να βγει αλώβητο, αυθεντικό, με δύο όψεις συμπλεκόμενες ιδανικά, από τη μια η Μαρινέλλα ως άνθρωπος και ως «ντίβα» και από την άλλη ο ίδιος ο γράφων άλλοτε ως ακροατής και άλλοτε ως δημιουργός/συγγραφέας – κι άντε εσύ τώρα να τα ξεχωρίσεις αυτά τα δύο. Αλλά και γιατί να τα ξεχωρίσεις; Η «μαγεία» αυτής της αφήγησης έγκειται ακριβώς στο δισυπόστατο της μορφής της. Άλλωστε, αυτό δεν συμβαίνει σε κάθε ανάγνωση; Ο αναγνώστης «συμμετέχει» διεμβολίζοντας όσα διαβάζει με τα δικά του πράγματα. Έτσι κι εδώ, μοιάζει ο Ξανθούλης να παίρνει τη θέση του κάθε αναγνώστη και να προσθέτει τη δική του ματιά (μα κυρίως μνήμη)  σε όσα κουβεντιάζοντας χαλαρά τα μεσημέρια τού αφηγείται η Μαρινέλλα.



Και δεν είναι καθόλου λίγα, καθώς η αφήγηση εκτείνεται από τα παιδικά της χρόνια (όταν ακόμη ήταν Κυριακή Παπαδοπούλου) τα μεταπολεμικά και δύσκολα, φθάνοντας μέχρι το σήμερα. Από τις πρώτες θεατρικές της απόπειρες (πάντα αγαπούσε το σανίδι και αργότερα το πάλκο), τις πρώτες τραγουδιστικές εμπειρίες, τα αξεπέραστα ντουέτα της με τον Καζαντζίδη μέχρι το ξετύλιγμα μιας μοναδικής καριέρας ως έξοχη σολίστ του τραγουδιού – μια φωνή που τη θαύμαζες πίσω από τη φωνή του Στέλιου για να αποδείξει σιγά σιγά πως άξιζε κάτι περισσότερο, κάτι περισσότερο της χρωστούσε το τραγούδι. «Έχω όμως την αίσθηση πως ήδη από τότε η Κυριακή Παπαδοπούλου –χωρίς να το ξέρει, ίσως απόλυτα – είχε επιλέξει λόγω  του ταμπεραμέντου της αλλά και τη ανάγκης, να παρακάμψει το μεγαλύτερο  οροπέδιο του μικροελλεδικού μας παραδείσου και της αβάσταχτης ελαφρότητας. Γιατί; Γιατί έπρεπε να συλλαβίσει το δικό της αλφάβητο, βάζοντας συχνά το ωμέγα πριν από το άλφα και το βήτα». (σ. 12). Ταυτόχρονα, πίσω από τη λαμπερή της παρουσία ξετυλίγεται και η ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, με τα πρόσωπα, τις εταιρείες, τα συγκρουόμενα συμφέροντα, μνήμες ατελείωτες συγκινησιακά φορτισμένες. 

Και δίπλα σε όλα αυτά, πίσω από τη «φωνή» η γυναίκα με την ιδιαίτερη τόλμη, τόσο στις επιλογές της εμφάνισής της όσο και στον τρόπο της ζωής της, στις σχέσεις της, δοσμένη στον έρωτα και το πάθος, γνωρίζοντας ωστόσο πότε μια σχέση πρέπει να διαλυθεί για να μην την καταπιεί ολόκληρη. «Δέκα χρόνια εγκλωβισμένη στους κανόνες του πάλκου, στην περίφημη “καρέκλα” δίπλα στον άντρα της, τόση μοιρασιά τραγουδιών, τόσα βινύλια…» (σ.80).

Παρακολουθώντας τη σπουδαία πορεία του Γιάννη Ξανθούλη για πολλά χρόνια (πάνω από σαράντα) στη μυθοπλασία, ίσως είχαμε ξεχάσει πόσο καλός δημοσιογράφος είναι –κι ας μην το παραδέχεται τόσο ο ίδιος– όχι επειδή ακολουθεί τη δημοσιογραφική δεοντολογία (αυτό ας θεωρηθεί εκ των ων ουκ άνευ) αλλά επειδή καταφέρνει να μεταποιήσει μια συνέντευξη (ας την ονομάσουμε έτσι ψυχρά αρχικά) από ανούσια παράθεση πληροφοριών σε κουβέντα φιλική που επιτρέπει να βγουν τα ’σώψυχα του προσώπου που έχει απέναντί του, να μεταβάλει μια αφήγηση ζωής σε εξομολόγηση, να «χτίσει» μια ολόκληρη εποχή και μέσα της να τοποθετήσει  απολύτως φυσικά το πρόσωπο αυτό, χωρίς να λησμονήσει και την επέκταση στα δικά του βιώματα,  όπως τονίστηκε παραπάνω.  Και, μέσα στην πληθώρα των μηνυμάτων που στέλνει στον αναγνώστη του, άλλοτε ξεκάθαρα και άλλοτε κλείνοντας συνωμοτικά το μάτι, πάντα να ρίχνει το φως στο θέμα του, τη λαμπερή παρουσία της ντίβας του ελληνικού τραγουδιού – πότε να την απογειώνει μεταφέροντας τις μνήμες από τους θριάμβους της, και πότε να τη φέρνει στα μέτρα μιας απλής γυναίκας που κουβεντιάζει φιλικά για όσα θυμάται να την πονάνε ακόμη. Ένας συνδυασμός, που και η ίδια τον δέχεται: «Σήμερα, αν έχει κάποια σημασία ο χρόνος, μπορώ να είμαι ευχαριστημένη, όσο κι αν η ζωή μου είχε τις γκριζάδες της. Καλοδεχούμενο και το γκρίζο, αν μπορείς να το συνδυάσεις με κάτι φωτεινό… » (σ. 247).

Γήινη και φωτεινή, η Μαρινέλλα, όπως μας τη συστήνει η γραφή (και η ματιά) του Ξανθούλη, διανύει την ένατη δεκαετία της ζωής της, κι έρχεται αυτό το βιβλίο να δείξει πως έχει ακόμη μπροστά της χιλιόμετρα. «Εσύ το είπες εξάλλου και, μιλώντας μαζί σου όλον αυτόν τον καιρό, όλα τούτα τα ξεχωριστά μας μεσημέρια, το εμπέδωσα απολύτως». «Τι είπα; Θύμισέ μου…» «Είπες: “Τραγουδάω εξήντα τόσα χρόνια, αλλά ποτέ δεν ένιωσα ότι έκλεισα τον κύκλο μου και δεν είπα φτάνει. Όταν το αποφασίσω, θα είναι το πιο ήσυχο φευγιό που θα υπάρχει”. Σωστά;» «Σωστά!». (σ. 248).

 

Διώνη Δημητριάδου

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου