Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021

Ο γιος μας Βαγγέλης Μπέκας εκδόσεις Ψυχογιός η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

 

Ο γιος μας

Βαγγέλης Μπέκας

 εκδόσεις Ψυχογιός

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Ένας κόσμος στα όρια • Fractal (fractalart.gr)



 

 

Ένας κόσμος στα όρια

 

Τόποι και άνθρωποι, στο νέο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Μπέκα, βρίσκονται στα όρια, όπως και αν τα θεωρήσουμε. Τόποι συνοριακά τοποθετημένοι, να ψάχνουν την ταυτότητά τους στη μία και στην άλλη πλευρά, προκαλώντας το αίσθημα της ανασφάλειας που φθάνει από την καχυποψία ως την εχθρική αντιμετώπιση. Αλλά και άνθρωποι που αγγίζουν τα όρια της αντοχής τους, καθώς η μοίρα τούς δοκιμάζει με τις αιφνίδιες ανατροπές της ζωής τους. Ο γιος μας είναι ένα βιβλίο που δένει σε άψογη σχέση την ατμόσφαιρα (κλειστοφοβική και ομιχλώδη) του συνοριακού  χωριού με τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις των ηρώων, και αυτή η συγγραφική επιλογή καθορίζει εν πολλοίς  την αξία της συγκεκριμένης γραφής. Παρ’ όλο που μια τέτοια ατμόσφαιρα θα συνηγορούσε ίσως για μια αργή πλοκή στηριγμένη στην εσωτερικότητα, εδώ έχουμε έναν καταιγιστικό ρυθμό που παραπέμπει σε κινηματογραφικά σεκάνς, με τη δράση να κινείται σε παράλληλα επίπεδα (προσωπικά, τοπικά και χρονικά), καθώς τα κεφάλαια του βιβλίου διακόπτονται για να συνεχιστούν παρακάτω, ανοίγουν και κλείνουν αλήθειες και αποκαλύψεις. Ο Μπέκας κατόρθωσε να συνδυάσει τον γρήγορο ρυθμό της αφήγησης με την αίσθηση που αφήνει το σκηνικό, έτσι που μοιάζει τίποτα να μην κινείται, τίποτα να μην προϊδεάζει για εξέλιξη. Ένα μυθιστόρημα που ερευνά τις ανθρώπινες σχέσεις, κι αυτές στα όριά τους, μέσα στον χώρο –είτε πρόκειται για τον περιορισμένο οικογενειακό κύκλο είτε για τον έτσι κι αλλιώς οριακό κύκλο του χωριού– όπως αυτές διαφοροποιούνται, εξελίσσονται και αλληλεπιδρούν.



Η εξαφάνιση ενός επτάχρονου παιδιού, που δένει από τον τίτλο με την κτητική αντωνυμία σε πληθυντικό αριθμό (ο γιος μας), θα δώσει το έναυσμα για όλη τη δράση, μια δράση σε πολλά διαφορετικά επίπεδα, με πολλές διαφορετικές αφορμές και επιδιώξεις. Κυρίαρχη η μορφή του πατέρα, όχι όμως η μοναδική σε σημασία. Και ενώ όλα παραπέμπουν σε κάποιο ατύχημα στο δάσος, σ’ αυτό το απομονωμένο χωριό κοντά στα σύνορα, θα αρχίσει να λειτουργεί η υποψία πως από την άλλη πλευρά των συνόρων υπάρχει μια απειλή (η εμφάνιση ενός τζιχαντιστή που επιστρέφει από τη Συρία) και όλα θα πάρουν άλλη τροπή. Ωστόσο, ικανός αφηγητής ο Μπέκας, με σαφή γνώση των τεχνικών και των ορίων της μεγάλης αφήγησης, θα επιφυλάξει την έκπληξη και την ανατροπή για τις τελευταίες σελίδες, αποδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο πώς συνδέονται στη γραφή του η λογοτεχνική και η κινηματογραφική γλώσσα.

 Και ο αναγνώστης, εν είδει θεατή, θα πρέπει να παρακολουθήσει την εξελισσόμενη πλοκή μέσα από τα κεφάλαια που λειτουργούν σαν σκηνές, με τη βοήθεια του συγγραφικού «φακού» που τον μεταφέρει από πλάνο σε πλάνο, δένοντας τις διαφορετικές αφηγηματικές φωνές για να βρει το νήμα των αποκαλύψεων. Μόνο που αυτές οι αποκαλύψεις δεν αφορούν μόνο το παρόν, καθώς τα μυστικά που κρατήθηκαν κρυμμένα έχουν τις συνδέσεις τους στο παρελθόν· έτσι, με σοφά κατανεμημένα τα χρονικά επίπεδα και βάζοντας στο προσκήνιο πότε τα κοινωνικά ζητήματα και πότε τις ψυχολογικές διακυμάνσεις, ο Βαγγέλης Μπέκας χτίζει ένα από τα καλύτερα θρίλερ της σύγχρονης εκδοτικής παραγωγής, στο οποίο ο αναγνώστης κάποια στιγμή ξεχνάει πως η αφετηρία ήταν η εξαφάνιση του παιδιού. Ένα μυθιστόρημα που αναβαθμίζει τη μεγάλη αφήγηση, σε μια εποχή που είναι φανερή η προτίμηση στη μικρή φόρμα.

 

Αποσπάσματα

 

Ο Ισμαήλ κοιτά το σπίτι κρυμμένος στις φυλλωσιές των θάμνων. Είναι ένα σπίτι μόνο του μες στο δάσος, κάτω απ’ τα μαύρα πεύκα και τις καστανιές. Σπίτι παλιό, φτιαγμένο από πέτρα και ξύλα. Χαμόσπιτο. Τα κεραμίδια του ξέφτισαν με τις βροχές και στην αυλή ζαρζαβατικά, λουλούδια και μια αποθηκούλα με τσίγκο για σκεπή.

Πλησιάζει άλλο λίγο, σταματά. Στέκει ασάλευτος και παρατηρεί πάλι το χαμόσπιτο πίσω από τις φτέρες. Στο μυαλό του περνάνε τα παλιά και η καμινάδα καπνίζει.

Μέσα είναι…

Νιώθει τους παλμούς στον λαιμό του ν’ ανεβαίνουν και τα πόδια του μένουν καρφωμένα στη γη. γιατί να πάει αυτός; Γιατί τώρα; Γυρνά την πλάτη στο χαμόσπιτο και χάνεται στο δάσος. (σ. 30)

 

 

Η ομίχλη διαλύθηκε, ο πολιτισμός επέστρεψε, ακόμα και τα κινητά ξαναβρήκαν το σήμα τους κι όλοι το ’χαν σίγουρο πια ότι ο Γιωργάκης ήταν νεκρός. Θαμμένος κάπου στο δάσος. Το μόνο που δεν ήξεραν ήταν αν ο λάκκος που τον έκρυβε βρισκόταν πριν ή μετά το συρματόπλεγμα. Ήλπιζαν μόνο να μην μπλέξουν με τους μπάτσους απ’ την άλλη μεριά. (σ. 376)

 

 Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου