Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν
Άπαντα τα ποιήματα
μετάφραση:
Χριστίνα Παναγιώτα Γραμματικοπούλου
εκδόσεις
Βακχικόν
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress
https://bookpress.gr/kritikes/poiisi/12043-bachmann-ingeborg-bakchikon-apanta-ta-poiimata-dimitriadou
https://bookpress.gr/kritikes/poiisi/12043-bachmann-ingeborg-bakchikon-apanta-ta-poiimata-dimitriadou
η
δύναμη της ποιητικής γλώσσας
H Μπάχμαν
πάλευε με την ανεπάρκεια της γλώσσας, κυνηγώντας εκείνο που δεν μπορούσε να
εκφραστεί. «Εάν είχαμε τη λέξη», δήλωσε το 1959 σε μια ομιλία, «εάν είχαμε
γλώσσα, δεν θα είχαμε ανάγκη όπλα». Πίστευε ότι η ποιητική γλώσσα είχε τη
δυνατότητα να επεκτείνει τα σύνορα της επικοινωνίας, παρ’ ότι η ίδια είχε χάσει
πια την πίστη της στην ποίηση ως μέσο.
(από την Εισαγωγή της Έμμα Γκάρμαν, μετάφραση: Αλέξανδρος Τσαντίλας).
Μπορούν άραγε οι λέξεις να γεφυρώσουν τα
χάσματα επικοινωνίας που δημιουργούν οι πολιτικές συνιστώσες κάθε εποχής, οι
κοινωνικές συνθήκες αλλά και οι προσωπικές επιδιώξεις, οι αντιθέσεις, τα
ποικίλα συμφέροντα; Κι αν η δυναμική τους γίνει αποδεκτή, είναι άραγε η ποίηση
ο ιδανικός τρόπος να επιλυθούν όλα τα
παραπάνω προβλήματα που καθιστούν συνήθως την επικοινωνία ατελέσφορη ή και
επικίνδυνη στην ασυνεννοησία των προσώπων; Είναι μεγάλη η συζήτηση γύρω από τον
καθορισμό του ρόλου της ποίησης, κυρίως ως προς τη σκοπιμότητα που ενδεχομένως
εμπεριέχει, την αποτελεσματικότητά της μέσα στο κοινωνικό σώμα/αποδέκτη, την
έμμεσα εισηγητική της παρέμβαση στις εξελίξεις (πολιτικές κυρίως), την ικανότητά
της να αποτελέσει ένα τρόπον τινά μανιφέστο, πολύτιμο «εγχειρίδιο», που με την
πύκνωση του λόγου να μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός εξελίξεων και δυναμικών
αλλαγών. Αλλά –από την άλλη πλευρά– εγείρεται η αποστομωτική ίσως θεωρία, που
αρκείται ευφυώς στον αισθητικό χαρακτήρα της ποίησης αλλά και της τέχνης
γενικότερα, που έχει από μόνη της, πέρα από την οποιαδήποτε σκοπιμότητα, τη
δυναμική να διεγείρει συνειδήσεις ωθώντας σε νέες μορφές δημιουργίας μέσω της
ενσυναίσθησης. Είναι, λοιπόν, ο ποιητικός λόγος μια δύναμη προωθητική των
εξελίξεων, ως ανάλυση των συνθηκών, ως επισήμανση των εγγενών προβλημάτων, ως
πρόταση τελικά μιας ανατροπής; Μια απόλυτη απάντηση δεν μπορεί να δοθεί, όχι
μόνο γιατί τα ποιητικά μέσα είναι συχνά δύσκολα για μια απρόσκοπτη επικοινωνία,
όσο γιατί από την ίδια την ποίηση εκφράζεται μια αμφισβήτηση ως προς τη
δυνατότητα μετατροπής του κόσμου των σκοπιμοτήτων και των συμβάσεων σε κόσμο
των φυσικών αξιών.
Η ποίηση της Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, θα
μπορούσε να είναι απόδειξη για την αποτελεσματική λειτουργία των λέξεων, παρ’
όλη την ειρωνεία που αποπνέει η
αποστασιοποίηση της από τον ποιητικό λόγο σχετικά νωρίς· παύει πλέον να εκδίδει
ποιήματα, χωρίς όμως, όπως αποδείχθηκε από τα σωζόμενα χειρόγραφά της, να
γράφει ποίηση.
Στην πρόσφατη έκδοση των ποιημάτων της,
στη σημαντική για τα ποιητικά πράγματα σειρά των εκδόσεων Βακχικόν «Ποίηση απ’
όλο τον κόσμο», σε προσεγμένη καλή μετάφραση από την ποιήτρια Χριστίνα
Παναγιώτα Γραμματικοπούλου, έχουμε την ευκαιρία να δούμε όλη την πορεία της
Μπάχμαν από τα πολύ νεανικά χρόνια ως την τελευταία της έκδοση αλλά και τα
ανέκδοτα ανολοκλήρωτα έργα της. Ιδανικά, έτσι, μπορούμε να εκτιμήσουμε
παράλληλα με τις τεχνικές της που εξελίσσονται μέσα στα χρόνια την ιδεολογική
της ανέλιξη, πολύ ενδιαφέρουσα επίσης, όπως και την άποψή της για τη λειτουργία
των λέξεων, που αποτελεί καρπό των φιλοσοφικών της αναζητήσεων και των
επιδράσεων που δέχθηκε τόσο από τον Χάιντεγκερ, τις απόψεις του οποίου για την
κατανόηση του «Είναι» σύντομα εγκατέλειψε, όσο (κυρίως) από τον Βιτγκενστάιν. Η
απελευθέρωση των λέξεων από το τυπικό περίβλημα του ορισμού των εννοιών, η
δυναμική τους να βοηθούν την επικοινωνία πολλαπλασιάζοντας το νόημά τους και
διαφοροποιώντας το κατά περίπτωση χάριν της απρόσκοπτης συνεννόησης αλλά και
εξαιτίας της, έδωσαν στην ποίησή της τον ιδιαίτερο χαρακτήρα απογειώνοντας την
παραμικρή λέξη ώσπου να συναντήσει το επιθυμητό σημαινόμενο.
Στις πρώιμες γραφές της διαβάζουμε:
Αναρωτιέμαι
όλες τις ώρες χιλιάδες φορές,
Από
πού μου ήρθε τούτη η αίσθηση του φορτίου,
Τούτος
ο αμβλύς επαναλαμβανόμενος βαθύτερος πόνος…
(Αναρωτιέμαι)
Ήδη έκδηλη η συνειδητοποίηση πως πρέπει
να αντιμετωπίσει το βάρος που φέρει μέσα της, να οδηγήσει σε γόνιμη έκφραση τον
βαθύτερο πόνο. Αρχή της ποιητικής πορείας, κι ας μην έχει φτάσει ακόμη η ώρα
της κοινοποίησης, του μοιράσματος του ποιητικού λόγου.
Από τα ποιήματα της περιόδου 1948-1953
ξεχωρίζω τους στίχους αυτούς:
Είμαι
παιδί του μεγάλου φόβου μπροστά στον κόσμο,
που
αιωρείται μέσα στην ειρήνη και τη χαρά,
[…]
Είμαι
το Σκέφτομαι-ολοένα-τον-θάνατο.
(Πίσω από τον τοίχο)
Αποδίδουν με άριστο τρόπο πώς σκέφτεται
ένα κορίτσι που γεννήθηκε μέσα σε ναζιστικό περιβάλλον (ο πατέρας της ανήκε στο
εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα), που ένιωσε τη φρίκη της γερμανικής εισβολής στην
πατρίδα της την Αυστρία (η μνήμη μου
ξεκινάει από την ημέρα εκείνη – από αυτή την πρώιμη θλίψη, θα πει) και
κατανοεί στη συνέχεια πόσο αμφίβολη είναι η ειρήνη και πόσο διαβρωτικός των
συνειδήσεων εξακολουθεί να είναι ο φασισμός, με όποιο πρόσωπο εμφανίζεται.
Στην πρώτη ποιητική της συλλογή, «Ο
Δανεισμένος χρόνος» (Die gestundete Zeit), 1956, θα είναι ξεκάθαρη στο ομώνυμο
ποίημα:
Έρχονται πιο σκληρές μέρες.
Και
αλλού:
Όπου ο
ουρανός της Γερμανίας μαυρίζει τη γη,
ο
αποκεφαλισμένος της άγγελος αναζητά έναν τάφο για το μίσος
και σου δίνει
τη λεκάνη της καρδιάς
…
Ακόμα δεν
πήγε μεσημέρι, μέσα στη στάχτη
απλώνεται το
σίδερο, πάνω στο αγκάθι
είναι υψωμένη
η σημαία, και πάνω στα βράχια
πανάρχαιου
ονείρου
παραμένει από
εδώ και στο εξής
σφυρηλατημένος
ο αετός…
(Νωρίς το μεσημέρι)
Οι λέξεις αποκτούν
όλο και περισσότερο βάρος, ολοένα εμφανίζονται και πιο πολυσήμαντες, η ποίηση
της Μπάχμαν αποκτά περιεχόμενο, η πολιτική της σκέψη (κι ας αμφισβητήθηκε από
την κριτική της εποχής της) χωρίς να κραυγάζει δηλώνει εναργής.
Στη δεύτερη ποιητική
της συλλογή, «Επίκληση στη Μεγάλη Άρκτο» (Anrufung des Grossen Bären), 1956,
εγκατεστημένη πλέον στη Ρώμη, θα μιλήσει για τη διαρκώς διογκούμενη αίσθηση του
ανικανοποίητου, αποξενωμένη από την πατρίδα και σε μια αδιέξοδη σχέση πάθους με
τον Πάουλ Τσέλαν.
Κάτω από έναν ξένο ουρανό
σκιές τριαντάφυλλα
σκιά
πάνω σε μια ξένη γη
ανάμεσα στα τριαντάφυλλα και τις σκιές
μέσα σε ένα ξένο νερό
η σκιά μου
(Σκιές τριαντάφυλλα
σκιά)
Και αλλού: Λύτρωσέ με! Δεν μπορώ άλλο να πεθαίνω. (Τραγούδια
της φυγής ΧΙΙΙ)
Κάτω από τον τίτλο
«Καλύτερο κόσμο δεν γνωρίζω» στο βιβλίο περιλαμβάνονται και τα λεγόμενα
ανέκδοτα/αποκηρυγμένα ποιήματα, που τα αδέλφια της Μπάχμαν εξέδωσαν μετά τον
θάνατό της. Πρόκειται για ποιήματα που γράφτηκαν στη Ζυρίχη, στο Βερολίνο, στη
Ρώμη, στο διάστημα από το 1962 ως το 1964, ίσως και πιο μετά. Παρατίθενται και
σκαναρισμένα τα χειρόγραφα των ποιημάτων αυτών με τις προσθήκες τις διορθώσεις
και τις διαγραφές της ποιήτριας, γεγονός που δείχνει την ανολοκλήρωτη μορφή
τους. Παράλληλα φαίνεται και ο τρόπος που δούλευε τα ποιήματα της ψάχνοντας την
τελική μορφή που θα την ικανοποιούσε. Στο ποίημα που έδωσε τον τίτλο σ’ αυτή τη
συγκέντρωση των ανέκδοτων ποιημάτων διαβάζουμε: Όποιος καλύτερο κόσμο γνωρίζει, ας βγει μπροστά. Μια πρόκληση για
μια νέα μορφή ενός κόσμου με πολλαπλά τραύματα, ακόμη περισσότερες ενοχές και
την υποψία πως οδηγεί αναπόφευκτα σε αδιέξοδο.
Μια έκδοση που μας
αποκαλύπτει την Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν μέσα από την ποιητική της διαδρομή, μια
παράλληλη πορεία δίπλα στην πεζογραφική της δουλειά, πολύ διαφωτιστική για τη
σταδιακή ωρίμαση της σκέψης της.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου